Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Θλιβερότητα.



Η Ευθύνη είναι βαρειά στους ώμους που ξεσυνήθισαν το βάρος. Σε γονατίζει, σου λυγίζει τα γόνατα, χαλάει την ισορροπία του σώματος και του νου. Σου προσφέρει, απλόχερα, την ευκολία να απαλλαγείς από αυτή. Τινάζεις το κορμί (και το μυαλό) και συντρίβεται στην άσφαλτο που πύρωσε στον ήλιο του καλοκαιριού.
Η Αλληλεγγύη είναι μια χίμαιρα που κουλουριάζεται στο μυαλό σου, την έχεις εκεί, σε βασανίζει, σε τρομάζει, θέλεις να της δώσεις χώρο, να την αφήσεις ν' αγκαλιάσει το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζεις. Μάταια, κουλουριάστηκε επειδή τρομάζει με τον εξωτερικό σου κόσμο. Μόλις θελήσει να ξεμυτίσει, φοβερά τέρατα καραδοκούν να την πετσοκόψουν, να της λειώσουν το κεφάλι λες και είναι φίδι δηλητηριώδες. Ο Εγωισμός, η Αναβλητικότητα, η Ρουτίνα, η Ξενοφοβία και η Επανάπαυση σε φτηνές ηδονές φυλάνε τις πύλες του (δικού σου) Αχέρωντα για να μη δραπετεύσει η ψυχή σου με τα φτερά της. Επειδή δεν γνωρίζουν και δεν γνωρίζεις πως είναι η Λύτρωση και όχι η Έχιδνα.
Το Χρέος κατάντησε μικρό, άγονο κομμάτι στο μυαλό που επαναπαύτηκε στη χέρσα γη της Αδιαφορίας. Πάλλεται σαν πολύχρωμη ταμπέλα, φτηνού μαγαζιού, που μαστιγώνεται από τον άνεμο της λύπης. Το Χρέος, αχ αυτό το Χρέος... Βυθίζεσαι στην ταπεινότητα της καθημερινότητας και φοράς, μόνιμα, τα γιαλιά του απρόσωπου Εγώ. Η ζωή σου έγινε πίνακας λογιστικής, ξεφτισμένο κομπολόι για να μετράς, ανάποδα, τις ώρες. Τις ώρες της Ζωής γιατί αυτό που ζεις είναι ο Θάνατος. Ξέχασες ότι οι αριθμοί δεν είναι το χρέος, το χρέος είναι να ζήσεις και να πεθάνεις σαν Άνθρωπος. Αν δεν μπορέσεις, στην Κόλαση των ψυχών, θα γίνεις ένας αριθμός, ασήμαντος, όπως εκατομμύρια άλλοι.
Ο Αγώνας είναι ο πιο δύσκολος αντίπαλός σου. Βρίσκεται παντού γύρω σου, γεύεσαι τον ιδρώτα του, την αρμύρα του αίματός του, τη βαρειά ανάσα του. Νομίζεις ότι ταξιδεύεις μαζί του, ότι είναι εκεί, στη στροφή του δρόμου, πάνοπλος να σε στηρίξει όταν θα βρεθείς αντιμέτωπος με τα τάγματα του σκότους. Βούτηξες τα χέρια σου στα υλικά που νομίζεις πως σε κρατούν δεμένο μαζί του, δεν γνωρίζεις, όμως, ότι αρνήθηκες τον σύνδεσμο με την καρδιά σου, κανένα δέσιμο, καμία επαφή, κανένα συναίσθημα. Η τυφλότητα σε καθοδηγεί μέσα από τις ατραπούς νεκρανάστασης του Εαυτού που δεν πληρώνει κανένα τίμημα.
Η Ανάσταση δέθηκε με τις χειροπέδες της μισαλλοδοξίας, της αυθεντικότητας, της μονομέρειας των χιλιάδων σελίδων που στραγγίζουν μαύρο αίμα. Λάτρεψες τις δικές σου εικόνες, περιχαράκωσες το σύμπαν σε ένα στείρο κείμενο. Έκλεισες τον ήλιο έξω από τον τόπο σου υψώνοντας τείχη Ευαγγελίων που ευαγγελίζονται τον θάνατο, τον μαρασμό της φυσικής νεότητας, το θαύμα της γονιμότητας. Είσαι βαθύτερα φυλακισμένος από αυτούς που θέλεις να σώσεις.
Άφησες τον θάνατο να αλλώσει την ψυχή σου. Η Σκέψη και το Πνεύμα έγιναν απόκληροι μιας ράτσας που τρώει τις σάρκες της. Αλλοτροιώθηκες, έγινες αυτό που επιθυμούσε ο δεσμώτης σου, απέστρεψες το βλέμμα από τον καθρέπτη για να μην τρομάξεις από τα απίστευτα γηρατειά σου, από το σαπισμένο κορμί σου. Περπατάς χαμένος, απαγγέλεις τσιτάτα, κρατάς λάβαρα, κραυγάζεις συνθήματα, πέφτεις πάντοτε στην ίδια παγίδα επειδή ποτέ δεν κατανόησες ότι η εξέγερση και η επανάσταση γίνονται, πρώτα απ' όλα, απέναντι στον Εαυτό. Απέναντι σε αυτό που νομίζεις πως σου ανήκει!

