Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΦΡΑΓΙΖΩ ΓΕΡΑ







Τα μάτια μου σφίγγω κλειστά,
μ' αμπάρες βαριές τα κλειδώνω,
τον κόσμο χαρίζω σε σας
κρατάω για μένα τον πόνο,


τα μάτια σφραγίζω γερά
με κράμα μετάλλου σφαλίζω,
στη ζήση μου είδα πολλά,
με κάνουν διαρκώς να δακρύζω,

πυρίμαχα βάζω υλικά
οι αχτίδες του ήλιου με καίνε,
κρατάω τα μάτια κλειστά
η φρίκη δε φεύγει μου λένε,

ανταύγειες ιριδίζουσας κόρης
σ' ανήλιαγα θάβω στενά,
ναυάγιου ολόφωτης πλώρης
λοστρόμος δεν θάμαι ξανά,

ματόκλαδα στραφταλίζουν χυτά
στα φώτα δεν θα αντιδράσουν,
γοργόνες θρηνούν γοερά
τα θύματά που μέλλει να χάσουν,

κρατάω τα μάτια κλειστά,
το σκότος πια δεν τρομάζει
μ' αίμα σκαρώσαμε δεσμά
αντίκρυ στη γη π' αλλαλιάζει,

τυφλός μεσ' το φως τριγυρνώ,
απάγγειο δεν βρίσκω στον πόνο
κι αν κάτι θωρώ λαμπερό
με λόγια ευθύς το πληγώνω,

τριγύρω ουρλιάζουν σκυλιά,
ανθρώποι κι αυτοί αλυχτούνε,
τα φώτα που ειν' λαμπερά
δεν τους αφήνουν να δούνε,

στο σβέρκο μια χίμαιρα γνέφει
στους άλλους τρανό προσκεφάλι,
καθένας μας βλέπει αυτό
που ο άλλος με βία διατάζει,

στα υπόγεια χάνομαι, σβήνω,
τους κρότους ακούω και πάω
σ' αυτή τη ζωή δεν θα βρω
ποτέ την τροφή που ζητάω.

Κρατάω τα μάτια κλειστά,
τον κόσμο τον έχω ξεχάσει
ακούω φριχτά ουρλιαχτά
η κόλαση μ' έχει ξεράσει,

κρατάω τα μάτια κλειστά
και τότες, σαν έρθει η μέρα,
σ' απόμακρα μαύρα στενά
το φως θα σηκώσω παντιέρα...

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Ο μικρός "θεός".





Σε είδα στον δρόμο
φορούσες κοστούμι,
γραβάτα σφιγμένη
αγέρωχη μούρη,


βαθειά υποκλίθηκα,
ευχήθηκα για σένα,
σου είπα δυο λόγια
που πήγαν χαμένα,

η σκέψη σου έτρεχε
σε μπίζνες, κομπίνες,
σε πλάνα που έκανες,
για σπίτια, πισίνες,

καινούργια αμάξια,
ποτά και γυναίκες,
γεμάτη η τσέπη
για νάχεις λακέδες,

ξανά θα ξενύχτησες,
ποτό και τσιγάρο
μαζί και μια τζούρα
να κάνεις τον άγιο,

τριγύρω ουρλιάζαν
φωνές απελπισμένων,
της γης κατακάθια,
σε κόσμο χαμένων,

ορθάνοιχτα μάτια
να στρώσεις παρτίδα,
ξανά να ρεφάρεις,
σαβούρα, φτιασίδια,

έχεις πτυχίο
και τιτλους σπουδών,
την κάνεις λαχείο
δεν έχεις θεό,

βαθειά υποκλίθηκα
στο κάλος της νιότης
που κρύβει τον σάπιο,
βρωμερό εαυτό της,

παντού είσαι πρώτος,
παντού φάτσα μούρη,
αέρα σκορπίζεις
γκανίζεις σα γαίδούρι,

μιλάς και ο ήχος
δεν βγαίνει απ' το στόμα,
μιλά το στομάχι
κι η τσέπη κορόνα,

απόψεις για όλα,
οπαδός της δεκάτης,
να ζήσουμε όλοι
συνθήματα απάτης,

λόγια παρμένα
και κούφιες ιδέες,
φιλελεύθερος είσαι
μα όχι παρέες,

δικαιώματα, ισότης,
παντού ευκαιρίες
μα κρύβεις τις τόσες
κρυφές σου απληστίες,

κλωτσάς τον ζητιάνο,
προσπερνάς το σακάτη,
τον άστεγο βλέπεις,
τον φτύνεις στο μάτι,

γεμίσαμε ξένους
που τρων τα σκυλιά μας,
δεν τρώνε τα βράδια
παϊδια απ' τ' αρνιά μας,

βαθειά υποκλίθηκα
σε είδα ομπρός μου,
σταμάτησ' η ανάσα μου,
εχάθη το φως μου,

τρελό μεγαλείο
στο κόσμο που ζούμε,
αστός δεν θα γίνεις
θα μπεις σε μουσείο

κι εκεί με τις πέτρες,
σε μια κάποια άκρη,
μικροαστούλη θα βλέπεις
να τρέχει σαν δάκρυ

μια άλλη ιστορία,
μια άλλη σαγήνη
που ποτέ δεν σου έδωσε
ο,τι θάθελες να γίνει,

μπροστά σου θα σκύβω,
βαθειά θα σαρκάζω
γιατί στη ζωή μου
ποτέ δεν σου μοιάζω.....




Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Bez bojnik (χωρίς θεό)










Ξέφτισαν φλέβες τ’ ουρανού,
φολιδωτές ανταύγειες,
στ’  άναρχο σύμπαν άριες
ενός μικρού θεού,

μαύρο το πέπλο της αυγής
στο πέλαγο αγκαλιάζει
του Αιγέα το αγιάζι
άσπρα πανιά μετατροπής,
τον γιο που δε θα ξαναδείς,

άσπρο και μαύρο δεν χωρούν
στην πλουμισμένη κόμη
στην αρπαγμένη κόρη
στ’  άδυτο τραγουδούν,

αρχάγγελοι μ’ αστραφτερές
πανώριες πανοπλίες.
αρπάζουνε τις λείες
με πράξεις δολερές,

τ’  ανάκρουσμα του  παγετού
άκομψες ελεγείες
και στείρες ψαλμωδίες
στα ύψη του Ιαπετού,

θολώνει η κρίση των θεών
ο Εγκέλαδος βρυχάται,
ο Όσιρις  λυπάται
το πάθος των φτωχών,

ψηλά ανεμίζει η Τορά,
τ’  άμφια  φτερουγίζουν
τα ερπετά θροΐζουν
ήχους του Γολγοθά,

