Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

ΠΟΝΟΣ






Άνοιξα την πόρτα στον φίλο, τον μοναδικό
παλιό μου φίλο, σε όλους σας γνωστό,
του είπα "άργησες" και του 'δωσα το μήλο
αυτό απ’ τό οποίο ξεκίνησε ολούθε το κακό!


του πρόσφερα ψωμί, λάδι, αλάτι και νερό,
του είπα τα νέα μου, τη θλίψη που με τριγυρνά,
του έδειξα εικόνες σε χρώμα χαμένο, σε χρώμα θολό
και μαζί ήπιαμε κρασί, νερό μυρωμένο με καμπίσια φυτά,


μιλήσαμε για το χτες, το σήμερα μας ξέφυγε,
το μέλλον ήταν γεμάτο σκλήθρες από ξύλα καμένα,
φόρτωσα στους ώμους μου ό,τι ασυλλόγιστα τού έφυγε,
ό,τι πλημμύρισε με θλιμμένες νότες και φύλλα χαμένα,


τον πλησίασα, τον χάιδεψα, του έστρωσα να κοιμηθεί
όμως πριν μου ζήτησε να μιλήσει, ν' απολογηθεί,
έκατσα και τον άκουσα, τον συμπάθησα κι είπα να θυμηθεί
πόσες και πόσες μέρες ήταν σύντροφος και φίλος στη φυγή,


η πόρτα πλατάγισε, ο άνεμος αγρίεψε, αγκάλιασε τη θύελλα,
βούρκωσε το εικονοστάσι, θόλωσε το βλέμμα του Χριστού
με κοίταξε, στοργικά, θλιμμένα και μου φώναξε "έλα",
μα ήταν αβάσταχτα τα κύματα που σάρωναν τον νου,


γονάτισα δίπλα του, του είπα ένα παραμύθι, μια εικόνα
για έναν κόσμο χωρίς ελπίδα, χωρίς θυσία.
Χάραξε ένα χαμόγελο και σάμπως νάταν γοργόνα
βούτηξε στ' απύθμενα νερά, στα στρωσίδια, στη λατρεία


μιας ψυχής σταυρωμένης σε πορφυρό σταυρό,
σε ασημένια ανάκλιντρα, σε χωμάτινη στοά,
στέναξε βαθειά, μονολόγησε κάτι για τον καιρό
κι έπεσε σε ύπνο βαθύ, ο Πόνος μου ζούσε σιμά!!