Ήταν χειμωνιάτικη βραδιά, από τις σκληρότερες που συνάντησε ο τόπος μας. Τα χιόνια βάραιναν τις στέγες κάνοντάς τις να βογκάνε από το βάρος του φορτίου τους, οι κρύσταλλοι του νερού κρεμόντουσαν στα δέντρα και στις άκρες των περβαζιών θυμίζοντας καλογυαλισμένες λόγχες, έτοιμες να βυθιστούν στα σπλάγχνα του αντίπαλου. Τα ζώα δεν έβγαιναν έξω, μέσα στο στάβλο περνούσαν τη μέρα τους, τρώγοντας τα σανά που είχαμε προνοήσει να μαζέψουμε, λες και γνωρίζαμε τι θα ερχόταν. Μέσα στο σπίτι, το τζάκι έκαιγε διαρκώς, καταπίνοντας αμέτρητες ποσότητες από ξύλα που η φύση είχε γενναιόδωρα χαρίσει μετά από μια χρονιά με αρκετές βροχές και ήπιο καιρό. Δίπλα στο τζάκι μαζευόμασταν και περνάγαμε τις μεγάλες και κρύες νύχτες του φετινού χειμώνα που συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση της κακοκαιρίας. Το οινόπνευμα κατέβαινε σιγά – σιγά στο λαρύγγι μας βάζοντας φωτιά στα σωθικά μας. Έτσι, όμως, ξεπερνάγαμε το φόβο ενός αποκλεισμού από το χιόνι που θα μας έπνιγε μέσα στον κατάλευκο βρόγχο του. Παράλληλα, αφήναμε τις σκέψεις μας να πλανηθούν σε μυστηριώδη όνειρα, σε σύμπαντα αλλοπρόσαλλα και σε μυθικούς τόπους όπου η καθημερινότητά μας φάνταζε αδέσποτο σκυλί μέσα σε λιβάδι από κατακόκκινα μυστηριώδη λουλούδια.
Ήταν μια απ' αυτές τις βραδιές που η ζέστη της φλόγας και η κατανάλωση του ποτού μου είχαν φέρει μια γλυκιά μελαγχολία, μία ευωδιαστή νάρκη που πνιγόταν σε παράξενα αρώματα. Οι άλλοι είχαν ναρκωθεί και κοιμόντουσαν ήδη στα μάλλινα στρωσίδια, που συνηθίζαμε να ρίχνουμε καταγής, δίπλα στο τζάκι για να απολαμβάνουμε όλη τη νύκτα τη θαλπωρή του. Δεν μπορούσα να ησυχάσω, στριφογύριζα νομίζοντας ότι ακούω ψιθύρους που ερχόταν από τα βάθη του δάσους. Κάτι που συνδύαζε το τραγούδι των σειρήνων και τη γλυκιά μελωδία της αρχαίας άρπας. Ήταν αλλόκοτο μα και μαγικό μαζί. Μ' έκανε να νοιώθω δυνατός, να πλημμυρίζω από μια ακαταμάχητη δύναμη και όρεξη να ζήσω τη ζωή μου μέχρι την τελευταία της σταγόνα. Από την άλλη, ήταν ολοφάνερος ένας υπόγειος λυγμός που ανάβλυζε μέσα απ' το σιγανοψιθύρισμα αυτό.
Μην μπορώντας να κοιμηθώ άλλο, αδιαφορώντας για τον χιονιά που έδερνε αλύπητα την πλάση, ντύθηκα βαριά, φόρεσα τις μπότες μου και μ' ένα δυνατό φανάρι βγήκα έξω. Η ανάσα του παγωμένου αέρα πλημμύρισε με μιας τα πνευμόνια μου, προς στιγμή μου κόπηκε η αναπνοή, ένας βρόγχος τύλιγε το λαιμό μου λες κι ήθελε να μου πει να μην κάνω ούτε ένα βήμα μπροστά. Γύρισα και κοίταξα τριγύρω Το φως απ' το φανάρι παιχνίδιζε μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και έκανε να λαμπυρίζουν όλοι οι κρύσταλλοι και τα παγωμένα μέτωπα που είχε γεννήσει ο χιονιάς. Παίρνοντας βαθιές ανάσες προχώρησα. Ήταν η πρώτη φορά που δεν με τρόμαζε το δάσος. Είχαν ακουστεί πότε – πότε εμφανίσεις αγριμιών αλλά, εδώ και καιρό τίποτε δεν είχε ταράξει την ηρεμία της περιοχής. Βάδιζα ολοένα και πιο βαθιά. Τα πόδια μου έκαναν τρομερό αγώνα να υπερπηδήσουν το χιόνι που είχε φτάσει πάνω από το γόνατο και με κατάλληλες κινήσεις να προχωρήσω μπροστά. Μέσα μου, όμως, δεν αισθανόμουν καμιά κούραση, τίποτα δεν μου προκαλούσε καταστάσεις ανησυχίας ή πανικού. Ένοιωθα ότι πλημμύριζα από μια απίστευτη γαλήνη, ένα κύμα καλοσύνης και μελωδίας ανάβλυζε από μέσα μου. Προχώρησα λες και κάτι με τράβαγε αλύπητα προς το μέρος του. Μου ήταν αδύνατο να σταματήσω.