χιλιάδες αρμενίζουνε
πλασμάτων ξένων τα σκαριά
ο Ουρανός  κοιλοπονά
με πέτρες τον γεμίζουνε,

οι λεγεώνες έρχονται,
φοράνε προσωπίδες,
καλύπτονται μ’ ασπίδες
ο Άρης τους γελά,

μαύρος ο κάματος, βαρύς,
αιώνιο μονοπάτι,
το κάλυψαν μ’  απάτη
σταυρώθηκε η γης,

ολούθε φτερουγίσματα,
ορφάνεψαν οι ουρανοί,
λουφάξαν’ όλοι οι θεοί
στους τάφους για κτερίσματα,

μαρμάρινη η κεφαλή
του δύστυχου Περσέα
ποια δύναμη μοιραία
τη Μέδουσα καλεί;

Άσπρος ο λάκκος ζωντανών
θαμμένων μεσ’ το θάμπος
και στον αχό τους, σάμπως
λύτρωση των νεκρών,
κοινός είναι ο τάφος…

Ο Φοίβος αποσύρθηκε
σ’  απόκρυφο αλώνι
π’  ακρίτας δε σιμώνει,
ο Χάρος δεν νικήθηκε
ποτέ απ’  τη ζωή..

Αρχαίοι κι ύστεροι θεοί
κλειστήκαν σε σφαγεία,
τ’ ανθρώπου ‘γίναν λεία
προσμένουν τη θανή,

χωρίς θεό πολέμησαν
στην Τροία οι Μυρμιδόνες,
χωρίς θεούς στηθήκανε
στον κόσμο οι αγχόνες,
χωρίς θεό εγέμισαν
με άταφα  κουφάρια
του Ρουρ οι πεδιάδες,
στις στέπες στήσαν’ δάδες
για όσους πολεμούν,

για όσους εκληθήκανε
ν’  ανάψουνε λαμπάδες
και να καούν χιλιάδες
να κλείσει η πληγή,

πουν’  οι θεοί, οι άσωτοι
ξόανα ξεχασμένα,
σαρκία ξεσκισμένα,
στο Στάλινγκραντ  γλεντούν,

χιλιάδες έσπειρε νεκρούς
τ’  ανθρώπου η αγέλη,
το φίδι ξαναφάνηκε,
το φίδι ξαποσταίνει
στην πλάτη όλων των θεών,
στην πλάτη των αχρείων
που ξανακάνουνε τη γη
αρένα των θηρίων…

(στη μνήμη C. Malaparte)


Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ


Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες ζωη



τι νομίζεις πως είναι η ζωή;
ένα πεδίο μάχης με χιλιάδες θύματα
με χιλιάδες ασύμμετρες απώλειες,
με πόνο γεννιέσαι, με πόνο μεγαλώνεις,
μια κραυγή και μετά ακολουθούν οι άλλες,
πονάς εσύ
πονάει κι αυτή,
στον κόσμο έρχεσαι γονατιστός να περπατάς,
γονατιστός να ζεις, να ανασαίνεις, να βογκάς
στον ήχο χιλίων ταμπούρλων,
κυμβάλων, κιθάρων και τρομπέτων
που δοξάζουν τον Υιό
εσύ βογκάς και κλαις
το ίδιο κι αυτοί,
κι η πλάση όλη αναρωτιέται
τι τάχα να ειναι η ζωή;
δεν μιλάς, κοιτάς το φως κι ελπίζεις
τη θαλπωρή πως θα βρεις
σε μια μοναδική αγκαλιά,
νανούρισμα χαμηλών συχνοτήτων
χαϊδεύει τ' αυτιά σου
να μην ακούσεις τον βρυχηθμό του θηρίου,
τον ήχο χιλίων διαβόλων που σέρνουν χορό,
το τρίξιμο της πόρτας,
την παγωνιά που σκεπάζει την ψυχή,
πονάς εσύ γονατιστός,
πονούν κι αυτοί,
τι νομίζεις πως ειναι η ζωή;
σκυφτός αρχίζεις να ακούς,
ποτέ δεν μιλάς, μιλούν αυτοί,
χάνεσαι στον κόσμο των άπειρων μοναξιών,
βροντές δεν ακούς, κλείνεις τ' αυτιά
να δεις τη σιγή,
να δεις τον λυγμό,
το δάκρυ που κυλά καυτό,
γεννήθηκες με πόνο,
το ίδιο κι αυτοί,
τι τάχα νομίζεις πως ειν' η ζωή;
μεγαλώνεις, αισθάνεσαι την αλλαγή,
το σώμα αλλάζει μα όχι η ψυχή,
ζητάς το έλλογο άτι πλουμιστού ουρανού,
το χλιμίντρισμα ακούς,
τ' ακούν κι αυτοί,
μα είναι τα άλογα της αποκάλυψης
που φρίκη σκορπούν μεσ' τη σπηλιά
που διάλεξες να ζεις,
ηχεία βροντούν, τα κλείστρα οπλίζουν,
θόρυβος γίνεται, μεγάλο θανατικό,
χαμένοι παράδεισοι, όνειρα σάπια,
οπτασίες ολέθρου σ' οδηγούν
σε ψευδαισθήσεις, κάλπικες απολαύσεις,
παλεύεις να δεις,
παλεύεις να βρεις,
το ίδιο παλεύουν κι αυτοί,
τι τάχα νομίζεις πως είναι η ζωή;
μια στιγμή γελάς κι έπειτα κλαις,
το ίδιο κλαίνε κι αυτοί,
σφιγμένοι καρπό με καρπό,
σώμα με σώμα,
ψυχή με ψυχή,
ο όλεθρος θάρθει, ποτέ δεν αργεί,
μαζί ξεπροβάλλει, με σαρκασμό, συντριβή,
διότι γι αλλού ξεκινάς κι αλλού θα βρεθείς,
το χρώμα του νούφαρου ποτέ δεν θα δεις,
στον βράχο η ανεμώνη χλωμή σε θωρεί,
το μαύρο ρόδο σε ψάχνει να δει
αν ξέρεις το χρώμα ή μόνο οσμή,
μαραμένες μαργαρίτες δεν μπορεις πια να μαδάς
ποτέ σου δεν θάβρεις , ποτέ δεν θα δεις
το κονσέρτο των άστρων,
την ουράνια μουσική
απόκληρων αγγέλων,
χαμένων ψυχών,
αυτόχειρων και ποιητών,
τους στίχους μισείς
γιατί δεν ξέρεις να ζεις,
το ίδιο κι αυτοί
κι όλο αναρωτιέστε
τι τάχα να είναι η ζωή;
εγκλωβισμένες υπάρξεις,
εγκιβωτισμένες ελπίδες,
βυθισμένα όνειρα,
αγάπες χαμένες,
καρδιές σπαραγμένες,
τον κόσμο σαρώνουν ουσίες φτιαγμένες
απ' ότι είσαι εσύ,
απ' ότι είναι κι αυτοί
και, διαρκώς, ρωτάτε, τι τάχα να ειν' η ζωή;
ποτέ δεν θα μάθεις τι είναι αυτό
που χαρίζει το φως,
ποτέ δεν θα μάθουν κι αυτοί,
βυθισμένοι στη λήθη
ξεχνούν τη ζωή,
στον κήπο της Κίρκης τα πάντα θα βρεις,
παρθένα όνειρα, ελπίδες στιγμής,
λατρείες παράξενες, οράματα κάθε εποχής,
απληστία και φθόνο,
μίσος κι οργή,
τρυγάς δηλητήρια εικόνας καρπών,
βουτάς σε σύννεφα,
σε λίμνες γαλάζιες,
σε αφρό θαλασσών
στ' απείρου χλιδή
μα λασπωμένος θα βγεις
το ίδιο κι αυτοί
και πάντα θα λέτε
τι τάχατες να είναι αυτή η ζωή;
δεν ζεις, επιβιώνεις,
το ίδιο κι αυτοί
μα ποτέ δεν θα μάθεις τι ειν' η ζωή!

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Η ΠΥΞΙΔΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ






(σε όλους εσάς που νοιώθω πάντα κοντά μου)

Η πυξίδα του κόσμου
δεν μας δείχνει βορρά,
ολοένα γυρίζει
ποτέ της δε σταματά,


δύο μύτες χωμένες
σ' ένα σκεύος μικρό
διαρκώς μας θυμίζουν
πως η γη είν' εδώ,

η πυξίδα του κόσμου
ολοένα γυρίζει
τους καημούς που φορτώνει
δεν μπορεί να ρυθμίζει,

δεν μπορεί πια να δείξει
του βορρά που ' ν ' το σπίτι,
και για στίγμα δεν βρίσκει
μοναχό αποσπερίτη,

τριγυρίζει και ψάχνει
το χαμένο της ταίρι
εκείνο που της έδειχνε
που να στησει καρτέρι,

η πυξίδα του κόσμου
δεν μπορεί να σταθεί
τον Βορρά να μας δείξει
και ας έχει χαθεί

σε βαλτότοπους μαύρους,
σε θολά απονέρια,
σε νερά μολυσμένα
απ' ανθρώπινα χέρια.

Περασμένες αγάπες
προσπαθούν να της δείξουν
όλα εκείνα που θά'πρεπε
την ορμή της να τρίξουν,

περασμένες αγάπες
στον βοριά ξεχασμένες,
περασμένες αγάπες
μεσ' στη λήθη χαμένες,

του ονείρου φιγούρες,
μακρυνές οπτασίες
που ποτέ σας δε φύγατε
δε φοβάστε θυσίες,

αγκαλιά με το έναστρο,
το απέραντο σύμπαν,
μια θρηνείτε, μια χάνεστε,
μια γελάτε στο κύμα,

περασμένες αγάπες,
ο μαγνήτης του νόστου,
είστε σεις τροχιοδρόμοι
στην πυξίδα του κόσμου,

η πυξίδα του κόσμου
δεν μπορεί να σταθεί
αν σε βήματ' αγάπης
μοναχή δεν χαθεί,

η πυξίδα του κόσμου
θα σταθεί στο βορρά
μοναχά αν ακούσει
της καρδιάς ουρλιαχτά!

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

ΚΟΣΜΟΣ





σ' ένα κόσμο ανάπηρο, σ' ένα κόσμο σακάτη
στη ζωή ανηφορίζεις, ζεις σκυφτά στην απάτη,
σ' ένα κόσμο που ολονυχτίς στον Ηρώδη θυσιάζει
όπου το βρέφος γενιέται να σφαχτεί κι ας ουρλιάζει,


σ' ένα κόσμο που στον ήλιο γυρίζει την πλάτη,
σ' ένα κόσμο οπού τον ξένο ονομάζουν αντάρτη,
σ' ένα κόσμο που γυρνά με σπασμένα ισχία,
σ΄ ένα κόσμο φευγάτο σε μια πλάνα ευδαιμονία,

σ' ένα κόσμο που θωρεί βασιλιάς πως θα γίνει
που διαρκώς συσσωρεύει και ποτέ του δε δίνει,
σ' ένα κόσμο που βαδίζει θολωμένος στη στάχτη
που δεν ξέρει η Σελήνη ειν' η άλλη Αστάρτη,

σ' ένα κόσμο όπου το γέλιο έχει πλέον χαθεί,
όπου στρατιές αλωνίζουν και σφαγιάζουν τη γη,
σ' ένα κόσμο που φαντάζουν διαρκώς Κρανίου Τόποι,
σ' ένα κόσμο που οι μανάδες δεν ειν' πλέον ανθρώποι,

μεσ' τον κόσμο π' ανασταίνουν όσοι έχουν μαυσωλεία,
μπρος στο χρήμα η ψυχή σου γίνετ' εύκολη λεία,
μεσ' τον κόσμο που παντού τριγυρνούν σαλτιμπάγκοι,
που οι παλιάτσοι γελάνε για να κλάψουνε άλλοι,

σ' ένα κόσμο που αστέρια δεν κοιτάζει τη νύχτα
που γερνά και πηγαίνει αναπαράγωντας ίδια,
που στο βούρκο γεννάει και στον βούρκο πεθαίνει
που ποτέ δεν θα μάθει τη ζωή ν' ανασταίνει,

σ' ένα κόσμο παγίδα μεσ' του νέφους τη λήθη
όπου ο Ορφέας δεν θα δει τη χαμένη Ευρυδίκη,
σ' ένα κόσμο γεμάτο κλινικές, φυλακές για σχολεία
όπου αγύρτες ουρλιάζουν διεκδικώντας βραβεία,

μεσ' τον κόσμο όπου τύμβοι ξεπροβάλλουν διαρκώς,
και μαζι τυμβωρύχοι ξεσκαλίζουν το φως,
σκάβουν, ψάχνουν, ματώνουν, πονούν και ουρλιάζουν,
διαρκώς αναζητούν Αυτό στο οποίο θα μοιάζουν,

σ' ένα κόσμο με φώτα που τη νύχτα θαμπώνουν,
σ' ένα κόσμο που τη μέρα ποιητές πια σκοτώνουν,
σ' ένα κόσμο που'χει βγει παγανιά με το χάρο
για να κάψει βιβλία, πυρωσιά να κρατήσει
για να κάψει τον Άλλο,

στη μασχάλη κρατάς τον Μπωντλέρ και διαβαίνεις,
στο Παρίσι του Μπένγιαμιν νοσταλγεις ν' ανασαίνεις,
κι αν στα σύννεφα πέρα αναζητάς συντροφιά
ισως βρισκεις ελπίδα στου Κόλριτζ, του Μπλέικ και του Σέλευ
τα καταραμένα γραπτά,

με το βλέμμα θολό και σκυφτός σαν αλήτης
τριγυρνάς μεσ' τους δρόμους του πλανήτη της θλίψης,
αγκομαχάς και βαδίζεις μ' ένα βήμα σπασμένο
με τα χέρια παράλυτα, το μυαλό ναρκωμένο,

μεσ' τη μέγγενη σφίγγεται συνεχώς η ζωή σου,
σ' ένα κόσμο που γελάς για να κλαίει το παιδί σου,
σ' ένα κόσμο που σχίζει-φρένα διαρκώς η μανία
στης απόλαυσης ζεις τη διαρκή αγωνία.

αγωνία προς θάνατο, αγωνία για το τέλος
αυτό που'ρχεται αναβάτης, σε στοχεύει με βέλος,
σαν τους δούλους ανάποδα σε σταυρώνει ξανά,
στο κορμί σου βυθίζει πυρωμένα καρφιά,

όμως ξέρεις καλά κ' ειν' βαθιά ριζωμένο,
σ' ένα βάθος ατέρμονο, σ' ένα όνειρο χαμένο,
πως το βάθος τ' ουρανού δεν ειν' πάντα βαμμένο
με τα χρώματα που'χεις στο λάβαρο πάνω
που κρατάς υψωμένο....

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

ΣΦΙΓΓΟΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ





Τι κι αν είσαι κομμάτια,
τι κι αν είσαι πια μόνος,
τι κι αν σκάει στο βλέμμα
ο δικός σου ο πόνος,
τι κι αν βγήκες στη γη
για κυνήγι θηρίων,
τι κι αν οργανώνεις σφαγή
εκατοντάδων νηπίων,
τι κι αν αίμα στη λάρνακα
τρέχει μεσ' απ' το θόλο
που ο Δίας πια άκαρδα
ξεσκεπάζει στον πόλο
μιας νυχτιάς παγωμένης,
σ' έναν ίσκιο διαβάτη,
μιας μηλιάς μεστωμένης
που δεν νοιάζεται κάτι,
τι κι αν βλέπεις το φίδι
που γοργά σαγηνεύει
τον ανήκουστο κόσμο
που τριγύρω σαλεύει,
τι κι αν είσαι τη νύχτα
σιωπηλος ονειροβάτης,
τι κι αν είσαι μονάχος
στη σπηλιά αναβάτης,
τι κι αν κάτω απ' τη χόβολη
του πιο κρύου χειμώνα
σε ξερνάει η φύση
που γυρίζει λεχώνα
ενός κόσμου που πλάθεται,
ενός κόσμου που πάει,
ενός κόσμου που σκιάζεται
πως ποτέ δε μεθάει,
τι κι αν όρθιος έλυσες
της Σφιγγός το μυστήριο
τι κι αν ήπιες στα χρόνια
π' ακολούθησαν δηλητήριο,
τι κι αν άραξες μόνος
σε απάνεμο στέκι,
τι κι αν κάθε αραξοβόλι
στους αιώνες δεν στέκει,
τι κι αν άκουσες πάλι
τη βουή, την αντάρα,
των κυκλώπων φωνή,
λαιστρυγόνων κατάρα,
τι κι αν φτιάχνεις μονάχος
διαρκώς τόσους μύθους,
τι κι αν είπες πως σκίασες
τους θεούς με τους λίθους
σαν ηφαίστειο που έλαμπε
και τη λάβα πετούσε,
τι κι αν στάθηκες πάντα
στη ζωή εικονοκλάστης
μιας ζωής που φυσούσε
(μεσ' στο στόμα)
ο αιώνιος πλάστης,
τι κι αν γέλασες κάποτε
πριν βρεθεις με τη μοίρα
μα ποτέ σου δεν εκλαψες
κι ας συσσώρευσες πείρα,
για τα πρίν και τα τώρα
και για όσα θα 'ρθούνε,
για όλα όσα τη ζωή μας,
αδιάκοπα σκιάζουν
και διαρκώς τη τρυγούνε,
τι κι αν κρύφτηκες
στ' ουρανού το προσκέφαλο,
τι κι αν είπες πως βλέπεις
ένα πλάσμα ακέφαλο,
ένα σκιάχτρο πλανήτη
της ζωής οδοιπόρο
σε σταθμούς να προσφεύγει
σα δενδρί κωνοφόρο,
τι κι αν είπες πως τάχατες
η αγάπη λυτρώνει,
τι αν σκέφτηκες πως η απώλεια
διαρκώς θα πληγώνει,
τι κι αν είχες μπροστά σου
τον τρανό στρατηλάτη,
τι κι αν μόνος σου έψαξες
για να βρεις την Εκάτη,
τι κι αν γέμισες κάποτε
το στομάχι με πέτρες,
τι κι αν έτρωγες στο μύθο
τα παιδιά σου για μέρες,
τι κι αν έγινες τ' ουρανού καβαλάρης,
τι κι αν πίστεψες, του Φαέθωνα λάτρης,
τι κι αν οσμίζεσαι μεσ' τη σάρκα το κτήνος,
τι κι αν ξέρεις να λικνίζεσαι στου αιώνα το ίχνος,
τι κι αν έκανες το λυγμό σου λειμώνα,
τι κι αν είπες στη Φαίδρα πως θα ζει στον χειμώνα,
τι κι αν έκοψες τη γενιά σου κομμάτια,
τι κι αν έβγαλες του τεράτου τα μάτια,
τι κι αν έκαψες πολιτείες κι ανθρώπους,
τι κι αν ρήμαξες και ορφάνεψες τόπους,
τι κι αν είσαι της μητρός σου καμάρι
η ζωή σε προσμένει να στηθείς στο νταμάρι,
σε προσμένει ν' ακούσεις,
σε προσμένει να νοιώσεις,
σε προσμένει να δεις
των αιώνων τις στρώσεις
των νεκρών που στηθήκαν
κι αναπνεύσαν μολύβι,
των νεκρών που νικήθηκαν
μεσ' το θείο καλύβι
εκεί που η γέννα με πάθος
προσδοκούσε το φως
εκεί Κτήνος γεννήθηκε
κι όχι μόνο Αμνός.
Μια αέναη πάλη
και μιας σταχτης βρουχός
ξαφνικά αναδύθηκε
αναβίωσε ο νεκρός,
σε μιας απόλαυσης άκαρπης,
διαρκούς τραγωδίας,
τους ανθρώπους φοβήθηκε
κι εκρύφτηκε ο Δίας.
Δεν υπάρχει πια μάντης,
δεν υπάρχει πηγή,
το νερό δεν μιλάει,
ο δαυλός ειν' στη γη!!

