Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Οι φλόγες του παραμυθιού.



Η ζέστη που αναδυόταν γύρω μας, όλο και φούντωνε.. η στάχτη περιπλανιόταν στην ατμόσφαιρα, μοναχικός ιππότης που δεν συμβιβάζονταν με την καθημερινότητα και έψαχνε τους δικούς του δράκους.. Αποκαϊδια κείτονταν σκορπισμένα τριγύρω, νεκροί στρατιώτες σε πεδίο μάχης που σκοτώθηκαν με τη σκέψη της λησμονιάς και την εικόνα μιας ευτυχισμένης ζωής. Το περιβάλλον μουντό, η ομίχλη από τους καπνούς έπνιξε το χάραμα, τις αχτίδες που θερμαίναν τις ψυχές μας. Τοπίο βουβό, δίχως στάλα νερού να γλυκάνει τα χείλια σου. Βουβή πλάση σε βουβή προσευχή.
Η ανάσα μας χτυπούσε ακόρντα ασθμαίνοντας, οι στάχτες είχαν μπει βαθειά στα πνευμόνια και στο μυαλό μας. Κάποιος σιγοψυθίριζε τα λόγια κάποιων στίχων...νομίζω ότι ήταν το Άβε Μαρία. Στο μυαλό μου ήρθαν τα λόγια του Ευαγγελιστή: και είδε τα οστά τα γεγυμνωμένα... τα ερείπια έστηναν γύρω μας χορό, γελώντας μας με σαδισμο, και είπε: τις άραγε εστί...χάσαμε την ταυτότητά μας, δεν είμασταν πια άνθρωποι, γίναμε πλάσματα της νύχτας, η αυγή (φοβόμασταν) θα μας έκαιγε πολύ... πλούσιος ή πένης... έβλεπες μόνο φιγούρες περιπλανόμενες στο ρέκβιεμ της ανθρωπότητας, ρακοσυλλέκτες χαμένων παραδείσων.
Η δυσωδία απλωνόταν παντού, φορούσαμε τις μάσκες του απρόσωπου, τις μάσκες της απόγνωσης, σκουντουφλάγαμε ο ένας πάνω στον άλλο...δεν βγάζαμε μιλιά, κοιτάζαμε τους κάδους σκουπιδιών και ψάχναμε για ψίχουλα ελπίδας. Οι λυγμοί είχαν κοπάσει, τα δάκρυα εξατμίζονταν πριν βγουν από τα μάτια μας, οι χτύποι της καρδιάς πλησίαζαν τη σαγήνη της απόλυτης σιωπής. Είχαμε χάσει το δρόμο, είχαμε χάσει το νόημα...
Και γύρω, μακριά από εμάς, τα σκυλιά αλυχτούσαν...μαύρα, πάνοπλα σκυλιά ντυμένα με ανθρώπινες φορεσιές, παραταγμένα στη σειρά. Φοβόντουσαν το φως, την αχτίδα που περιπλανιόταν ορφανή μέσα μας, τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς μας. Λεγεώνες του σκότους, μισθοφόροι της απελπισίας, άγρια σκυλιά θρεμμένα με ανθρώπινο κρέας...
----
έκανα μια κίνηση στον αέρα πιάνοντας μια μισοκαμμένη σελίδα: ο τίτλος ήταν "Αν"...αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος;;
το παραμύθι είχε γίνει στάχτη, το σκόρπιζε στον άνεμο η βαθειά ανάσα και ο ρόγχος της Χίμαιρας, το παγωμένο άγγιγμα της Στυγός...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου