Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021

Ο χορός των καταραμένων

 



(στον Marc Guillaume για το Carnaval des spectres)

ο καπνός στριφογυρίζει
γύρω από την παρέα που χλευάζει το αιώνιο,
μακάβρια αγέλη, χέρια που πονούν
χέρια που δεν λατρεύουν,
κορμιά βουτηγμένα στο δειλινό της ζωής,
βλέμμα σβηστό, βλέμμα διπλό
μπροστά και πίσω
και μέσα στον άγριο καπνό χορεύουν
οι καταραμένοι,
όσοι έπιασαν το κτήνος από τα βράγχια, από το πτερύγιο
που σκίζει το πέλαγος,
όσοι δεν πρόλαβαν να φτιάξουν αναμνήσεις,
εικόνες μαστιγωμένες, θύμησες παλιές,
σάπιοι από την καθημερινότητα,
διχαλωτά πόδια και φτερούγες άρπυιας
χλιμίντρισμα καταδικασμένων από το ιεροεξεταστήριο,
άρπαξαν την όστια, τη μάσησαν και την έφτυσαν,
μακάβριος χορός,
ο χορός των νεκρών,
παγωμένη γη, υπόγειες ανταύγειες ανεπαρκούς έρματος,
βαθιά νερά ουράνιων ωκεανών,
ναυάγια από το πρώτο ταξίδι,
η θάλασσα ξερνά φωτιά κι αποκαΐδια,
σκελετοί του μόχθου, ανεπάρκεια ελπίδας,
η άβυσσος αρπάζει σε ρυθμούς σονέτου
αυτά που ονειρεύτηκαν, αυτά που αντιμετώπισαν,
οργή στο ανελέητο μαστίγωμα των οστών,
χολή και ξύδι για κατευόδιο,
είναι ο χορός των νεκρών, των καταραμένων,
καπνός, υπόγλυκεια γεύση ποτισμένης νικοτίνης,
ουσίες και ψωμί,
ζωή περιπλανώμενων, αυταπάτη στησίματος σκηνής
ο θίασος των καταραμένων ουρλιάζει, βογκά, μεθά,
η αυταπάτη της δημιουργίας
εκεί που απέτυχε ο θεός,
τεράστια φωτιά στο κέντρο, τα πάντα καίγονται
τα γλύφουν οι φλόγες
οι φλόγες που θερίζουν νοήματα, υπάρξεις κι αρχές,
οι φλόγες που ροκανίζουν τις ψυχές
που ξεφλουδίζουν τον κορμό της ύπαρξης
τ' αστέρια και το φως τους
τη νάρκη και το θράσος της ζωής,
ο καρνάβαλος γιορτάζει τη θλίψη, την επανάληψη,
την αγωνία του πιστού μπροστά στο χάος,
ο χορός δεν σταματά,
οι καταραμένοι πληθαίνουν,
πληθαίνουν γιατί γεννούν,
ασύστολα, αέναα γεννούν
αυτούς που θα χορέψουν μαζί τους,
στο χορό των καταραμένων, στο καρναβάλι των νεκρών....

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

ΜΟΝΑΞΙΑ

 



Η μοναξιά δεν έχει ταίρι,

σκύβει απάνω στα φτερά
της ύπαρξης που σιγοκλαίει,
που έφτασε να σπαρταρά
γιατί ο μίσχος δεν ανθίζει,
γιατί τ' αγέρι ξεψυχά
προτού δροσίσει γη καμένη,
προτού σκορπίσει τα σπαρτά,
η μοναξιά γυρίζει μόνη
όπως ο άνεμος σκιρτά
γλυκοφιλώντας τ' αφρονέρια
στο πέλαγος που αλυχτά,
δεν σημαδεύει κορφοβούνια,
το άσπρο γέρας τους φιλά,
γλιστρά σαν ίσκιος στις πλαγιές τους
ευωδιά αγριολούλουδων σκορπά,
στον έρημο, σκυφτό διαβάτη
στήνει παγίδες, κάλπικα κόλπα οδυνηρά
σιγοσφυρίζει στο αυτί του
πως κάποιος τον αναζητά,
η μοναξιά δεν έχει ταίρι,
ποτέ δεν είναι σε χορούς,
σε πανηγύρια και τραπέζια
μόνο εκεί που θα'βρει μοναχούς,
σ' άθλια στέκια, σε υπόγεια,
σε μπαρ με σκοτεινούς ρυθμούς,
σε λέσχες αυτών που ξενυχτάνε
στην άδεια κάμαρη μη νοιώσουν
ηλιαχτίδες να πετούν,
δεν έχει στόχο, δεν πιστεύει,
την ειμαρμένη δεν νογά,
δεν σκιάζεται ούτε λατρεύει
θεούς, δαιμόνους αψηφά,
σκορπά αόρατα τα πέπλα
μίας σαγήνης που βογκά,
που βαλσαμώνει τ' αγιοκέρι,
που κάνει ανθρώπους να σφαλούνε
τις πόρτες, να κάθονται σιμά.
Κάνει το βρέφος να στριγγλίζει,
το δόλιο το παιδί ν' αναζητά
τον κόρφο όπου στράγγισε το γάλα
και καρδιά μάνας εκεί κτυπά,
κρύβεται πίσω από το θάμπος του πλούτου
του πρόσκαιρου και της αψηφισιάς,
του κάθε όνειρου φευγάτου,
του κάλλους της αλλοκοτιάς,
κρύβεται πίσω απ' την αυλαία
και περιμένει στη σκηνή
την ώρα που θα βγει ο συνθέτης
το τέλος πια να διαφανεί...
βαριά κι ασήκωτη φοβέρα
ουρλιάζει μέσ' στους ουρανούς
ύμνους φλογέρας στομωμένης,
βιολιού ορφανού του δοξαριού,
ήχους καμπάνας ευνουχισμένης
με αφαίρεση του γλωσσιδιού...
η μοναξιά δεν έχει ταίρι
μα είν' ανίκητος εχθρός,
μπορεί να χάνει κάποιες μάχες
μα θριαμβεύει διαρκώς,
κάθε μας βήμα αγριοκοιτάζει,
άνθρωπε πρόσεξε καλά,
σκέψου, με φρόνηση πορέψου,
ταίρι μη σου'ρθει η μοναξιά...

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

ΑΠΩΛΕΙΑ



η απώλεια ορίζει τη ζωή,
χάνοντας βρίσκουμε αυτό που μας κρατάει ζωντανούς,
ο αχός του μόχθου παύει,
η ψυχή αρχίζει την αδέσμευτη περιπλάνηση στο άπειρο
προσκρούοντας στα ριγμένα άτακτα εμπόδια
που ενσαρκώνονται σε μια έναστρη βραδιά...
ο ήχος της σιωπής βοά στους πλάνητες
και απερίσκεπτους οδοιπόρους της δικής τους επωδού,
ο νόστος φαντάζει δόκιμος και η πλανεύτρα τροχιά
του εκηβόλου Φοίβου αγναντεύει το άμορφο,
οι βέβηλοι ωχριούν εμπρός στο νάμα της αφθονίας
μιας αλλοπαρμένης σκέψης, μιας ανείπωτης φθοράς,
το έρμα του ουράνιου σκύφους αναπλάθει την πάλη
θεών και δαιμόνων, του πρότερου και του ύστερου,
φθόνος ζαλώνεται στα τρίγλυφα και τις μετόπες
ανάερων λίθων που σχηματοποίησαν το αιώνιο,
το υπέροχο και το μεγαλειώδες,
σιωπώντας για το καθημερινό και εφήμερο,
στο πέλαγος ασημώνουν το σούρουπο οι αχτίδες της θυσίας
του μέγιστου σύμβολου της αιώνιας φλόγας
που κουρσεύει μνήμες, καρδιές και ψίθυρους
λαβωμένων καρδιών,
η απώλεια ορίζει τον όλεθρο που αναμένει τον χρόνο
στο αιώνιο παιχνίδι του ξετυλίγματος ενός μίτου
δίχως αρχή και τέλος,
μα με τερατώδες και επώδυνο τρύγημα χυμού
σταλάγματος στον ουρανίσκο με ευθύνη για την έσχατη,
τη φρενιτώδη δρασκελιά στο άγνωστο,
για τη συναπάντηση με το Μεγάλο Ίσως,
για το αντίκρισμα ενός παρ-άδη-σου
με ή δίχως οβολό για τον βαρκάρη,
η απώλεια στενεύει το σφρίγος, την ανάταση του πνεύματος,
την ευμάρεια του εφικτού,
διώκει ανελέητα το "σήμερα", καλύπτει τη φοβία των ατρόμητων,
η απώλεια σπουδάζει σε νότες μελαγχολίας,
αγναντεύει πέλαγα αταξίδευτα, στίχους άγραφους,
χορεύει με τη μοναξιά τα νυχτερινά μπλουζ
σε βρεγμένους δρόμους, έρημες στοές και υπόγεια στενά,
η απώλεια σφραγίζει την οφειλή, το χρέος,
τις λέξεις που καρπίζουν χωρίς νερό, δίχως ήλιο,
δίχως λόγια αγάπης, σύμπλευσης, κατανόησης,
η απώλεια ορίζει το μέλλον
και μαζί τη μνήμη σου......
[στον φίλο που ταξιδεύει πια στο άγνωστο]
1 σχόλιο
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2021

ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ

 





άφησα το ρεύμα να εισβάλει κατακτητής
διακόπτες και ασφάλειες έπεσαν μαζί
άφησα το ρεύμα να μου γράψει τη ζωή,
καμένη σάρκα, καπνός παντού
δυνάμωσα τον ήχο ανίερης προσευχής
τραγούδια ακουγόταν με λυγμούς σφαγής,
ανέβασα την ένταση, φύσηξα τον καπνό
δάκρυσαν τα μάτια μου βλέποντας εμπρός
σκληρά μονοπάτια, βάραθρα και μουντός ουρανός,
με το ρεύμα στις φλέβες, ντοπαμίνη σκληρή,
είδα πρότερους μα και νέους καιρούς,
είδα αίμα και χάος σε ταιριαστούς χορούς,
πηνία, κυκλώματα, λυχνίες, σπείρες λεπτές,
η καρδιά φτερουγίζει σε σκοτεινές κι έρημες πλαγιές
φυσάει βοριάς κι αρπάζει ψυχές, χαμόγελα, χαρές,
άφησα το ρεύμα να εισβάλλει κατακτητής
στην κόλαση τα φώτα ριγούν,, πέφτει ο παλμός,
στην κόλαση στη γη εκεί που ο φίλος θα γίνει εχθρός,
σαν σπίρτο καίγομαι μα ποτέ δεν μιλώ,
εκεί έξω το πάρτι έχει ένα μόνο ρυθμό
πολλοί κολασμένοι, δεν μιλάς, δεν μιλώ,
κάφτρα μέσα μου η ζωή με ημερομηνία λήξης,
ουρλιάζω, φλεγόμενη βάτος με λιγνίτη στυφό
τα παιχνίδια των παιδιών βουτούν στο κενό,
στείρα μήτρα η αντίσταση κι η φλόγα σβηστή,
τρέμει ο ήλιος, το φως θα χαθεί, το ρεύμα σαρώνει
φεγγίζει τη νύχτα που απλώθηκε, το πνεύμα σκοτώνει
απ' τα δόντια κλαγγή μοναχικού εκδικητή,
αέρας δεν φτάνει, η σπίθα αρκεί ν' ανέβει η τάση
να λαμπυρίσουν τα χνώτα υπάρξεων που τρέφει η φάση,
διψώ, καίγομαι, λάρυγγας και φωνή,
μέσ' το ποτήρι, στερνή επιλογή,
θα πιω πολύ, θα ρίξω το σύστημα
βραχυκύκλωμα, φωτιά, καμιά λογική....

Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

ΧΙΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

 




στην κόλαση που πήγα 'ψες

είδα τρεις πιγκουΐνους,
ο ένας παραθέριζε κι έπινε τζιν με σόδα,
ο άλλος έβαφε ξανθά τα μαύρα τα φτερά του
κι ο τρίτος άγιες γραφές, για πλάκα, εμελέτα,
τι γίνεται λέω, παιδιά
κάτι στραβό, παράξενο, θωρώ μέσα στη λάβα,
(και δίπλα αντιλήφθηκα της θάλασσας λιοντάρια),
πούθε κρατά η σκούφια σας,
πως ήρθατε 'δω κάτω;
είναι για σας κατάλληλος ο χώρος και ο τόπος;
εγώ είμαι μονάχα ο θεός,
μου αποκρίθη ο πρώτος,
μα τι να κάνει ο θεός μπροστά σε τέτοιο αγύρτη,
ο δεύτερος μου είπε
είμαι ο γιός,
μια φορά το δοκίμασα και δεν ξανανεβαίνω
κι ο τρίτος, ο περίπλοκος,
με την αναποφασιστηκότητά του
μου 'πε
το πνεύμα άλλαξε χωριό,
οικτρά κυνηγημένο
από το τέρας που 'ριξε στη γη
σκατο-σποριά του,
και μ' ένα στόμα κραύγασαν
'δω κάτω ήρθαμε άγνωστοι
να βρούμε τη δροσιά μας!
θωρώ, ξαναθωρώ τους το
το μίζερο ασκέρι
έφυγ' ο νους μου, πέταξε
ξανάρθε στη Γεννέση,
σκέφτηκα κι είπα ρε μπας κι ανάποδα
μας δίδαξαν, ανάποδα μας τά'παν
οι αρχόντοι και καλόγεροι,
δασκάλοι και παπάδες,
μήπως το τέλος για αρχή
μας ψιλοκοσκινίσαν;
μήπως φυτά, πετούμενα και ζώα
ήρθανε μετά,
ύψιστο δημιούργημα,
μήπως ο άνθρωπος στραβά 'γινε
κι είν' μισερό το έργο;
μήπως το χώμα πλάνταξε,
σκορπίστηκε, γίνηκε βούρκος;
μήπως τελετουργίες ιερές
αλλάξανε τη μοίρα;
σε ποιόν να πω τον πόνο μου,
ποιόνα να ερωτήσω;
άμα τ' ασκέρι αγνοεί,
ποιος ειν' ο παντογνώστης;
κι εκεί που έσκυβα νωθρός
με μάτια πλανταγμένα,
παγόβουνο τεράστιο στης κόλασης της πύλες
κι ως άτι με χάμουρα βαριά
και χιλιοπλουμισμένο,
ο διάβολος εμπούκαρε
κι επρόσταξε,
γνήσιος μακελλάρης,
χίλιες αρκούδες πολικές να σφάξουνε
τους κύκνους
που γύρω ροβόλαγανε και σιγοτραγουδούσαν,
κι από το βάθος του χαμού
ακούω τη φωνή του
Αφέντη καλωσόρισες,
σε χάσαμε για λίγο,
δείπνο αντάξιο για σε 'τοιμάζω
για τον νόστο,
κι ειν' η πατρίδα έτοιμη να σε καλωσορίσει!
Πιστός σου δούλος και φρουρός
κι ειν' όλα καμωμένα
το μόνο μου παράπονο
πως άνεργο μ' αφήκες,
χιλιάδες χρόνια προσπαθώ να κάμω τη δουλειά μου,
κι έρημους τόπους θλιβερούς,
ανάρια μονοπάτια,
κουφάρια εγεμίσανε τους γήινους τους βάλτους,
πέτρα στην πέτρα ξεθεμέλιωσες,
έκαψες τα σπαρτά σου,
μαύρο μολύβι έκανες
τη γη σου και ξερνάει,
τους πόλους εξανάστρεψες,
μακέλεψες τη φύση,
τα ύστερα τα όπλα μου, όλα μου τα επήρες,
αρρώστιες, πόνους και λιμούς,
σφαγές, τερατουργήματα, μίσος,
λεηλασίες,
Ω πλάσμα των ονείρων μου,
ω του σύμπαντος φωστήρα,
ω ίσκιε του φθαρτού κορμιού μου,
ω μέγα στρατηλάτη,
ας είναι...
χαίρομαι πολύ, δικός σου υπηρέτης,
συ μ' έφτιαξες
πνοή σου ζωοδότρα,
κατ' εικόνα και ομοίωση
σε σε
χρωστώ την ύπαρξη,
μακάριος ο τόπος σου
ω γίγα των γιγάντων!!
κι εμονολόγα:
(μον' πρόσεξε γιατί θωρώ
πως έρχετ' η στιγμή μας,
έτσι που πας, ολάκερους τους κόσμους μας
θε να τους καταστρέψεις)
τότ' έστρεψα το βλέμμα μου
και τίποτα δεν είδα,
δεν είδα άστρα κι ουρανούς,
της όρασης πλανέματα
δεν μ' έτερψαν και δε με ξεγελάσαν,
μόνο οι τρεις παράταιροι
κάθονταν και γελούσαν
γλεντούσαν τη μιζέρια μου, την άθλια ψυχή μου
γλεντούσαν που χιλιόχρονα, διαρκώς, με ξεγελούσαν.......

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΟΥ

 





Σύστημα σ' ευχαριστώ
μ' έκανες να μην πονώ,
να μη νοιώθω αδυναμία
ν' αγαπώ τη μοχθηρία,
σύστημα αφέντη και προστάτη
με ραντίζεις με αλάτι
για να ξέρω πως θα νοιώσω
αν τολμήσω να θυμώσω,
ω, παντοτινέ μου φίλε
μ' έκανες "πιστέ μου σκύλε"
ξεροκόμματο μου δίνεις
πάντα πίνω ό,τι πίνεις,
"μέσα κάτσε, μη μιλάς"
συμβουλές σωστές σκορπάς,
"δες τι γίνεται πιο πέρα,
σάρκες, αίματα, φοβέρα,
μην τολμήσεις να σκεφτείς,
μη ζητάς, μην απορείς,
μέσ' τ' αγαπημένο σπίτι
κάτσε και θα σού'βρω νοίκι",
σύστημά μου σε λατρεύω,
ό,τι καταπιώ χωνεύω:
τη φωνούλα του παιδιού,
τη ζωή του αλλουνού,
κάθε μου επιθυμία
τη βραβεύεις με μανία,
δεν μετράς καμιά ψυχή
ό,τι θες θα πουληθεί,
σύστημά μου λατρευτό
με αντρώνεις με σταυρό
όχι άλλον για να σώσω
μα να βρω ποιον θα καρφώσω,
ποια γυναίκα θα πουλήσω,
ποιο παιδί θα ευνουχίσω,
ποιον πατέρα θα μαντρώσω
σκλάβο για παρά να δώσω!
Σ' αγαπώ και σε λατρεύω,
με τη γλώσσα σε θωπεύω,
γιατί ξέρεις να χορταίνεις
κάθε βίτσιο που υφαίνεις
σε σημαίες και στολίδια
χρυσοστόλιστα σκουπίδια,
είσαι μάγος και τεχνίτης
είσαι θύμα κι είσαι θύτης,
σύστημά μου και θεέ μου,
σήμαντρο και αδερφέ μου,
σε ευχαριστώ θερμά
όχι πια αφεντικά,
έχω πλήρη ελευθερία
(που την λεν ασυδοσία)
μ' έμαθες να περπατώ
μεσ' σε λάσπες και σκατό,
σύστημά μου σε θαυμάζω
μ' έμαθες πως να αλλάζω
τα ονόματα σωρό
να δουλεύω τον εχτρό,
φόνους, βίτσια κι αδικία
τα βαπτίζεις ευτυχία,
το να κλέβω με μανία
το 'βγαλες ελευθερία,
μα το πιο σημαντικό
ειν' πως κάθε ουρλιαχτό,
κάθε αίμα που στραγγίζει
τ' ονομάζεις πάντα "φύση",
κάθε σκλάβο και σφαγμένο,
κάθε πλάσμα κολασμένο,
κάθε μάνα βιασμένη
κάθε κόρη πουλημένη,
κάθε νήπιο αθώο
πουλημένο σ' ένα ζώο,
σε μια μήτρα σαπισμένη
στου αστού τη χαλασμένη,
βρωμερή, κρυφή φωλιά
που σαρκώνει τρωκτικά,
εκεί μέσα σύστημά μου
σ' έχω φύλακα σιμά μου,
εκεί θέλω να'μαι εγώ
σαν υπόγειο φυτό,
να μη ζω με οξυγόνο,
να μη νοιώθω ξένο πόνο,
μεσ' στο διάολου τη φάτνη
χώσε με κι ας γίνουν στάχτη,
όλα, κόσμος κι ουρανός
είμαι ο μικροαστός!!

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

αποχαιρετισμός

 



Είν’ ο λυγμός που ξεπηδά και σφίγγει την ψυχή μας,
είναι της πίκρας οδηγός, της ζήσης φυλακή μας,
φίλε δυο λόγια μοναχά μέσα απ’ την καρδιά μας
μιας κι η ζωή μάς φύλαγε να φύγεις μακριά μας,

δεν είναι η ώρα π’ αγρυπνά στο δειλινό ακτίνα,
δεν είναι ούτε πρωινό με τέτοια καταιγίδα,
είναι η ώρα που ζητάς να σταματήσ’ η γη,
βάρη να μη φορτώνουνε τις πλάτες οι καημοί,

είναι της θάλασσας ξηρά,
του ουρανού λιβάδι,
είναι η όχθη του γιαλού,
η καταχνιά το βράδυ,

φίλε σήμερα σιγοτραγουδάς και σιγοψιθυρίζεις
στου ουρανού τις απλωσιές, την πλάτη μάς γυρίζεις,
φίλε δεν είναι τ’ ουρανού τα άστρα που φεγγίζουν
της φαμελιάς σου ο καρπός κι η αγάπη φτερουγίζουν,


κάποτε θάρθει η στιγμή μαζί να σεργιανάμε,
να πλέκουμε στα όνειρα εικόνες που κρατάμε,
θαν’ ο ιστός της άνοιξης, του θέρους η ζεστάδα,
θαν’ της σποράς σου ο καρπός, της μάνας η λαμπάδα,

γιατί απάνω στ’ όνειρο έρχεται καβαλάρης
ο ήχος των μελλοντικών γενιών, το δώρο που θα πάρεις
γιατ’ είναι του συντρόφου η αγκαλιά και των παιδιών η λάμψη
π’ ανατολές και δειλινά θ’ αδράξουνε στην πλάση,

και μεσ’ απ’ τις αγνές καρδιές
που ΄ναι σπορά δική μας
αθάνατοι θ’ αντέξουμε
την αναχώρησή μας…