(ποτέ δεν θα ανατρέψουμε τον Ιανταλμπαώθ, αν δεν τον συντρίψουμε, πρώτα μέσα μας - Ανατολ Φρανς, "Η επανάσταση των Αγγέλων")

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Η πρώτη νίκη

Στον Κ. ΣΑΚΚΑ (ελάχιστη συνεισφορά)

Ανοίγω τη ζωή και βλέπω μαύρο,
αλλάζω τα κανάλια της αξιοπρέπειας και βλέπω μαύρο,
ρυθμίζω τις συχνότητες του ρατσισμού, ξανά μαύρο,
μαύρο ξεχυλίζει η ψυχή των συνανθρώπων μας,
μαύρο δείχνουν όλα τα παράθυρα στην τηλεόραση
(μαύρο ωραίο, εξευγενισμένο, ύπουλο)
συντονίζομαι στο μαύρο των εφημερίδων
και βλέπω μαύρες ψυχές να πουλιούνται για πολύχρωμα χαρτονομίσματα,
ανοίγω το παράθυρο, το μαύρο είναι παντού,
σου καίει τη μύτη, τα σωθικά, σε κάνει να λιγοθυμάς,
μιλάω στους ανθρώπους και απαντούν με χρώμα: μαύρο,
το σπιτάκι κι ο καναπές μαύρισαν από το ατομικό σου μαύρο,
το μαύρο της απραξίας, του εγωϊσμού, της έγκλειστης εγωπάθειας.
Στους δρόμους, το βράδυ, τα φώτα είναι μαύρα... η νύχτα φωτίζει τον κόσμο μας
κι οι πινακίδες ζαλίζουν με πολλαπλές αποχρώσεις του μαύρου,
μαύρα σκυλιά καραδοκούν να σφάξουν έγχρωμους μετανάστες,
μαύρα κοράκια γυροφέρνουν το λάκκο με τους αυτόχειρες,
η σιωπή σου είναι μαύρη, άγευστη, πικρή μεσ' τη χολή,
ακόμη κι ο καφές δεν έχει απόχρωση λευκού, το δηλητήριο πίνεται σκέτο,
----
στα κελλιά των φυλακών αχνοφέγγει το φως,
στα κελλιά η πάλη κι η συντροφικότητα σκορπίζει αχτίδες,
στα κελλιά χτίζεται η αυγή...

Οι φλόγες του παραμυθιού.



Η ζέστη που αναδυόταν γύρω μας, όλο και φούντωνε.. η στάχτη περιπλανιόταν στην ατμόσφαιρα, μοναχικός ιππότης που δεν συμβιβάζονταν με την καθημερινότητα και έψαχνε τους δικούς του δράκους.. Αποκαϊδια κείτονταν σκορπισμένα τριγύρω, νεκροί στρατιώτες σε πεδίο μάχης που σκοτώθηκαν με τη σκέψη της λησμονιάς και την εικόνα μιας ευτυχισμένης ζωής. Το περιβάλλον μουντό, η ομίχλη από τους καπνούς έπνιξε το χάραμα, τις αχτίδες που θερμαίναν τις ψυχές μας. Τοπίο βουβό, δίχως στάλα νερού να γλυκάνει τα χείλια σου. Βουβή πλάση σε βουβή προσευχή.
Η ανάσα μας χτυπούσε ακόρντα ασθμαίνοντας, οι στάχτες είχαν μπει βαθειά στα πνευμόνια και στο μυαλό μας. Κάποιος σιγοψυθίριζε τα λόγια κάποιων στίχων...νομίζω ότι ήταν το Άβε Μαρία. Στο μυαλό μου ήρθαν τα λόγια του Ευαγγελιστή: και είδε τα οστά τα γεγυμνωμένα... τα ερείπια έστηναν γύρω μας χορό, γελώντας μας με σαδισμο, και είπε: τις άραγε εστί...χάσαμε την ταυτότητά μας, δεν είμασταν πια άνθρωποι, γίναμε πλάσματα της νύχτας, η αυγή (φοβόμασταν) θα μας έκαιγε πολύ... πλούσιος ή πένης... έβλεπες μόνο φιγούρες περιπλανόμενες στο ρέκβιεμ της ανθρωπότητας, ρακοσυλλέκτες χαμένων παραδείσων.
Η δυσωδία απλωνόταν παντού, φορούσαμε τις μάσκες του απρόσωπου, τις μάσκες της απόγνωσης, σκουντουφλάγαμε ο ένας πάνω στον άλλο...δεν βγάζαμε μιλιά, κοιτάζαμε τους κάδους σκουπιδιών και ψάχναμε για ψίχουλα ελπίδας. Οι λυγμοί είχαν κοπάσει, τα δάκρυα εξατμίζονταν πριν βγουν από τα μάτια μας, οι χτύποι της καρδιάς πλησίαζαν τη σαγήνη της απόλυτης σιωπής. Είχαμε χάσει το δρόμο, είχαμε χάσει το νόημα...
Και γύρω, μακριά από εμάς, τα σκυλιά αλυχτούσαν...μαύρα, πάνοπλα σκυλιά ντυμένα με ανθρώπινες φορεσιές, παραταγμένα στη σειρά. Φοβόντουσαν το φως, την αχτίδα που περιπλανιόταν ορφανή μέσα μας, τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς μας. Λεγεώνες του σκότους, μισθοφόροι της απελπισίας, άγρια σκυλιά θρεμμένα με ανθρώπινο κρέας...
----
έκανα μια κίνηση στον αέρα πιάνοντας μια μισοκαμμένη σελίδα: ο τίτλος ήταν "Αν"...αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος;;
το παραμύθι είχε γίνει στάχτη, το σκόρπιζε στον άνεμο η βαθειά ανάσα και ο ρόγχος της Χίμαιρας, το παγωμένο άγγιγμα της Στυγός...