Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Ενα κομμάτι πέτρα.


[στην Πέτρα - τι ειρωνία κι αυτή - με όλη μου την αγάπη]

Κρατάς ένα κομμάτι κάρβουνο,
έχει πάνω του τον ιδρώτα εκατοντάδων δυστυχισμένων,
τον κόπο και το λαχάνιασμα μαύρων ψυχών,
σκάβουν, σκάβουν βαθιά, είναι μέσα στη γη,
ακουν τον πόνο της
εκει που σκαλίζουν το κορμί της, τη ματώνουν
για μια ματαιοδοξία του πλάσματος που ποθεί τα πάντα,
ιδρώτας, κόπος, πόνος, σκόνη
τα πνεμόνια γεμάτα χώμα,
χώμα που άλλους σκοτώνει και άλλους πλουτίζει,
το κοιτάς και λες: "θέε μου πόσα χρόνια;",
πόσα χρόνια η μάνα κλώσαγε το μοναδικό,
ανυπέρβλητο μωρό της,
πόσο καιρό για να πήξει το αίμα της, να γίνει πέτρα,
μαύρο κάρβουνο απέξω και γυαλιστερό κρύσταλλο μέσα.
Το κρατάς και γνωρίζεις ότι από τα ματωμένα χέρια
πήγε στις μηχανές, πήγε στο δημιούργημα του ανθρώπου
αυτό που το έσφιξε, του έκοψε την ανάσα κι άρχισε,
άρχισε τη χειρουργική επέμβαση,
φλούδες απ' το δέρμα του, κομμάτια από τον εαυτό του,
αυτά που ποτίστηκαν με ιδρώτα,
αποχωρίζονται το σώμα του, φεύγουν σιωπηλά,
κόβονται και γίνονται φτιασίδια για τον πόθο,
κι αυτό υπομένει, υπομένει τον μοναχικό πόνο του,
τον πόνο της αποκάλυψης της ασύγκριτης καθαρότητας,
της ψεύτικης ομορφιάς, της άκοπης δημιουργίας.
Τα δάκρυα σταμάτησαν, ορφάνεψε,
το βίασαν, το αφαίρεσαν από τη μήτρα που τρέφει όλους μας,
το έφεραν σ΄ ένα ψεύτικο κόσμο,
το έσφιξαν σε ένα μέταλλο,
κι αυτό αποτέλεσμα ιδρώτα, κόπου κι άγριας μεταχείρισης
της μάνας-γης.
Ξέρει τη μοίρα του, κάποιο δάκτυλο, κάποιο χέρι,
σε στιγμές απληστίας που άλλοι ονομάζουν συναίσθημα
θα κυκλοφορεί νύχτες για να το περιεργάζονται
ανθρώπινα μάτια που δεν γνώρισαν τα σπλάχνα που το γέννησαν,
θα γίνεται αντκείμενο συζήτησης, ονείρων, ψεύτικης ευτυχίας
και ποτέ, μα ποτέ
κανείς δεν θα γνωρίσει την πραγματική του αξία.
Την αξία αυτού που κρύβει μέσα του, αυτού που πραγματικά
θαμπώνει τον απλό άνθρωπο, την αγνή ψυχή,
την αξία του ακατέργαστου διαμαντιού!
Να βλέπεις το κάρβουνο απέξω και το διαμάντι μέσα!

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Το πιο όμορφο ποίημα


Στο χαρτί γράφεις λέξεις, λέξεις για άλλους,
Έτσι το πιο όμορφο ποίημα θα είναι γι άλλους,
θα ‘ναι γι αυτούς που είναι απέναντι
αυτούς που ζουν τη ζωή τους, χωρίς ζωή.
Πήρα χώμα κι έπλασα σώμα,
Του έβαλα, φυσώντας, ψυχή
Δεν σκέφτηκα, όμως, την καρδιά,
Πάλεψα με ιστούς, φλέβες κι αρτηρίες.