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

τι να πω





Δεν μιλώ για τη Συρία
ούτε για την Αρμενία,
για το Β. Ιράκ
ούτε και για την Καταλωνία,
δεν μιλώ για τη Ρωσία,
τους ναζί στη Γερμανία,
τις γυναίκες που πουλάνε
κάπου εκεί στην Εσθονία,
δεν με νοιάζουνε οι τάφοι
φοιτητών στο Μεξικό,
δεν μ'ανησυχούν οι κάφροι
που μοιράζουν μερτικό
απ' το εμπόριο των όπλων,
και σκληρών ναρκωτικών,
δεν με νοιάζει η Κορέα
ούτε και το κουρδικό,
δεν μιλώ για τον φασίστα
και για των φτωχών τη λίστα
που ολοένα μεγαλώνει
στη δημοκρατία των ΗΠΑ,
δεν με νοιάζει η ανεργία
κι η σφαγή των γυναικών
κάπου εκεί στη Νιγηρία
ούτε και η μαεστρία
των ευκατάστατων αστών.
Δεν μιλώ για το Σουδάν
ούτε για την Υεμένη
που σφαγιάζεται η καημένη
απ' τον όχλο ισλαμιστών,
τι να πω για Παλαιστίνη,
τι με νοιάζει που'ναι εκείνη
έρμαιο σιωνιστών,
δεν μιλώ για Ουκρανία,
ούτε για Σκανδιναυϊα
ούτε καν για τη Γαλλία
π' όλο τρέφουν το θεριό,
ερπετό με μαύρα ματια
και αγκυλωτό σταυρό,
δεν με νοιάζει στην Τουρκία
ούτε και στη Τυνησία
μα ούτε και στη Κολομβία
το κυνήγι, που'χουν στήσει,
όλων των δημοκρατών,
τι να πω για Αρτζεντίνα,
για Χιλή, μα και για Κίνα,
τι να πω για μια ντουζίνα
που 'χει στήσει χορευτό
στα πλευρά τόσων λαών.
Τι να πω για Κροατία,
για Βοσνία και Σερβία
που με τόση υστερία
το παιχνίδι αναπαράγουν
των γνωστών αφεντικών.
Τι να πω για την Ελλάδα,
την ισχνή την αγελάδα
που βοσκάει στα λημέρια
ξένων και πολιτικών;
Δύο λόγια έχω μόνο
όταν βλέπω τόσο πόνο
στον ανθρώπινο καμβά,
δύο λόγια που πονάνε,
που βαριά καρφιά βαράνε
στους ανθρώπους που βαστάνε
και κοιτάζουνε μπροστά:
"πίσω μην κρυφοκοιτάτε,
κλείστε αυτιά και μη ρωτάτε
πως θα φύγει το θεριό,
μέσα σας γερά κρατάτε,
δώστε δύναμη, βαράτε
και για λάβαρο σηκώστε
ο,τι ανθρώπινο έχει μείνει
στον πλανήτη φυλαχτό"!!

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

ΣΑΡΚΟΒΟΡΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ





σαρκοβόρες καρδιές
με βρύα ντυμένες,
σαρκοβόρες καρδιές
στον χάρο ταγμένες,


σαρκοβόρες καρδιές
πόσα θύματα σκιάζετε
μεσ' τις άδειες νυχτιές
που τις πλάνες μοιράζετε,

σαρκοβόρες καρδιές
που τα κρίνα μαραίνετε,
σαρκοβόρες καρδιές
με τη θλίψη πορνεύεστε,

μεσ' του μαύρου θυμιατού
το λιβάνι ανασαίνετε,
μεσ' τη λήθη γερνάτε
και ποτέ δεν θυμάστε

πως κι εσείς θύματα είσαστε
μιας άγριας απληστίας,
μιας μάταιης θυσίας,
μιας αιώνιας αγωνίας,

σαρκοβόρες καρδιές,
πυρωμένες λόγχες,
κρυμένες οχιές
σε βαλτώδεις λόχμες,

τ' ουρανού αποκαϊδια,
κομήτες π' αστράφουνε
προτού να λατρευτούν,
στ' άπειρο διαγράφονται,

σαρκοβόρες καρδιές
ολούθε τριγυρνάτε,
τριγύρω μάς κολάζετε
κι αιώνια μάς γελάτε,

σαρκοβόρες καρδιές
ο κόσμος μας κατακτήθηκε,
τις άναστρες βραδιές
ο κόσμος μας ηττήθηκε

τότε που πιστεύαμε
πως στ' όνειρου την πλάτη
θάμασταν καβαλάρηδες
μ' ελπίδα ιχνηλάτη,

σαρκοβόρες καρδιές
ολοβραδίς θα πίνουμε,
για πάντα στην υγειά σας,
τη νιότη μας τη χάσαμε,
χάσαμε τη λαλιά μας,

σαρκοβόρες καρδιές,
τρικέφαλοι του Άδη,
άνισα μας νικήσατε
σκορπίσατε σκοτάδι

ποτέ να μη δακρύσουμε,
ποτέ μας να μην πούμε
πως οι δικές μας οι καρδιές
δεν ειν' για να μισούνε...

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

ΔΥΤΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ.







Χαλκευμένα δεσμά μας δένουνε για λίγο με τον ήλιο,
βουτώντας  γνέφουμε  δειλά στο γήινο βασίλειο,
εκεί που όλα χάνονται κι ειν’ όλα νεκρωμένα,
εκεί θα ψάξουμε ξανά ,
εκεί στα άπατα νερά,
μήπως κι  ανακαλύψουμε όλα τα περασμένα,

το φως μ’ ανταύγειες  γλυκερές, σημάδια μιας ζωής,
απλόχερα μας χαιρετά μέσ’ απ’ αφρού
την άκαρπη κι αιώνια προσπάθεια διαφυγής,
από αυτό που του’γραψε η μοίρα να παλεύει,
να σέρνεται, να αλυχτά, να κοπανιέται, να βοά,
σε βράχια απόκρημνα, σκληρά σε ανοιχτές πληγές,

εκεί σε σκοτεινές φωλιές τα όνειρα θα βρούμε,
όλα αυτά που πνίγηκαν μεσ’  σε θολά νερά,
εκεί, στης άβυσσου το φως τίποτα δε θωρούμε
παρά τις πίκρες, τους λυγμούς που βούλιαξαν γοργά,

αχλή η λάμψη των νεκρών, των ξεχασμένων θρήνων,
σαν ψάρι έξω απ’ το νερό αιώνια σπαρταρά,
μεσ’  σε σκοτάδια ανείπωτα  ερωτευμένων στίχων
τον χτύπο ανθρώπινης καρδιάς ακούει και βοά,

είναι  τεράστια η σιωπή που χάσκει μεσ’  το χάος,
μέσα εκεί στ’  ατέρμονο  πλάτεμα του βυθού,
για πάντα θα αιμορραγεί,
για πάντα θα φωνάζει
γιατί την εγκατέλειψαν  στης λήθης τη σιγή.

Δύτες χωρίς καλώδια και δίχως σωληνώσεις
βουτάμε σ’  αφιλόξενα και άγρια νερά,
το οξυγόνο μας λειψό, δεν έχουμε μονώσεις
για να αντέξουμε πολύ σε βάθη παγερά,

κι ολημερίς βουλιάζουμε, σειρήνες μας καλούνε,
και πίσω μας αφήνουμε ό,τι μας ξεπερνά,
βουλιάζουμε και κρύβουμε τα δάκρυα μη δούνε
οι τιμητές που στη ζωή  ψάχνουνε μονάχα τη χαρά.

Ω πλάσματα του έρεβους, εσείς θαλάσσιοι μύστες,
εσείς που χρόνια ολάκερα ξεπλένετε ψυχές,
εσείς, τάχατες πουθενά μεσ’ τη ζωή θωρείτε
από τα βάθη ν’  αναδύονται αλώβητες  στρατιές,

όλων αυτών που χάσαμε,
αυτών που μας σταλάξανε
σταγόνες πορφυρές,
αυτών που αγαπήσαμε
και διαρκώς θρηνούμε,
αυτών, που για χατίρι τους,
αιώνια βουτούμε
σε πέλαγα, σε θάλασσες,
σε δίνες τρομερές;
Αυτών που μας αφήσανε άσκοπα να γυρνούμε
δύτες εμείς, χωρίς πνοή, σε σκοτεινές σπηλιές…

Δύτες, κουφάρια ζωντανά, πλάνητες σ’  ερημιές,
μέσα στο άδυτο σκυφτοί ψάχνουμε σιωπηλά
να βρούμε αυτό που οι ποιητές σε ξεχασμένες ρίμες
στοχάστηκαν κι ονόμασαν  του νόστου η χαρά…

in memoriam





πήρα τηλέφωνο στον παράδεισο (μη ρωτάτε πως, μη ρωτάτε πότε...πολλά μηδενικά, παλιά συσκευή, μεγάλο νούμερο, πολύ οινόπνευμα στο αίμα). Ακουσα τη γλυκειά φωνή της "γειά σου παιδί μου, γιατί είσαι τόσο λυπημένος;". Μάνα μια φορά, για πάντα μάνα! Σε ξέρει απέξω πριν προλάβεις να πεις κουβέντα! "Μάνα της λέω μάλλον έχεις επισκέπτη, μικρό τετράποδο, τεράστια καρδιά! Δεν ξέρω αν εκεί πάνω μιλάτε την ίδια γλώσσα αλλά σίγουρα θα τον καταλάβεις"...
"Για το σκυλάκι σου μιλάς μου είπε; μα ήρθε εδώ και 38 μέρες, χάρμα οφθαλμών, μια κινούμενη καρδούλα, ένα βλέμμα που σε καρφώνει στη στιγμή, σε ακινητοποιεί και σε κάνει να θέλεις να κυλιστείς μαζί του στο πάτωμα. Απ' ότι βλέπω δεν μπορουσε να μείνει εκει κάτω, η τεράστια καρδιά του ήταν μεγάλη για τον κόσμο σας! Μου διηγήθηκε την ιστορία σας. Πόνος, θλίψη, στενοχώρια, αδιέξοδα και αυτός ήταν η επιλογή που έπρεπε να τα θεραπεύσει, αυτός ανάμεσα σε δεκάδες άλλα θα ήταν - έτσι κι αλλιώς - η επιλογή σου. Μικρό, αθόρυβο, ξαφνιασμένο κουτάβι αλλά εσύ άκουσες τον χτύπο της καρδιάς του. Τύμπανα στον ουρανό, άρπα αγγέλων στην άστατη βοή των άλλων κουταβιών. Ηξερε πως θα τον επιλέξεις επειδή αυτός σε περίμενε, σε είχε ήδη επιλέξει. Γι αυτό ήρθε εκεί κάτω"...
Στοχάστηκα και έψαξα στο λαβύρινθο της μνήμης να συνδέσω τα γεγονότα. Ήρθε για να θεραπεύσει, ήρθε για να προστατέψει και να ευλογήσει τον πολύπαθο τόπο της καθημερινότητάς μας. Ήρθε, βγαίνοντας από μια τσάντα πλάτης, μικρός σαν τη παλάμη μου και έπιασε αμέσως δουλειά. Βλέματα και αναταραχή τριγύρω, αφηρημένες σκέψεις, απορημένες εκφράσεις, αιφνιδιασμένες καρδιές. πρώτο βράδυ, μοναχός στο μπαλκόνι και στον μικρό χώρο της κουζίνας. Λέρωνε παντού και μέχρι να συμβιβαστεί με την "ανάγκη", χαμογελούσε ξεδιαντροπα σε κάθε παρατήρηση. Πέρασαν μήνες και μας γνώρισαν τα βουνά, οι παραλίες, η μια αγκαλιά για την άλλη. Πρωινή, καθημερινη υποχρέωση. ξύσιμο και απαιτηση για αγκαλιά....χανόσουν στην ζεστή φωλίτσα που σου πρόσφερα, εγώ, μόνο έγώ.... σε μένα ερχόσουν (υπήρχαν βεβαια και εναλλακτικές λύσεις αν αρνιόμουν τις ελάχιστες φορές που έγινε). Κοιμισμένος, άγρυπνος στη δική μου αγκάλη στοχαζόσουν το ανείπωτο, το αιώνιο, το απέραντο...κανείς δεν μπορουσε να σε ενοχλήσει αυτές τις στιγμές...
"Γιατί ρε μάνα, ρώτησα, γιατί τόσος πόνος, γιατί η απώλεια να χαρακώνει τις υπάρξεις μας διαρκώς και αμείλικτα μέχρι να σε συναντήσουμε, στους τόπους των μακάρων;; και πως να διαχειριστείς τόσο πόνο, τέτοια δοκιμασία;; περίγελος των ορθολογιστών και ανθρώπινα σκεπτόμενων όντων;; γιατί ρε μάνα, τόσος λυγμός, τέτοια αβάσταχτη αναταραχή στο σύμπαν;;;"
Δεν απάντησες, γέλασες και μου είπες ύστερα από λίγα λεπτά: " η αιωνιότητα δεν χαρίζεται, κερδίζεται αλλά το τίμημα είναι βαρύ. Ό,τι κρατάς βαθειά φυλαγμένο στην καρδιά σου θα εμφανιστεί σους ουρανούς, σε μια υπέρτατη Κρίση που θα δείξει αν άντεξες να είσαι Άνθρωπος ή όχι. Αν μπόρεσες να χαλκεύσεις τα δεσμά με το καλό, την ηρεμία, την ολιγάρκεια, την ευδαιμονία!"
τότε και μόνο τότε θα τον ξαναβρείς, να τριγυρνά στους λαμπερούς κάμπους της ευτυχίας, τρέχοντας με τα δυο μακριά του αυτιά να ανεμίζουν σαν μηχάνημα σε μυθιστόρημα φαντασίας, τότε θα ξανάρθει να κοιμηθεί δίπλα σου, να σου ζητήσει απ' αυτό που τρως, από αυτό που αναπνέεις, από την αγαπη που του χρωστάς και δεν προλαβες να του δώσεις! Τότε θα βρεθούμε όλοι μαζί εκεί όπου ο πόνος είπε "γειά", εκεί όπου οι δροσερές σταγόνες του πρωινού γίνονται νέκταρ για τον αθώο, το τέκνο της οργής που δεν πλανήθηκε, τον άπατρη και τον ανέστιο, τον πλάνητα! Εκει γιε μου - είπε και με αποχαιρέτησε - ο Τσάρλυ σου θα γίνει ένα συμπαντικό κορμί με όλες τις ψυχές που ήρθαν εκει κάτω για να σας λυτρώσουν, να βοηθήσουν να ξεπεράσετε τη θνητότητά σας. Τότε το μικρό σκυλί σου θα ζει μέσα σου, θ' αναπνέει και θα στοχάζεται μαζί σου επειδή δεν θα υπάρχει καμία ανάγκη για τη γήινη αγκαλιά. Η ουράνια, μεταφυσική, αναπαράσταση του Εγώ σου θα εμπεριέχει και αυτόν και όσους αγάπησες και σε αγαπησαν ειλικρινά!! Σε περιμένουμε γιέ μου...μη βιαστείς, τα σχέδια γράφονται από άλλους, το πέρας έχει σημασία και εκεί θα μας βρεις όλους, όλους μαζί σε μια συγκέντρωση όπου το κλείστρο που απασφαλίζεται θα στοχεύει μόνο στο κέντρο, στις καρδιές μας, με σφαίρες αγάπης κι ευτυχίας. Μόνο η λύτρωση φέρνει το πέρας και μόνο το πέρας φέρνει το Απόλυτο, το μοναδικό, άφθαρτο και αιώνιο στοιχείο: την Αγάπη. Εδώ θα είμαστε και θα σε περιμένουμε"!
"Ο τεράποδος φίλος σου είναι απόλυτα ευτυχισμένος, κοιτάζει τ' άστρα και θυμάται τη μοναδική ζεστασιά της δικής σου αγκαλιάς¨!
Δεν έκλεισα το τηλέφωνο, ένας αλλόκοτος, θεσπέσιος ρυθμός χιλίων μουσικών οργάνων μου πλημμύρισε το μυαλό, ακούμπησα το ακουστικό και αποκοιμήθηκα στη καρέκλα. Εκει σε είδα μικρέ μου φίλε, μέτραγες τ' άστρα αλλά ήξερες ότι πίσω σου ήμουν εγώ, εγώ που αργά ή σύντομα θα σε ξαναβγάλω βόλτα στα βουνά...χωρίς λουρί αυτή τη φορά επειδή τώρα εσύ θα προσέχεις εμένα να μη χαθώ!!!......

