Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Η Αποκάλυψη πάλι.


Στο αυτί μου ψιθύρισε το ερπετό,
μου φύσηξε ο βοριάς κύματα ψύχους,
η θάλασσα μου αποκάλυψε τ' άβατα μυστήριά της
και ο ουρανός, μαινόμενος, μου φώναξε:
Γράψε...


Τυφλός αντίκρισα το σύμπαν,
στους δρόμους του Ωρίωνα είδα τις λαξεμένες πέτρες,
στον αστερισμό της Ανδρομέδας άκουσα τις σάλπιγγες από τις φάλαγγες
των συγκρουόμενων μαινάδων και των πορφυρών στρατιών!
Στην κόμη της Σελήνης αντίκρισα τις οπισθοφυλακές
των τελευταίων λείψανων των Αγίων,
είδα, πέρα στους χαοτικούς γαλαξίες,
το αιματοκύλισμα των Φτερωτών Υπάρξεων,
άσπρα και μελανά φτερά σε κύκλο έναστρου δίνης
έκαιγαν τις Υπάρξεις πέφτοντας σαν μαύρες νιφάδες χιονιού.

Το αίμα των αγγέλων απογαλάκτισε τον Πλάστη
από το Δημιούργημά του,
άκουσα τον επιθανάτιο ρόγχο ενός Αγαθού
που τέμνονταν σε αλυσιδωτούς βρόγχους
σερνόμενης λάσπης και τέλματος,
άκουσα τα ουρλιαχτά των δαιμόνων έξω από το Κάστρο
του μοναδικού κληρονόμου της Αποκάλυψης,
το φτερούγισμα άδειων ψυχών,
τους ασπάλαθους κατακόκκινων κεφαλών
που πρόβαλαν σαν άνθη του Ύστερα, της Λήθης.

Μύρισα τη νωπή αποσύνθεση των γιγάντων και των τιτάνων,
τον βούρκο που πλημμύρισε από χαμένες ψυχές,
το άγουρο χρώμα μιας λαθεμένης ηλιαχτίδας,
τους φρικτούς πόνους της γέννας του τέρατος,
το αμνιακό υγρό και το περιτύλιγμα του λώρου
στην πλάτη Χιμαιρών και Πλασμάτων της Νύχτας.
Η φλόγα της απόκρυφης οσμής του Χάους
έκαψε τα ρουθούνια που οσμίστηκαν την ευωδιά του Θάνατου.

Είδα το δάχτυλο που εμφυσούσε την ψυχή
να κατευοδώνει τα πλάσματα στα Τάρταρα,
είδα τη λεπίδα του κτήνους ν' αστράφτει
στο ματοκυλισμένο πεδίο των απομειναριών
της νύμφης που λησμόνησε να μεταλλαχτεί,
να υπερβεί το γήινο και να ξαναφτερουγίσει
στο πορφυρογάλαζο ατέρμονο σύμπαν.

Είδα τα σφάγια να μουγκανίζουν εναγώνια
εμπρός στο βωμό του Μίσους,
στο Ολοκαύτωμα των ουρανών είδα πλανήτες να γίνονται πλάνητες,
είδα τις Μαύρες τρύπες να ρουφάνε τον αέρα μα και τα σωθικά
μιας Φύσης που πλάγιασε με τον Προκρούστη
σε κρεβάτι πλεγμένο από τα φτερά του Πήγασου.
Είδα τις Βαβυλώνες να ορμάνε για λάφυρα στις εσχατιές της Πλήξης
και τους στρατούς τους να καταβροχθίζονται
από τις Άρπυιες και τις Ερινύες,
είδα το θεϊκό αίμα να λιμνάζει πίσω από το παραβάν
της Ολικής Αποστροφής.