Έφτιαξα ένα τέλειο όργανο,
Οι παλμοί του γκρεμίζουν κάστρα,
Διώχνουν σύννεφα, βροντές κι αστραπές,
Ανεβαίνει ανηφόρες χωρίς ανάσα,
Πιστεύει πως ανήκει σε μένα,
Ψηλά στα ουράνια, προσπαθεί ν’ αγγίξει τ΄άστρα
(της είναι τόσο γνώριμα).
Αίμα, αίμα παντού, ροή αίματος,
Μυρωδιά αίματος, ασταμάτητα χτυπάει.
Τη ζωγραφίζουν στους τοίχους, σε χαρτιά,
Της στήνουνε αψίδες, ορκίζονται στ΄ όνομά της,
Περιδιαβαίνουν στα περιβόλια και τρυγούν τους καρπούς της
Αλλά δεν γνωρίζουν…..


Είναι εύθραυστη, σπάει σε χίλια κομμάτια,
Όταν σας χώρισα πήρα κάτι κι από τους δύο σας,
Ένα κομμάτι εδώ, ένα εκεί,
Αν συναντηθούν, αν το έχω προβλέψει,
Θα έρθουν σε μένα, η αγκαλιά τους θα σταματήσει τη ροή
Του αίματος.
Αν δεν βρεθούν ή, αν συναντηθούν αλλά
Παραμείνουν χωριστά,
Η αιμορραγία θα πλημμυρίσει το σύμπαν,
Θα τσαλαπατηθούν, θα περπατήσουν πολλοί
Πάνω στο αίμα, κι αυτό θα μαζέψει τ’ αποτύπωμα
Από τα πόδια που το περιφρονούν,
Από το εφήμερο, το ευκαιριακό, το ανείπωτο.
Θα ζουν για πάντα ζωντανοί-νεκροί, απόκληροι του παράδεισου,
Ποτέ δεν θ’ αγγίξουν τ’ άστρα, ποτέ δεν θα δουν την αυγή.
Ποτέ δεν θα νοιώσουν τον κορεσμό της αγάπης,
Τον παλμό που τους δίνει ο έρωτας.


Το πιο όμορφο ποίημα γράφεται για άλλους,
Αλλά εγώ δημιούργησα την καρδιά,
Απ’ αυτή ζείτε, μ’ αυτήν αναπνέετε.
Αν πρόβλεψα να συναντηθείτε, δεν θα χωρίσετε ποτέ!

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Γυναίκα





Άνοιξε  τα μάτια και σε κοίταξε,
Χάθηκες στην κόρη των ματιών,
Θυμήθηκες χρόνια στοργής, χρόνια περασμένα,
Θυμήθηκες το θυμάρι πως μύριζε στους άγριους βράχους,
Το τσαμπί με το σταφύλι που ξεγύμνωνες σιγά-σιγά,
Τους πρώτους ήχους της καρδιάς σου
(τότε που για πρώτη φορά τους άκουσες),
Θυμήθηκες το ραντεβού που είχε ο ήλιος που δύει με το φεγγάρι,
Ξανάνιωσες την αρμύρα των κυμάτων στην πρώτη σου επαφή με τη θάλασσα,
Την πρώτη σου έκσταση μπροστά σε ήχους που λάτρεψες,
Τα πρώτα βήματα στον κόσμο!

Ακούμπησες τα χείλη της,
Αισθάνθηκες τη ζήλεια των θεών,
Το απάνεμο λιμάνι όπου έδεσες τη ψυχή σου,
Το λατομείο των ψυχών που σκάλιζαν την πέτρα
Γιατί δεν πρόλαβαν,
Είδες τα σύννεφα να φορούν τα γιορτινά τους,
Τα δέντρα να βλασταίνουν πιο γρήγορα,
Είδες τα άνθη μεσ’  το καταχείμωνο,
Τη γη να βράζει, το σώμα της να γεννοβολά πύρινα ποτάμια,
Θυμήθηκες  τις πρώτες ώρες μιας ατέλειωτης αγωνίας
Σε μια ζωή δίχως νόημα, δίχως τέλος.
Ξεπέρασες το άπειρο επειδή είχε όρια
Κι αυτά σέρνονταν στη μοναξιά του σύμπαντος.

