Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

ΑΛΗΘΕΙΑ






έψαξα την Αλήθεια
'κει πάνω στα βουνά,
στα παγωμένα ρείκια,
σε φάτνες, χειμαδιά,
στο ψύχος που παγώνει,
στης Σφίγγας τη σιγή,
στο πανηγύρι των νεκρών,
σ’ αστείρευτη πηγή,
 
κοίταξα όλο προσοχή,
κοίταξα με μανία,
έγιν’ η λάμψη των ματιών
μια θεία τρικυμία,
αδιάκοπα ιχνηλάτησα
διαβάσεις, μαύρες εσοχές,
πετρώματα, χάος σε βάραθρα
κι’ αδιάβατες γωνιές,
 
η ανάσα της αναμονής
πάγωνε εκεί πάνω,
αργά το δάκρυ στόμωνε
κι ολονυχτίς αρμάτωνε
 
είχε με τ’ άστρα έριδα
π’ αλλοπαρμένα τριγυρνούν
και τάχατες φωτίζουν
τη δυστυχία κρύβουνε
κι ελπίδες μας χαρίζουν
μέσα στην τόση παγωνιά,
σ' αναστροφή των πόλων,
μέσα στης γης τη φυλακή,
στο σύμπαν των ειδώλων,
στο άκαρδο ξεκλήρισμα υπόγειων ρευμάτων,
σε λάβαρα που ορθοστατούν στην αύρα των θαυμάτων,
 
έψαξα κι έψαξα ξανά,
κραυγάζοντας: "Αλήθεια
άλλο δε στέργω,
δε ζητώ ανθρώπινη βοήθεια,
που πήγες και που κρύφτηκες,
γιατί αυτό το ψύχος
ο σύντροφός σου έγινε,
γιατί του τέρατος το ρύγχος
απλώθηκε, σερνόμενο,
ξεκλήρισε την όψη τη δική σου,
γιατί κανένας δε νογά
και δε θωρεί τη μυστική ζωή σου,
 
που τάχατες θε' να σε βρω,
γιατί με κατατρέχεις
γιατί σ' απόρθητα κελιά
φυλακισμένο μ' έχεις;"
 
αδιάκοπα γυρεύοντας
ν' ακούσω τη βοή σου
κατέβηκα απ' τα βουνά,
το ψύχος χάρισμά σου,
μεσ' τις κοιλάδες τριγυρνώ,
χορτάτες πεδιάδες,
στις κοίτες των πολιτισμών
ρωτώ τους Αινειάδες:
 
«γιατί δεν εμφανίζεσαι,
γιατί στην άκρη του γκρεμού,
μέσα στο γέλιο του παιδιού,
στο θηλασμό της μάνας,
στο δρέπανο του θεριστή,
στη μέθη αχρείου κορεσμού,
στον ίδρωτα των δουλευτών
με την ορμή μαινάδας
 
 
όλο τριγύρω αχλή σκορπάς,
σε σύννεφα πλανιέσαι,
στο θαύμα κάθε τοκετού,
πεθαίνεις και γεννιέσαι,
σ' αλλοπαρμένους, ψίθυρους
χαρούμενα σκορπίζεις
και στην αγκάλη μαγικών
αυλών μας νανουρίζεις,
 
γιατί ποτέ δε γράφτηκε,
ποτέ δεν ιστορείται
αν άνθρωπος σε γνώρισε
κι ανάστροφα κινείται,
που θα σε βρω τρανή θεά
και κόρη των ανέμων
του παφλασμού της θάλασσας,
το χάδι των αγγέλων,
 
μήπως σ’ απάτητες κορφές,
σ’ απρόσιτους πυθμένες,
στου λίβα την τρανή οργή,
σ’ απόκρυφους λιμένες
δεν ξεμυτίζεις, ροβολάς
σ’ απέλπιδες κινήσεις,
στη τάφρο του κακού χαμού
θέλεις να μας βυθίσεις,
 
μαντατοφόρες έχιδνες
αγρίμια του πλανήτη,
τέρατα μυθοπλασιών
κι άρες κάθε προφήτη,
γιατί σκορπάς στο διάβα σου
τους τρομερούς μας φόβους,
γιατί κάθε σου λίκνισμα
γελά τους μύχιούς μας πόθους,
 
γιατί στους στίχους άγραφων,
μα ποθητών κειμένων,
γιατί στη στάχτη που σκορπά
το ύψος των καμένων
βιβλίων που στο διάβα σου
ποινή θανάτου νοιώσαν
και στις πλεξίδες μελανιού
αποκαΐδια στρώσαν,
 
γιατί, για πες μου, μας μισείς,
γιατί δεν μας λυτρώνεις,
γιατί τον τόσο μας καημό
πληθαίνεις και ματώνεις;
Πες μου, εμείς στο διάβα μας
πως θε’ να πορευτούμε
όταν ο κάθε άρπαγας
καλεί να στοχαστούμε
πως τάχατες σ’ έχει αυτός
βαθιά κατανοήσει,
πως σε ουράνια κελιά
σε έχει φυλακίσει;»
 
Κι άξαφνα θάμα αληθινό
ακούω τη φωνή σου,
σιγά, σαν τις σταγόνες της βροχής
ν’ απλώνει την ψυχή σου:
 
«τράβα, προχώρα, μη σταθείς
κανείς ποτέ δε μ’ ήβρε,
κανείς δε με συνάντησε,
κανείς και πουθενά μονάχος δε με είδε,
γιατί στην κόρη των ματιών,
στου ονείρου σου το πλάνο
στο βάθος-βάθος του μυαλού
φυτοζωώ και πλάθω,
ό,τι κανένας δεν μπορεί
να νοιώσει, να σφαλίσει,
 
στην αγκαλιά του αδερφού,
στον ίσκιο των θυμάτων,
στα βοσκοτόπια των λαών,
στα πάρκα των γιγάντων,
μεσ’ στις αμέτρητες πληγές
που τους σταυρούς ματώνουν,
μέσα στις χίλιες μοναξιές
πλασμάτων που ζαρώνουν,
μπροστά στο φόβο του χαμού,
στης άβυσσου τ’ ατσάλι,
στη μοναξιά των ουρανών,
στης πείνας το μαγκάλι,
 
μονάχα σ’ άγριους καιρούς
σαν οι θεοί σ’ αφήνουν,
όταν η κόλαση ξερνά
πλάσματα που γκρεμίζουν
των οδοιπόρων τις ψυχές,
των έρμων τις λαχτάρες,
των ταπεινών κι αδάμαστων
τις άηχες κιθάρες,
 
των λαιστρυγόνων ουρλιαχτά
και των μουσών τα πάθη,
ό,τι ο πόνος καρτερά
πως σύντομα θε’ να ‘ρθει
μέσα στην τόση χαλασιά,
στην τόση τρικυμία,
μεσ’ του ολέθρου την κραυγή.
στ’ αγέλαστα μνημεία,
μέσα απ’ το αίμα που κυλά
και στην κλαγγή των όπλων,
σε φουσκονέρια τρομερά
είδωλα σφαλερών και αηθών κατόπτρων,
 
όπως ο αγέρας που φυσά,
το κύμα που νοτίζει,
η αγκαλιά της άνοιξης,
το ρέμα που ποτίζει
και ξεδιψά τη χέρσα γη,
κι αναγαλλιάζει η πλάση,
έτσι κι εμένα θα με βρεις
σαν τίποτα δε θάχεις,
και σαν ολόρθος θα θαρρείς
πως βρήκες τον παλμό μου
μέσα στο άδειο σου μυαλό
θα δεις το είδωλό μου,
 
γιατί εγώ δεν είμαι άνθρωπος,
δεν είμαι εγώ διαβάτης
και δε ριζώνω πουθενά
πάντα γυρίζω πλάτη,
σ’ όποιον ξεστόχαστα νοεί
πως τάχα με κατέχει
πως την Αλήθεια θα τη βρει
όπως αυτός γυρεύει!
 
