Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Το καλοκαίρι της μελαγχολίας.



Οι ανεμόμυλοι σταμάτησαν τον γύρο τους,
τα πηγάδια στέρεψαν,
τα πουλιά εγκατέλειψαν τα περάσματα
και οι κυνηγοί τα καρτέρια τους.
Οι ψαράδες μάζεψαν τα δίχτυα,
τα κρεμάσανε στους τοίχους
μπας και μπλεχτούνε τίποτα, σκόρπιες, ελπίδες.
Οι βάρκες ξέμειναν δεμένες,
έχασαν το δρόμο της αναχώρησης
και της επιστροφής, ξεχάσανε το ρόλο τους.
Ο ήλιος δεν ζεσταίνει πια,
ό,τι σαρώνει θα το κάψει.
Οι νύχτες του Αύγουστου
δεν έχουνε φεγγάρι,
τα σκυλιά κλείστηκαν σε μαύρες τρύπες,
φοβήθηκαν τις άγριες, ασταμάτητες νύχτες
στις ανθρώπινες ψυχές.
Η θάλασσα ματώνει κάθε βράδυ
στα άχρωμα μάτια των λιγοστών ανθρώπων,
ο άνεμος ξανάγινε κυρίαρχος,
ουρλιάζει με μανία ολάκερο το καλοκαίρι,
στις άγριες ριπές του ελπίζει
να σηκώσει φραγμούς στην πανδημία,
να αποστειρώση την απελπισία.
Οι ξερολιθιές οργώνουνε τον τόπο μας,
ψεύτικη φύση σε ψεύτικους χρόνους.
Τα παιδιά μεγάλωσαν απότομα
κάθε χρόνος τους φορτώνει άλλους δέκα,
οι πλάτες τους λυγίσανε
στο δάκρυ της μητέρας και του πατέρα.
Τα βράδυα τριγυρνούν τα μεθυσμένα όνειρα,
το τραγούδι έγινε μοιρολόι,
το καλοκαίρι έχασε τους χυμούς των φρούτων του,
ζούμε το καλοκαίρι της μελαγχολίας,
τον χειμώνα του θερινού ηλιοστάσιου...