Το Σκότος ολοκλήρωσε την περιφορά του Επιτάφιου,
τα λάβαρα της εκταφής φτερούγισαν ξανά,
παιάνες και ωδές συνόδεψαν τη λατρεία νέων θεών
σφραγίζοντας το φως του ήλιου με μαύρες φλόγες.
Προκατακλυσμιαία όντα ξεπρόβαλαν σέρνοντας
ουρές που ξέσκιζαν τα σπλάγχνα του Ανείπωτου.
Είδα το Έκτρωμα να με προστάζει:
Γράψε,
Γράψε για το θάνατο του Ζώου,
Γράψε για τον θάνατο του άνθρωπου!

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

ΓΙΕ ΜΟΥ...


Πέρασαν μέρες και χρονιές, αγώνες κι αγωνίες,
τα χώματα που ζούμε πια, τρέφονται με θυσίες
αυτών που περπατούν εμπρός και δεν λυγούν ποτέ τους,
αυτών που βίωσαν σκληρά τη ζήση πάνωθέ τους.

Ήσουν μικρό παιδί, μωρό, χωρούσες στην αγκάλη,
ήσουν ανέμελο πουλί,
ψυχούλα αθώα, τρυφερή,
δεν ήξερες τι πα' να πει ζωή και βιοπάλη.

Γιέ μου, στ' αγγελικά τα μάτια σου
έβλεπα τις ελπίδες, τους πόθους μας, τα πάθη μας,
τις πρώτες μας ρυτίδες,
να ζωγραφίζουν πάνω σου τα ξωτικά εικόνες,
να μεταγγίζουν οι θεοί το αίμα τους αιώνες,
να φτερουγίζουν δίπλα σου,
αγγέλοι, φωτεινές σκιές, ξέφωτα μεσ' τα δάση
σ' έναν αγώνα που η ζωή θα 'θελε να δαμάσει
μία καινούργια ύπαρξη,
έναν καινούργιο κόσμο,
μία καινούργια σύναξη
π' ανίχνευε του σύμπαντος
το πρίσμα και τον θόλο.

Γιέ μου, όταν μεγάλωνες, έβλεπα στη ζωή σου
τα ξάστερα τα μάτια σου να δείχνουν την ψυχή σου,
ν' ανησυχείς,
ν' αγκομαχάς,
να ψάχνεις για να βρίσκεις
δρόμους που έκρυβ' η ζωή μην την ανησυχήσεις!

Το γέλιο σου, το κλάμα σου, ο φόβος ο δικός σου
ήταν το άφαντο κλειδί και ο μικρός θεός σου,
ήταν η λάμψη αστραπής μέσα στην καταιγίδα,
ήταν η λήθη της αυγής στα βάσανα που είδα,
ήταν το νέκταρ των θεών,
ο μόχθος του ανθρώπου,
το βάδισμα ανέστιων, αδέσποτων
και άδολων ανθρώπων!

Γιέ μου, μέσα σ' αυτή την κόλαση
έπλασες την ψυχή σου, ατσάλωσες το νήμα της
έφτιαξες τη ζωή σου.
Γιέ μου, στα μιαρά τα πράγματα φάνηκ' η αποστροφή σου,
τράβαγες μόνος σου μπροστά,
άνοιγες νέους δρόμους,
γιέ μου, μέσα στα μάτια σου βλέπαμε τη ζωή μας,
τα λάθη μας, τις έγνοιες μας μα και τη θαλπωρή μας,
βλέπαμε τη μικρή ψυχή,
δειλά να γιγαντώνει,
να στέκεται αδάμαστη
στου πόνου το αλώνι,

γιέ μου τώρα που εισ' ορθός, που μαγνητίζεις τ' άστρα,
γιέ μου μέσα στην ύπαρξη, στη γη την ξελογιάστρα,
σε βλέπω και δεν σκιάζομαι,
δεν τρέμω, δεν κρυώνω.
δεν αλλαλιάζω, δεν πονώ,
δεν τρέχω, δεν ματώνω,
γιατί γνωρίζω πια καλά, στ' ορυμαγδό της μάντρας,
στον ίσκιο τόσων αγωνιστών,
πως μέσα στην αγκάλη μας, μεγάλωσε ένας Άντρας!