Όσο προχωρούσα προς ένα ξέφωτο τόσο και πιο έντονη ήταν η αγωνία να γνωρίσω αυτό που τραβούσε με τέτοια δύναμη την ψυχή μου. Τότε, εκεί, τον είδα. Σ' ένα μέρος όπου τα δέντρα αραίωναν, στεκόταν γονατιστός στο ένα γόνατο με το κεφάλι, ατάραχο, να κοιτάζει διαρκώς προς τα κάτω. Σίγουρα, με είχε ακούσει, η προσπάθεια να προχωρήσω έσπαγε αρκετά την παγερή και θλιμμένη μοναξιά της χειμωνιάτικης νύχτας. Κι έτσι, όμως, να μην ήταν, κατάλαβα πως με ένοιωσε, αισθάνθηκα την καρδιά μου να προσκολλάται σε κάτι θεϊκό, υπέροχο, απερίγραπτο, μυθικό. Πλησίασα κοντά του και τρόμαξα. Παρατήρησα ότι ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Σκέφτηκα πόσο αλλόκοτο φάνταζε όλο αυτό το όραμα που είχα μπροστά μου και προς στιγμή σκέφτηκα ότι, ίσως, ποτέ να μην είχα αφήσει το τζάκι αλλά να ονειρευόμουν κι εγώ όπως και οι σύντροφοί μου που κοιμόντουσαν γαλήνια. Οι ριπές του τρομερού χιονιά και η δυσκολία με την οποία ανάπνεα με επανέφεραν στην πραγματικότητα. Μπροστά μου ξεχώριζε, σε απαράμιλλη γοητεία, ένα ουράνιο πλάσμα. Τίποτε πιο εντυπωσιακό, σκέφτηκα, δεν θα μπορούσες να συναντήσεις σ' ολόκληρη την πλάση.
Το ανδρικό σώμα του ήταν ρωμαλέο σαν τα αγάλματα των αρχαίων ηρώων, τα μαλλιά του έπεφταν ανακατεμένα στο μέτωπό του και την πλάτη του. Ήταν κατάμαυρα και μακριά. Το δέρμα του ήταν κατάλευκο, τόσο που έδειχνε το χιόνι να ζηλεύει τη λευκάδα του. Στο κάτω μέρος του σώματός του φορούσε κάτι περίεργα ρούχα που δεν μπορώ να πω ότι είχα ξαναδεί στη ζωή μου, φαινόντουσαν λες κι ήταν φτιαγμένα από μετάξι ειδικής προέλευσης και ποιότητας, ήταν τόσο λεπτά που διέκρινα πεντακάθαρα τις γραμμώσεις του σώματός του μιας και κολλούσαν σαν δέρμα πάνω του. Παρ' όλα αυτά δεν έδειχνε την παραμικρή ενόχληση από το κρύο. Έμοιαζε να στοχάζεται αλήθειες ασύλληπτες από το ανθρώπινο μυαλό, ήταν βυθισμένος σε σκέψεις απίστευτα μαγικές . Τότε ήταν που διέκρινα τα φτερά του. Έχοντας πια αντιληφθεί την παρουσία μου, τον διαπέρασε ένα σκίρτημα κι ένα ανεπαίσθητο φτερούγισμα πλατάγισε στον αέρα. Τα φτερά ξεδιπλώθηκαν σαν μεγαλειώδη χρυσοπόρφυρα λάβαρα στέρεα δεμένα πάνω σε πανίσχυρους ιστούς και νεύρα που άφηναν να αναδυθεί η εικόνα μιας απίστευτα δυνατής πλάτης. Δεν προχώρησα άλλο. Έτσι κι αλλιώς, κατάλαβα ότι ζητούσε να μάθει που βρισκόταν. Η επαφή μας έγινε χωρίς λόγια, τον κοίταζα στα μάτια του που έλαμπαν από ένα χρώμα που έσταζε τη γλύκα του μελιού και καταλάβαινα τη γλώσσα του κι αυτός τη δική μου.
Η συζήτηση ήταν σύντομη. Δεν ήμουν εγώ ο λόγος που βρέθηκε εδώ. Μου έδωσε να καταλάβω πως ήταν η ώρα του για την μεγάλη απόφαση. Με ρώτησε για διάφορους τόπους και μου έδειξε με ένα νεύμα προς τον ουρανό, τον τόπο από τον οποίο ήρθε. Έψαχνε να βρει αυτό που ερωτεύθηκε, επέλεξε τη θνητή ζωή από την ουράνια αθανασία. Η κρίση του είχε παρθεί με απόλυτη σιγουριά, δεν είχε καμία αμφιβολία για την επιλογή του. Αφού στάθηκε όρθιος, μάζεψε τα φτερά του και ξεκίνησε το δικό του δρόμο. Φάνταζε θεϊκό πλάσμα πάνω στο κάτασπρο χαλί του χιονιού. Εξαφανίστηκε σιγά-σιγά αφήνοντάς μου μία πίκρα για τη συζήτηση που δεν έγινε.
Στο δρόμο της επιστροφής, τα λόγια του στριφογύριζαν στο μυαλό μου. Μου είχε μιλήσει για τον έρωτα και την αγάπη, για τις λυπημένες καρδιές των ουράνιων πλασμάτων που δεν μπορούν να τα γνωρίσουν, μου μίλησε για τον Ενδυμίωνα, για την αιωνιότητα και το χάος, για το μεγαλείο της αγάπης, για τη μικρότητα των ανθρωπίνων πλασμάτων που αγνοούν αυτό το θείο δώρο. Μου είπε για τη σκληρότητα να βλέπεις αυτόν που αγαπάς να φεύγει ενώ εσύ θα συνεχίσεις να ζεις αιώνια, μου μίλησε για την Αιώνια Ζωή και μου αποκάλυψε πως είναι ο Αιώνιος Θάνατος.
Δεν μπόρεσα να τον καταλάβω τότε, άργησα πολύ να δικαιολογήσω την επιλογή του, βλέπεται τότε ήμουν αγόρι στα δεκαοκτώ μου χρόνια, δεν είχα συναντήσει ακόμη τον Έρωτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου