Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ


Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες ζωη



τι νομίζεις πως είναι η ζωή;
ένα πεδίο μάχης με χιλιάδες θύματα
με χιλιάδες ασύμμετρες απώλειες,
με πόνο γεννιέσαι, με πόνο μεγαλώνεις,
μια κραυγή και μετά ακολουθούν οι άλλες,
πονάς εσύ
πονάει κι αυτή,
στον κόσμο έρχεσαι γονατιστός να περπατάς,
γονατιστός να ζεις, να ανασαίνεις, να βογκάς
στον ήχο χιλίων ταμπούρλων,
κυμβάλων, κιθάρων και τρομπέτων
που δοξάζουν τον Υιό
εσύ βογκάς και κλαις
το ίδιο κι αυτοί,
κι η πλάση όλη αναρωτιέται
τι τάχα να ειναι η ζωή;
δεν μιλάς, κοιτάς το φως κι ελπίζεις
τη θαλπωρή πως θα βρεις
σε μια μοναδική αγκαλιά,
νανούρισμα χαμηλών συχνοτήτων
χαϊδεύει τ' αυτιά σου
να μην ακούσεις τον βρυχηθμό του θηρίου,
τον ήχο χιλίων διαβόλων που σέρνουν χορό,
το τρίξιμο της πόρτας,
την παγωνιά που σκεπάζει την ψυχή,
πονάς εσύ γονατιστός,
πονούν κι αυτοί,
τι νομίζεις πως ειναι η ζωή;
σκυφτός αρχίζεις να ακούς,
ποτέ δεν μιλάς, μιλούν αυτοί,
χάνεσαι στον κόσμο των άπειρων μοναξιών,
βροντές δεν ακούς, κλείνεις τ' αυτιά
να δεις τη σιγή,
να δεις τον λυγμό,
το δάκρυ που κυλά καυτό,
γεννήθηκες με πόνο,
το ίδιο κι αυτοί,
τι τάχα νομίζεις πως ειν' η ζωή;
μεγαλώνεις, αισθάνεσαι την αλλαγή,
το σώμα αλλάζει μα όχι η ψυχή,
ζητάς το έλλογο άτι πλουμιστού ουρανού,
το χλιμίντρισμα ακούς,
τ' ακούν κι αυτοί,
μα είναι τα άλογα της αποκάλυψης
που φρίκη σκορπούν μεσ' τη σπηλιά
που διάλεξες να ζεις,
ηχεία βροντούν, τα κλείστρα οπλίζουν,
θόρυβος γίνεται, μεγάλο θανατικό,
χαμένοι παράδεισοι, όνειρα σάπια,
οπτασίες ολέθρου σ' οδηγούν
σε ψευδαισθήσεις, κάλπικες απολαύσεις,
παλεύεις να δεις,
παλεύεις να βρεις,
το ίδιο παλεύουν κι αυτοί,
τι τάχα νομίζεις πως είναι η ζωή;
μια στιγμή γελάς κι έπειτα κλαις,
το ίδιο κλαίνε κι αυτοί,
σφιγμένοι καρπό με καρπό,
σώμα με σώμα,
ψυχή με ψυχή,
ο όλεθρος θάρθει, ποτέ δεν αργεί,
μαζί ξεπροβάλλει, με σαρκασμό, συντριβή,
διότι γι αλλού ξεκινάς κι αλλού θα βρεθείς,
το χρώμα του νούφαρου ποτέ δεν θα δεις,
στον βράχο η ανεμώνη χλωμή σε θωρεί,
το μαύρο ρόδο σε ψάχνει να δει
αν ξέρεις το χρώμα ή μόνο οσμή,
μαραμένες μαργαρίτες δεν μπορεις πια να μαδάς
ποτέ σου δεν θάβρεις , ποτέ δεν θα δεις
το κονσέρτο των άστρων,
την ουράνια μουσική
απόκληρων αγγέλων,
χαμένων ψυχών,
αυτόχειρων και ποιητών,
τους στίχους μισείς
γιατί δεν ξέρεις να ζεις,
το ίδιο κι αυτοί
κι όλο αναρωτιέστε
τι τάχα να είναι η ζωή;
εγκλωβισμένες υπάρξεις,
εγκιβωτισμένες ελπίδες,
βυθισμένα όνειρα,
αγάπες χαμένες,
καρδιές σπαραγμένες,
τον κόσμο σαρώνουν ουσίες φτιαγμένες
απ' ότι είσαι εσύ,
απ' ότι είναι κι αυτοί
και, διαρκώς, ρωτάτε, τι τάχα να ειν' η ζωή;
ποτέ δεν θα μάθεις τι είναι αυτό
που χαρίζει το φως,
ποτέ δεν θα μάθουν κι αυτοί,
βυθισμένοι στη λήθη
ξεχνούν τη ζωή,
στον κήπο της Κίρκης τα πάντα θα βρεις,
παρθένα όνειρα, ελπίδες στιγμής,
λατρείες παράξενες, οράματα κάθε εποχής,
απληστία και φθόνο,
μίσος κι οργή,
τρυγάς δηλητήρια εικόνας καρπών,
βουτάς σε σύννεφα,
σε λίμνες γαλάζιες,
σε αφρό θαλασσών
στ' απείρου χλιδή
μα λασπωμένος θα βγεις
το ίδιο κι αυτοί
και πάντα θα λέτε
τι τάχατες να είναι αυτή η ζωή;
δεν ζεις, επιβιώνεις,
το ίδιο κι αυτοί
μα ποτέ δεν θα μάθεις τι ειν' η ζωή!

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Η ΠΥΞΙΔΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ






(σε όλους εσάς που νοιώθω πάντα κοντά μου)

Η πυξίδα του κόσμου
δεν μας δείχνει βορρά,
ολοένα γυρίζει
ποτέ της δε σταματά,


δύο μύτες χωμένες
σ' ένα σκεύος μικρό
διαρκώς μας θυμίζουν
πως η γη είν' εδώ,

η πυξίδα του κόσμου
ολοένα γυρίζει
τους καημούς που φορτώνει
δεν μπορεί να ρυθμίζει,

δεν μπορεί πια να δείξει
του βορρά που ' ν ' το σπίτι,
και για στίγμα δεν βρίσκει
μοναχό αποσπερίτη,

τριγυρίζει και ψάχνει
το χαμένο της ταίρι
εκείνο που της έδειχνε
που να στησει καρτέρι,

η πυξίδα του κόσμου
δεν μπορεί να σταθεί
τον Βορρά να μας δείξει
και ας έχει χαθεί

σε βαλτότοπους μαύρους,
σε θολά απονέρια,
σε νερά μολυσμένα
απ' ανθρώπινα χέρια.

Περασμένες αγάπες
προσπαθούν να της δείξουν
όλα εκείνα που θά'πρεπε
την ορμή της να τρίξουν,

περασμένες αγάπες
στον βοριά ξεχασμένες,
περασμένες αγάπες
μεσ' στη λήθη χαμένες,

του ονείρου φιγούρες,
μακρυνές οπτασίες
που ποτέ σας δε φύγατε
δε φοβάστε θυσίες,

αγκαλιά με το έναστρο,
το απέραντο σύμπαν,
μια θρηνείτε, μια χάνεστε,
μια γελάτε στο κύμα,

περασμένες αγάπες,
ο μαγνήτης του νόστου,
είστε σεις τροχιοδρόμοι
στην πυξίδα του κόσμου,

η πυξίδα του κόσμου
δεν μπορεί να σταθεί
αν σε βήματ' αγάπης
μοναχή δεν χαθεί,

η πυξίδα του κόσμου
θα σταθεί στο βορρά
μοναχά αν ακούσει
της καρδιάς ουρλιαχτά!

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

ΚΟΣΜΟΣ





σ' ένα κόσμο ανάπηρο, σ' ένα κόσμο σακάτη
στη ζωή ανηφορίζεις, ζεις σκυφτά στην απάτη,
σ' ένα κόσμο που ολονυχτίς στον Ηρώδη θυσιάζει
όπου το βρέφος γενιέται να σφαχτεί κι ας ουρλιάζει,


σ' ένα κόσμο που στον ήλιο γυρίζει την πλάτη,
σ' ένα κόσμο οπού τον ξένο ονομάζουν αντάρτη,
σ' ένα κόσμο που γυρνά με σπασμένα ισχία,
σ΄ ένα κόσμο φευγάτο σε μια πλάνα ευδαιμονία,

σ' ένα κόσμο που θωρεί βασιλιάς πως θα γίνει
που διαρκώς συσσωρεύει και ποτέ του δε δίνει,
σ' ένα κόσμο που βαδίζει θολωμένος στη στάχτη
που δεν ξέρει η Σελήνη ειν' η άλλη Αστάρτη,

σ' ένα κόσμο όπου το γέλιο έχει πλέον χαθεί,
όπου στρατιές αλωνίζουν και σφαγιάζουν τη γη,
σ' ένα κόσμο που φαντάζουν διαρκώς Κρανίου Τόποι,
σ' ένα κόσμο που οι μανάδες δεν ειν' πλέον ανθρώποι,

μεσ' τον κόσμο π' ανασταίνουν όσοι έχουν μαυσωλεία,
μπρος στο χρήμα η ψυχή σου γίνετ' εύκολη λεία,
μεσ' τον κόσμο που παντού τριγυρνούν σαλτιμπάγκοι,
που οι παλιάτσοι γελάνε για να κλάψουνε άλλοι,

σ' ένα κόσμο που αστέρια δεν κοιτάζει τη νύχτα
που γερνά και πηγαίνει αναπαράγωντας ίδια,
που στο βούρκο γεννάει και στον βούρκο πεθαίνει
που ποτέ δεν θα μάθει τη ζωή ν' ανασταίνει,

σ' ένα κόσμο παγίδα μεσ' του νέφους τη λήθη
όπου ο Ορφέας δεν θα δει τη χαμένη Ευρυδίκη,
σ' ένα κόσμο γεμάτο κλινικές, φυλακές για σχολεία
όπου αγύρτες ουρλιάζουν διεκδικώντας βραβεία,

μεσ' τον κόσμο όπου τύμβοι ξεπροβάλλουν διαρκώς,
και μαζι τυμβωρύχοι ξεσκαλίζουν το φως,
σκάβουν, ψάχνουν, ματώνουν, πονούν και ουρλιάζουν,
διαρκώς αναζητούν Αυτό στο οποίο θα μοιάζουν,

σ' ένα κόσμο με φώτα που τη νύχτα θαμπώνουν,
σ' ένα κόσμο που τη μέρα ποιητές πια σκοτώνουν,
σ' ένα κόσμο που'χει βγει παγανιά με το χάρο
για να κάψει βιβλία, πυρωσιά να κρατήσει
για να κάψει τον Άλλο,

στη μασχάλη κρατάς τον Μπωντλέρ και διαβαίνεις,
στο Παρίσι του Μπένγιαμιν νοσταλγεις ν' ανασαίνεις,
κι αν στα σύννεφα πέρα αναζητάς συντροφιά
ισως βρισκεις ελπίδα στου Κόλριτζ, του Μπλέικ και του Σέλευ
τα καταραμένα γραπτά,

με το βλέμμα θολό και σκυφτός σαν αλήτης
τριγυρνάς μεσ' τους δρόμους του πλανήτη της θλίψης,
αγκομαχάς και βαδίζεις μ' ένα βήμα σπασμένο
με τα χέρια παράλυτα, το μυαλό ναρκωμένο,

μεσ' τη μέγγενη σφίγγεται συνεχώς η ζωή σου,
σ' ένα κόσμο που γελάς για να κλαίει το παιδί σου,
σ' ένα κόσμο που σχίζει-φρένα διαρκώς η μανία
στης απόλαυσης ζεις τη διαρκή αγωνία.

αγωνία προς θάνατο, αγωνία για το τέλος
αυτό που'ρχεται αναβάτης, σε στοχεύει με βέλος,
σαν τους δούλους ανάποδα σε σταυρώνει ξανά,
στο κορμί σου βυθίζει πυρωμένα καρφιά,

όμως ξέρεις καλά κ' ειν' βαθιά ριζωμένο,
σ' ένα βάθος ατέρμονο, σ' ένα όνειρο χαμένο,
πως το βάθος τ' ουρανού δεν ειν' πάντα βαμμένο
με τα χρώματα που'χεις στο λάβαρο πάνω
που κρατάς υψωμένο....

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

ΣΦΙΓΓΟΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ





Τι κι αν είσαι κομμάτια,
τι κι αν είσαι πια μόνος,
τι κι αν σκάει στο βλέμμα
ο δικός σου ο πόνος,
τι κι αν βγήκες στη γη
για κυνήγι θηρίων,
τι κι αν οργανώνεις σφαγή
εκατοντάδων νηπίων,
τι κι αν αίμα στη λάρνακα
τρέχει μεσ' απ' το θόλο
που ο Δίας πια άκαρδα
ξεσκεπάζει στον πόλο
μιας νυχτιάς παγωμένης,
σ' έναν ίσκιο διαβάτη,
μιας μηλιάς μεστωμένης
που δεν νοιάζεται κάτι,
τι κι αν βλέπεις το φίδι
που γοργά σαγηνεύει
τον ανήκουστο κόσμο
που τριγύρω σαλεύει,
τι κι αν είσαι τη νύχτα
σιωπηλος ονειροβάτης,
τι κι αν είσαι μονάχος
στη σπηλιά αναβάτης,
τι κι αν κάτω απ' τη χόβολη
του πιο κρύου χειμώνα
σε ξερνάει η φύση
που γυρίζει λεχώνα
ενός κόσμου που πλάθεται,
ενός κόσμου που πάει,
ενός κόσμου που σκιάζεται
πως ποτέ δε μεθάει,
τι κι αν όρθιος έλυσες
της Σφιγγός το μυστήριο
τι κι αν ήπιες στα χρόνια
π' ακολούθησαν δηλητήριο,
τι κι αν άραξες μόνος
σε απάνεμο στέκι,
τι κι αν κάθε αραξοβόλι
στους αιώνες δεν στέκει,
τι κι αν άκουσες πάλι
τη βουή, την αντάρα,
των κυκλώπων φωνή,
λαιστρυγόνων κατάρα,
τι κι αν φτιάχνεις μονάχος
διαρκώς τόσους μύθους,
τι κι αν είπες πως σκίασες
τους θεούς με τους λίθους
σαν ηφαίστειο που έλαμπε
και τη λάβα πετούσε,
τι κι αν στάθηκες πάντα
στη ζωή εικονοκλάστης
μιας ζωής που φυσούσε
(μεσ' στο στόμα)
ο αιώνιος πλάστης,
τι κι αν γέλασες κάποτε
πριν βρεθεις με τη μοίρα
μα ποτέ σου δεν εκλαψες
κι ας συσσώρευσες πείρα,
για τα πρίν και τα τώρα
και για όσα θα 'ρθούνε,
για όλα όσα τη ζωή μας,
αδιάκοπα σκιάζουν
και διαρκώς τη τρυγούνε,
τι κι αν κρύφτηκες
στ' ουρανού το προσκέφαλο,
τι κι αν είπες πως βλέπεις
ένα πλάσμα ακέφαλο,
ένα σκιάχτρο πλανήτη
της ζωής οδοιπόρο
σε σταθμούς να προσφεύγει
σα δενδρί κωνοφόρο,
τι κι αν είπες πως τάχατες
η αγάπη λυτρώνει,
τι αν σκέφτηκες πως η απώλεια
διαρκώς θα πληγώνει,
τι κι αν είχες μπροστά σου
τον τρανό στρατηλάτη,
τι κι αν μόνος σου έψαξες
για να βρεις την Εκάτη,
τι κι αν γέμισες κάποτε
το στομάχι με πέτρες,
τι κι αν έτρωγες στο μύθο
τα παιδιά σου για μέρες,
τι κι αν έγινες τ' ουρανού καβαλάρης,
τι κι αν πίστεψες, του Φαέθωνα λάτρης,
τι κι αν οσμίζεσαι μεσ' τη σάρκα το κτήνος,
τι κι αν ξέρεις να λικνίζεσαι στου αιώνα το ίχνος,
τι κι αν έκανες το λυγμό σου λειμώνα,
τι κι αν είπες στη Φαίδρα πως θα ζει στον χειμώνα,
τι κι αν έκοψες τη γενιά σου κομμάτια,
τι κι αν έβγαλες του τεράτου τα μάτια,
τι κι αν έκαψες πολιτείες κι ανθρώπους,
τι κι αν ρήμαξες και ορφάνεψες τόπους,
τι κι αν είσαι της μητρός σου καμάρι
η ζωή σε προσμένει να στηθείς στο νταμάρι,
σε προσμένει ν' ακούσεις,
σε προσμένει να νοιώσεις,
σε προσμένει να δεις
των αιώνων τις στρώσεις
των νεκρών που στηθήκαν
κι αναπνεύσαν μολύβι,
των νεκρών που νικήθηκαν
μεσ' το θείο καλύβι
εκεί που η γέννα με πάθος
προσδοκούσε το φως
εκεί Κτήνος γεννήθηκε
κι όχι μόνο Αμνός.
Μια αέναη πάλη
και μιας σταχτης βρουχός
ξαφνικά αναδύθηκε
αναβίωσε ο νεκρός,
σε μιας απόλαυσης άκαρπης,
διαρκούς τραγωδίας,
τους ανθρώπους φοβήθηκε
κι εκρύφτηκε ο Δίας.
Δεν υπάρχει πια μάντης,
δεν υπάρχει πηγή,
το νερό δεν μιλάει,
ο δαυλός ειν' στη γη!!

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

τι να πω





Δεν μιλώ για τη Συρία
ούτε για την Αρμενία,
για το Β. Ιράκ
ούτε και για την Καταλωνία,
δεν μιλώ για τη Ρωσία,
τους ναζί στη Γερμανία,
τις γυναίκες που πουλάνε
κάπου εκεί στην Εσθονία,
δεν με νοιάζουνε οι τάφοι
φοιτητών στο Μεξικό,
δεν μ'ανησυχούν οι κάφροι
που μοιράζουν μερτικό
απ' το εμπόριο των όπλων,
και σκληρών ναρκωτικών,
δεν με νοιάζει η Κορέα
ούτε και το κουρδικό,
δεν μιλώ για τον φασίστα
και για των φτωχών τη λίστα
που ολοένα μεγαλώνει
στη δημοκρατία των ΗΠΑ,
δεν με νοιάζει η ανεργία
κι η σφαγή των γυναικών
κάπου εκεί στη Νιγηρία
ούτε και η μαεστρία
των ευκατάστατων αστών.
Δεν μιλώ για το Σουδάν
ούτε για την Υεμένη
που σφαγιάζεται η καημένη
απ' τον όχλο ισλαμιστών,
τι να πω για Παλαιστίνη,
τι με νοιάζει που'ναι εκείνη
έρμαιο σιωνιστών,
δεν μιλώ για Ουκρανία,
ούτε για Σκανδιναυϊα
ούτε καν για τη Γαλλία
π' όλο τρέφουν το θεριό,
ερπετό με μαύρα ματια
και αγκυλωτό σταυρό,
δεν με νοιάζει στην Τουρκία
ούτε και στη Τυνησία
μα ούτε και στη Κολομβία
το κυνήγι, που'χουν στήσει,
όλων των δημοκρατών,
τι να πω για Αρτζεντίνα,
για Χιλή, μα και για Κίνα,
τι να πω για μια ντουζίνα
που 'χει στήσει χορευτό
στα πλευρά τόσων λαών.
Τι να πω για Κροατία,
για Βοσνία και Σερβία
που με τόση υστερία
το παιχνίδι αναπαράγουν
των γνωστών αφεντικών.
Τι να πω για την Ελλάδα,
την ισχνή την αγελάδα
που βοσκάει στα λημέρια
ξένων και πολιτικών;
Δύο λόγια έχω μόνο
όταν βλέπω τόσο πόνο
στον ανθρώπινο καμβά,
δύο λόγια που πονάνε,
που βαριά καρφιά βαράνε
στους ανθρώπους που βαστάνε
και κοιτάζουνε μπροστά:
"πίσω μην κρυφοκοιτάτε,
κλείστε αυτιά και μη ρωτάτε
πως θα φύγει το θεριό,
μέσα σας γερά κρατάτε,
δώστε δύναμη, βαράτε
και για λάβαρο σηκώστε
ο,τι ανθρώπινο έχει μείνει
στον πλανήτη φυλαχτό"!!