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

ΜΑΥΡΑ ΠΟΥΛΙΑ





Μαύρα πουλιά στοιχιώνουνε τα πιο βαθειά ονειρά μας,
μαύρα πουλιά χλευάζουνε την κάθε μας στιγμή,
μαύρα πουλιά καραδοκούν ν' αρπάξουν τη χαρά μας
αυτή που μας κληροδοτεί η κάθε μας αυγή,


μαύρα πουλιά πετούν ψηλά και γνέφουν στα παιδιά μας
πως τίποτα δεν πρόκειται όρθιο να σταθεί.
Μαύρα πουλιά, κακόψυχα, θρηνούν στο γήτεμά μας
από την ξαφνική κι ελάχιστη ελπίδα στη ζωή.

Πετούν ψηλά και κρώζουνε, άγρια αλυχτούνε,
τη φοβερή τους ύπαρξη, σκιά τους στη ζωή,
μας συντροφεύουν και πουλούν το κρίμα που βαστούμε
απο γενιά τους σε γενιά να μας ακολουθεί.

Μαύρα πετούμενα φρικτά, αιώνιες Ερινύες,
τα σπλάχνα μας ορέγονται κι αιώνια τρυγούν
απ' τον καιρό που στήθηκαν στον Καύκασο αλυσίδες
για να μας κατατρέχουνε και μας τρομοκρατούν,

ω πλάσματα του σκοταδιού, εκτρώματα της θλίψης,
σπήλαια ξεσκαλίζετε στ' ανθρώπινο μυαλό,
ω τέρατα της νόησης, τέκνα της συντριβής,
την ύπαρξη στοιχειώνετε να μη γευτεί καλό,

στην κόλαση του καθενός, σειρήνες του αέρα,
με άγριο φτερούγισμα, άγριο παφλασμό
στης απεραντοσύνης του μυαλου θυμίζετε πατέρα
που με οργή ορύεται, σαρκάζει με θυμό.

Τι τάχατες να φταίξαμε τόσο σκληρά να ζούμε,
γιατι σε κάθε μας στροφή βρίσκουμε τον γκρεμό,
γιατί σε κάθε μας χαρά φτερούγες θ' ανοιχτούνε
να μας θυμίζουν ολοταχώς πως πάμε στον χαμό;

Γιατί ο θάνατος να ζει από την πρώτη γέννα,
γιατί τα πλουμιστά σκεπάσματα να'ναι πλάνα στη ζωή,
γιατί να το πληρώνουμε αυτό που αγαπούμε
με θλίψη, τρόμο, συντριβή την έσχατη στιγμή;

γιατί πλάσματα της νυχτός με τα ορθάνοιχτα φτερά
με σκότος θα καλύπτετε τ' ανθρώπου τη ζωή,
γιατί τη δυσωδία σας θα κρύβετε, την κάνετε σκιά,
γιατί το κάθε ουρλιαχτό κρύβει μία αποστροφή;

αν ειναι η ζωή αυτό που απάνω φτερουγίζει,
αν είναι του ονείρου μας το πέρας το φρικτό,
χίλιες ζωές θα δίναμε να μη σας ξαναδούμε,
χίλιες φορές θ΄ ανάβαμε στην Αγάπη θυμιατό....

Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

ΑΠΩΛΕΙΑ








(στον Τσαρλούκο μας)

αόρατος, απών, τωρα μόνος,
συντροφιά που μας άφησες ο δικός μας ο πόνος,
στα κυμματα σβήνουν τα πικρα μας τα δάκρυα,
μακρυά ατενίζει η καρδιά μας κομμάτια,
ήρθες κι έλαμψε στην ψυχή μας αχτίδα
κι άλλα βάρη κουβάλησες για να δώσεις ελπίδα,
ζωντανοι-πεθαμένοι αγαλλιάσαμε στη φωνή σου
μυστικά δεν μας είπες
τα κρατούσες κλειστα, μοναχός, στη ψυχή σου.
Θαλπωρή, ξεγνοιασιά και εκείνο το χάδι
στο μικρο σου το σώμα λαμπερό μας πετράδι,
αγκαλιές και φιλιά κάθε μέρα στη μέρα
που περνούσε χωρίς ν' ανασαίνουμ' αέρα,
και το βράδυ, καημός μας, συντροφιά στο σκοτάδι
συ γινόσουν το φως μας, το μικρό μας φεγγάρι,
οι καημοί και οι λύπες αυλακώναν το βιός μας
κι εσύ ήσουν πιστός, ο μικρός ανθρωπός μας,
έν' ακόμα παιδί στη δικη μας αγκάλη,
ένα άστρο που θωρούμε διαρκώς να προβάλλει,
μεσ' τη μιζερη, στέρφα και χαμένη ζωή μας
ξαναέβαλες όρια και σκοπούς στη χαμένη υπαρξή μας.
Δεν μας ηρθες σα δώρο καποιανού που γιορτάζει,
ήταν δύσκολη γέννα στη ζωή που καλπάζει,
σ' έν' ατέρμονα κύκλο, σε μια φαύλη πορεία
μας εχάραξες δρόμους, ξαναβρήκαμε νόημα
στο ρολόι του κόσμου που κτυπά με μανία...
Πόνος, πόνος, αβάσταχτη θλίψη
η απώλεια είναι, πάντα, της ζωής μας η στίξη.
Δεν γνωρίζω που πήγες, δεν θα μάθω τι κάνεις,
ένα μόνο προσμένω πότε πίσω θε νάρθεις,
κι αν αυτό είναι μέρος ενός τεράστιου μύθου
τη ζωή μου θα έδινα να ξανάμουν μαζί σου.....

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Διαβάτης






δεν έχω πατρίδα, δεν έχω σημαία,
ελπίδα καμία, καμία ιδέα,
στα άστρα γυρίζω με φθόνο το βλέμμα
γιατί μας θάμπωσαν μη δούμε το αίμα,


βραδιάζει στον πλανήτη,
η νύχτα είναι 'δω και είναι βαριά,
το πέπλο της σκεπάζει
ανθρώπινα ουρλιαχτά,


ο ήλιος κρύφτηκε μακριά, του έστησαν καρτέρι
το όπλο που τον κυνηγά γυρίζει χέρι-χέρι,
λειχήνες, μούσκλα, βρύα κάλυψαν ολάκερη τη φύση
ο παγετός τα σκόρπισε, λουλούδι δεν θ' ανθίσει,


ξαναρχινάει απ' την αρχή τ' ανθρώπου η ιστορία
τότε που ζούσε στις σπηλιές, ούρλιαζε κι ακουγότανε
μόνο απ΄ τα θηρία,
σάπιο, ωμό το κρέας ξέσκιζε, το 'τρωγε κι ορκιζότανε
στους ήχους καταιγίδας, στο φως του ήλιου, στη φωτιά
σ' αυτό που είχε αντικριστά, στη θαλπωρή, στη ζεστασιά,
στα δάκρυα που λίμναζαν σε κάμπους και σε βράχια,
το δίποδο ξεχώριζε γιατί λογάριαζε και έφτιαχνε
όπλα από πέτρινα κομμάτια,


κι ύστερα απ' τη Γένεση, στις άγραφες περγαμηνές
του παντογνώστη Πλάστη,
πήρε μολύβι κι έγραψε με πορφυρό μελάνι
στα βέβηλα κατάστιχα, πως "ό,τι θέλει κάνει",


γυρίζει και ξερνοβολά φωτιά, μίσος, κακία,
ανασκαλεύει μνήματα, τρώει τους άταφους νεκρούς,
γυναίκες, άντρες και παιδιά ξεσκίζει με μανία
για να πουλήσει στον Μολώχ τ' ανθρώπινα στοιχεία,


δεν έχω πατρίδα, δεν έχω σημαία,
ο λάκκος που άνοιξε σφυρίζει μοιραία,
δεν βρίσκω άνθρωπο, μαζί ταξιδιώτη
σ' ένα ταξίδι για κάθε "προδότη",


βραδιάζει στον πλανήτη,
η νύχτα είναι 'δω, απλώνει βαριά,
το πέπλο της σκεπάζει
ανθρώπινα ουρλιαχτά,


γιατί τα παιδιά μου να ζουν στο σκοτάδι,
γιατί να μη νοιώσουν τ' ανθρώπινο χάδι,
γιατί της ψυχής μου οι Πύλες ανοίγουν
και μέσα το Ψύχος διαρκώς φυλακίζουν,


γιατί μαύρα σκότη ξανά μας τυλίγουν,
γιατί οι ζωές μας αρχίζουν και λήγουν
εκεί που διαρκώς, κάποιοι άλλοι προστάζουν,
πως άθλιες θα’ναι και αίμα θα στάζουν,


γιατί τόσες έγνοιες τις πλάτες μας βαραίνουν
πως γι αλλού ξεκινάμε κι αλλού μας πηγαίνουν,
γιατί τα ξερόκλαδα να καίνε τα δάση,
γιατί να μη ζούμε,
γιατί να πεθαίνουμε
στη πρώτη, του φεγγαριού τη σχάση,


δεν έχω μητέρα, δεν είμαι κληρονόμος
αυτού που προστάζει ο ανθρώπινος νόμος,
δεν έχω πατέρα, δεν είμαι σατράπης,
στο σύμπαν αγναντεύω, αιώνιος διαβάτης,


κι αν κάποιος σιγά ψιθυρίσει τ' όνομά μου,
αν κάποιος από λάθος γυρίσει σιμά μου,
τα όνειρα πού'χα, τον κόσμο που έπλασα
βαθιά στα όνειρά μου,
αν κι εγώ δεν ορίζω,
κληρονομιά τον χαρίζω,
σ' εσάς τα παιδιά μου.....