Χάιδεψες το κορμί της,
Ήσουν  ο νικητής στην πάλη με τον θάνατο,
Το στόμα σου πλημμύρισε αίμα, αισθάνθηκες τη γεύση του
Αλλά και τη γλυκύτητα των ορφανών ματιών,
Η επαφή σού στέρησε τον Λόγο,
Αλλά τι, σ’  αυτόν τον κόσμο είναι λογικό,
Μίλησες με τα’  άστρα, με την Ανάγκη που προκαθόρισε τη μοίρα τους,
Οι Μοίρες έστηναν χορό γύρω από το σώμα σου,
Πάλευαν να σε αποσπάσουν από το ανήκουστο,
Το απαγορευμένο, το μιαρό.
Που ακούστηκε ο άνθρωπος να ξεπερνά σε ευτυχία τους θεούς;
Γονάτισες μαζί της, δεν μίλαγες, έψελνες,
Ψαλμούς στο Ασυνείδητο, στο Άδυτο, στο φευγαλέο πέρασμα της Ζωής,
Ήσουν εκεί, τη στιγμή της κοσμογονίας,
Είδες τους κύκλωπες, τους τιτάνες, τους εκατόγχειρες,
Αλλά ήσουν πιο δυνατός, δεν φοβήθηκες,
Είχες το σώμα της στα χέρια σου,
Τα χείλη της στα δικά σου,
Ήσουν εκεί, πρωτόπλαστος μαζί με τη Γυναίκα!

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Αδραξε την ευτυχία

[μια νύχτα, σ' ενα μπαρ, σ' ένα σκοτεινό δρομάκι]

Λοιπόν ποιό είναι το επόμενο βήμα στη ζωή μας;
κοιτάζουμε πίσω,
κοιτάζουμε μπροστά,
θέλουμε να είμαστε έτοιμοι,
έτοιμοι για ποιο πράγμα;
Η θυσία είναι μέσα στο πρόγραμμα,
θυσιάζεις κάτι από τον εαυτό σου,
κομμάτι, κομμάτι και μένεις λίγος
πολύ λίγος.
Κοιτάζεις τα φώτα το βράδυ στην πόλη,
πράσινα, κοκκινα, κίτρινα, λευκά,
αναβοσβήνουν στους χτύπους μιας καρδιάς που κομματιάζεται,
βλέπεις τις κορδέλες ν΄ ανεμίζουν στον αέρα,
βλέπεις την ανοχύρωτη Ύπαρξη,
νοιώθεις την αλλοτροίωση,
τη λαχταρα και τα όνειρα που έκανες παιδί,
βλέπεις πόσο πίσω έμεινες,
ο χρόνος τρέχει κι εσύ κοιτάς πίσω και μπροστά.
Χαμένοι στον παραλογισμό της ζωής
κάνουμε, διαρκώς, μεταγγίσεις πλαστής ευτυχίας,
δηλητήρια στον οργανισμό
επειδή βλέπουμε πίσω και μπροστά.
Ανεβαίνουμε και κατεβαίνουμε κυλιόμενες σκάλες,
σκάλες που κρατάνε σφιχτά δεμένη την ψυχή μας
σ' ένα μηχανισμό που ελέγχουν άλλοι,
σ' ένα μηχανισμό διαρκούς κίνησης,
αν σταματήσει θα πρέπει να προχωρήσεις,
αλλά αυτό φοβάσαι,
φοβάσαι γιατί σκέφτεσαι και κοιτάζεις το πριν και το μετά.
Το πριν πέρασε, άφησε χαραγμένα σημάδια στο κέρινο εκμαγείο
μιας ζωής κατακερματισμένης,
το μετά είναι άγνωστο,
είναι ο νεκροθάφτης των ελπίδων,
κι όμως συνεχίζεις και κοιτάζεις...
Σου έμαθαν ότι όλα είναι αίσθηση, ένα βλέμμα,
σου έμαθαν να περιμένεις τη ζωή στα σκαλοπάτια της ζητιανιάς,
σου έμαθαν ότι το λαμπύρισμα τη νύχτα του έρωτα
είναι ψευδαίσθηση, μια πρόσκαιρη απόλαυση,
μια αναζήτηση που θα σβήσει στο πρώτο φύσημα του ανέμου,
γυρνάς στο σκοτάδι στους δρόμους
και κοιτάς πίσω και μπροστά,
γυρεύεις αυτό που οι θεοί μισούν.
Μια αγκαλιά, ένα φιλί, η αίσθηση της επαφής των σωμάτων,
κλείσε τα μάτια,
η ευτυχία είναι στη στιγμή, είναι μέσα σου
αρκεί να ξέρεις ότι ηρθε η ώρα.
Δεν υπάρχει πριν και μετά.
Αδραξε την ευτυχία σήμερα, τώρα,
οι θεοί μισουν την ανθρώπινη ευτυχία....

στον Παύλο,


ο φασισμός δεν ξέρει τη συμπόνοια,
είναι σκληρό αγκάθι στα πλευρά των ανθρώπων,
δηλητήριο που στάζει σταγόνα-σταγόνα
στη μίζερη καθημερινότητά μας.
Ο φασισμός τρέφεται από το μίσος,
το μίσος του Εαυτού που αναγνωρίζει την ασημαντότητά του
μπροστά στ΄ ολόφωτο σύμπαν.
Ο φασισμός είναι μικρόβιο που τρέφεται από το σύστημα,
από τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε,
είναι η απουσία της αγάπης σ' ένα αποστειρωμένο κλουβί
που κάνουν πειράματα ανθρωπομηχανές.
Ο φασισμός ποτίζει τις ρίζες του στην αδιαφορία,
στη μικροπρέπεια, στην απληστία, στη μισαλλοδοξία,
αποστρέφεται την ίδια την εικόνα του
επειδή βλέπει στο γυαλί τη σκοτεινή πλευρά του,
αυτή που τρέφουμε μέσα στις προσωπικές μας στιγμές,
μέσα στο ψέμμα, στη δυναστική επιβολή μας στην οικογένεια,
στην αδιαφορία για την ανάγκη του άλλου,
στο χαφιεδισμό στη δουλειά,
στη σύλληψη μιας εικόνας του κόσμου
βγαλμένης μέσα από τις αποκρουστικές εικόνες του Ιερώνυμου Μπος,
ο φασισμός είναι η κόλαση στη γη
γιατί ο παράδεισος δεν είναι δική μας επιλογή.
Είναι η φάτνη χωρίς τη μάνα και τον πατέρα,
η φάτνη χωρίς τους μάγους.
Ο φασισμός ανδρώνεται εκεί που το βράδυ μετατρέπεται σε μέρα,
στα θλιβερά υπόγεια, στα πολύχρωμα φώτα των καταστημάτων,
στη δυνατή μουσική που σε αφήνει ν' ακούσεις μόνο το θόρυβο
του οινοπνεύματος που κυλάει στον ουρανίσκο,
του καπνού που σου τσακίζει τα σωθικά,
πυρπολεί την ύπαρξη αφήνοντάς τη μόνη,
σε τσιμεντένια κλουβιά, σε γυαλινα τετραγωνα, σε τοιχους με ντουβάρια
όπου φυλακισαν την ψυχή του ανθρώπου
και τον έκαναν να βιώνει την αιώνια νύχτα.
Στη νύχτα ζεις, στη νύχτα πεθαίνεις.
Οι δυνατότητες επιλογής είναι ελάχιστες
και αν τις επιχειρήσεις θα σε χτυπήσουν μία, δύο, τρεις φορές
μέχρι να πέσεις κάτω,
κι αν συνεχίζεις να επιλέγεις, το αγκάθι γίνεται σταυρός,
ένας μαύρος ακάνθινος σταυρός με περίεργα γυρίσματα.
Τον γυρίζουν στην πληγή κι εσύ ματώνεις,
ματώνεις, ματώνεις, ματώνεις.
Ο φασισμός δεν προπαγανδίζεται,
είναι το ξένο σώμα που ζει σαν παράσιτο στο σώμα μας,
είναι η άλλη πλευρά του ανθρώπου που ζει μέσα στον ξενιστή.
όσο τον τρέφεις, τόσο δυναμώνει...
Μην τον φοβάσαι, δεν ειναι πανίσχυρος,
τσακισέ τον βαθειά μέσα σου πριν σου σαπίσει το Είναι.
Μπορείς να σταθείς όρθιος και μετά τα χτυπήματα,
μπορεί να ματώνεις, να ματώνεις αλλά
αυτό είναι το φάρμακο.
Όρθιος και να ματώνεις,
ο Παύλος μας έδειξε τον δρόμο,
ας μην τον κάνουμε ετήσιο πανηγύρι,
ας ξεκινήσουμε να ματώνουμε........

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Η δύναμη του ονείρου


[στη Ναγια επειδή οι ξεχωριστοί άνθρωποι αξίζουν ιδιαίτερες αφιερώσεις]

Η ψυχή στροβιλίζεται στο συμπαν και αγνοεί την πραγματικότητα, κοιμάται στα σκαλοπάτια των ωδείων λατρεύοντας τον λόγο των οργάνων, ακούει το κτύπημα στο πλήκτρο του πιάνου και συγχρονίζει τον χτύπο της καρδιάς. Στο μεγαλείο της κάνει την υπέρβαση, χάνει τον ρυθμό και δονείται άτακτα, χωρίς ρυθμό γιατί ο ρυθμός είναι η φόρμα και η ψυχή δεν μορφοποιείται, δεν περιορίζεται και δεν περιθωριοποιείται. Η ψυχή χτυπά χωρίς ρυθμό τα πλήκτρα του σύμπαντος, βιώνει τη μοναξιά και μετράει τα αστέρια στον ουρανό. Κοιμάται άγρυπνη στη μοναχικότητά της. Δοξάζει τη δύναμη της πίκρας, το στεναγμό της απελπισίας. Δακρύζει στην αναζήτηση καταφύγιου και συμπορεύεται με τις χαμένες ψυχές. Η ψυχή υπάρχει επειδή λατρεύει την ύπαρξη χωρίς κανόνες, τη δοκιμασία της απόρριψης, το ένστικτο της απομόνωσης. Η ψυχή δουλεύει στους ρυθμούς των δάκτυλων που χαϊδεύουν τα πλήκτρα και τις χορδές των οργάνων. Ερωτεύεται το σύμπαν, τη μελωδία, τον σκοπό, γι' αυτό και αισθάνεται τη μοναξιά της, τη στέρηση της αγάπης, τη θέρμη του κορμιού που θα σε αγκαλιάσει επειδή είσαι η ψυχή και γι αυτό χρειάζεσαι στοργή. Περιδιαβαίνοντας το σκοτάδι, στέκεται στο αντιφέγγισμα της συνείδησης, αισθάνεται πληγές στο Είναι της, αισθάνεται ενοχές, βάρος αβάσταχτο επειδή είναι η ψυχή και αυτή δεν μπορεί να δεσμευτεί, δεν μπορεί να κουβαλήσει το βάρος της ανθρωπότητας. Η ψυχή βυθίζεται στο παράλογο, αισθάνεται την φλόγα που την απειλεί διαρκώς φορτώνοντάς τη με ανεκπλήρωτες δεσμεύσεις. Βουτάει στο άδυτο της απόρριψης επειδή είναι μια ψυχή που ενθουσιάζεται με τον ήχο, με τον παλμό και τη δόνηση λεπτών χορδών. Βιάζεται από την καθημερινότητα αλλά συντρίβει τους βιαστές της επειδή είναι πανίσχυρη, έχει τη δυνατότητα της απόφασης, τη δυνατότητα της άλωσης του μέλλοντος οπως αυτή και μόνο αυτή θα αποφασίσει. Η ψυχή συντρίβεται και αναπλάθεται πιο ισχυρή. Μαθαίνει τη ζωή και τη χειραγωγεί, την ελέγχει. Η ψυχή γίνεται δυνατή, η ψυχή μένει μόνη γιατί έχει συνοδοιπόρους αλλά έχει και φίλους. Η δική της μοναξιά είναι η δύναμη όλων των μοναχικών ψυχών και αναγνωρίζει ότι το να παλεύεις μόνος σημαίνει ότι έχεις σύμμαχους και εκεί ανακαλύπτει την αγάπη.....

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Σπονδές στο ασυνείδητο.


πολλαπλοι κόσμοι σε παράλληλες διαστάσεις,
πλοκάμια της Μοίρας σε χώρους χαμένων πραγμάτων,
η Λήθη δραπέτευσε σε ξένα μονοπάτια,
γλυστρά και σου χαρίζει χαμόγελο, χαμένων θαυμάτων.
Λεπίδα γλυστρά στης ψυχής τον πλακούντα...


μεσ' τον χρόνο χαμένος, δειλός παραβάτης,
στη σκόνη της μέρας αρνείσαι το Άλλο,
χαμένος ο χρόνος, σκληρός αναβάτης
πληγώνει με πάθος, ζωγραφίζει φιγούρες στης ζωής σου το πάλκο.
Γλυκά σε ξεσκίζει για να φτάσει στο βάθος...

πόσος χώρος σου μένει στην καρδιά ν' αγαπήσεις,
πόσος πόνος όταν μόνος τραβάς τα σκληρά μονοπάτια
που σε φέρνουν στο χώρο, αναμνησεις να θρηνήσεις
πριν προλάβει η ζωή να σε κάνει κομμάτια.
Μεσ' απ' το αίμα και τη σάρκα αχνοφέγγει γλυκειά οπτασία...

ειν' η Μνήμη κατάρα, η Ελπίδα φαινάκη,
πόσος χώρος σου μένει στην καρδιά ν' αγαπήσεις,
ποια σονάτα θ΄ ακούσεις για να κλείσεις το μνήμα
μιας ζωής τρικυμίας στου πελάγου τις λάμψεις.
Σκίζει, κόβει και ράβει, η λεπίδα δουλεύει...

δεν υπάρχεις στον κόσμο και ο Άλλος δεν είναι για σένα,
τραγουδάς στο σκοπό που σφυρίζει του Αχέρωντα ο βαρκάρης,
απ' τον άδη ξεφεύγεις και στον άδη γυρίζεις,
πόσος χώρος σου μένει στην καρδιά ν' αγαπήσεις;
Με λαβίδες, εργαλεία, τόσα χέρια δουλεύουν...

είσαι μόνος, χαμένος σ' ενδιάμεσους κόσμους,
σ' ένα χάος στολισμένο με αιώνια στολίδια,
έχεις παίξει κι έχεις χάσει στης ψυχής το παιχνίδι
γιατί παίζει η καρδιά σου, ασήμαντο ρόλο, στης ζωής το σανίδι.
Λίγο ακόμη κι ζωή θ' ανατείλει, βουτηγμένη στο αίμα...

πόσος χρόνος σου μένει στη ζωή ν' αγαπήσεις,
πόσα μέτωπα ανοίγεις τον εχθρό να εμποδίσεις
την καρδιά σου να κάνει κομμάτια, τα σκυλια να ταϊσει.
Κι αν η λύτρωση φτάσει, έχεις πλέον ξοφλήσει.
Νά, προβάλλει η νέα ψυχή, η καρδιά που κτυπάει...

Γονατίζεις, σπονδές να προσφέρεις στη λατρεία του Αγνώστου,
έχεις αίμα στο στήθος, μια καρδιά που στραγγίζει,
μια καρδιά που ρωτάει πόσο χώρο έχει ακόμη στη ζωή ν' αγαπήσει,
μια ψυχή π' ανεβαίνει θυμιατό, στη ζωή που θ' αφήσει.
Κι απ' την άλλη, το αίμα, η πληγή, η σπηλιά που η λεπίδα έχει αφήσει
(αλλ' αυτή δεν την βλέπει κανένας)....