Εγώ δεν είμαι πλάσμα σου
γι αυτό και δε θα μάθεις
πώς οι δικοί μου ατραποί
(αδέσποτοι, αδέσμευτοι κι ελεύθεροι)
στο σύμπαν περπατούνε
και με του σύμπαντος λαλιά
στοχάζονται, μιλούνε,
γι αυτό ποτέ δεν θα τους βρεις
ποτέ δε θα νοήσεις
τ’ Ανείπωτου την ομορφιά,
τη γλύκα κάθε δύσης
και είναι μοίρα σου πικρή
ποτέ να μη με φτάνεις,
ποτέ μη βρεις αναπαμό
μα πάντοτε να ψάχνεις….

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

ΟΡΓΗ

 


 
Eγώ δεν είμαι ουρανός
να βρέξω στην καρδιά σου
για να φυτρώσουν πλουμιστά
λουλούδια σαν φτερά σου,
 
εγώ δεν είμαι η φωνή
που λέει πως το δίκιο
το βρίσκεις άμα θα μισείς
ό,τι θωρείς ανοίκειο,
 
που λέει πως ο άνθρωπος
γεννήθηκε για να 'ναι
ο στόχος κάθε άρχοντα,
ο πόνος κάθε μάνας,
 
δεν είμ' εκείνο που χτυπά
στις ρίζες του μυαλού σου
που λέει πως ο χάροντας
ειν' όπλο τ' αλλουνού σου,
 
εγώ δεν βλέπω χρώματα,
ράτσες, νοοτροπίες,
εγώ βλέπω στα χέρια σου
χιλιάδες αδικίες,
 
παιδιά ποτέ δε λησμονώ
που ο λοιμός θερίζει,
εγώ ποτέ δεν άφησα
πανώριο μετερίζι
 
ποτέ δεν εξεχώρισα
φύλο, γένος και χρόνια,
για εμένα η ανθρωπότητα
ενιαία ειν' κι αιώνια,
 
εγώ στη πείνα του φτωχού,
στο σώμα του σακάτη,
στην άμπωτη της ξενιτιάς
πάντα ορθώνω πλάτη,
 
ποτέ δε φτιάχνω ορίζοντες
που την πνοή χωρίζουν,
ποτέ, για με, τα δείλινα
αλλιώς τα χρωματίζουν
 
τις κάλπικες ιδέες σας,
τα μίση τα δικά σας,
εξόρκισα και έδιωξα
για την απανθρωπιά σας,
 
ποτέ μου δεν ξεχώρισα
στόματα π' ανασαίνουν,
για μένα όλα τα πλάσματα
τον Γολγοθά διαβαίνουν,
 
το όνομά μου ειν' Οργή,
το ύστατο το όπλο,
απάντηση στο όπιο,
σε κάθε καλοβόλεμα
που είσαι εθισμένος,
 
Οργή, Αντάρα και Βουή
μαζεύω κάθε μέρα,
τρέφομαι απ' το μίσος σας
που'χει τυφλό πατέρα,
 
οργή χωρίς αναπαμό,
χωρίς να κάνω πίσω,
των άπληστων φανατικών
χολή σαν αντικρύσω,
 
οργή γιατί σου έλαχε
πλούσιος ν' αρμενίζεις,
δουλίτσα, σπίτι και λεφτά
σαν Άγιους ορίζεις,
 
οργή γιατι βάζεις φραγή
σ' όποιον διεκδικήσει
κάτι καλύτερο να ζει
να μη λιμοκτονήσει,
 
οργή γιατί δε θέλησες
ποτέ σου να το νιώσεις
πως ράσα, ρούχα και στολές
το βιός σου αμαυρώσαν
 
πως ειν' εκεί να συντηρούν
μίσος αναμεσά μας,
σύνορα να σκαρώνουνε
στη γη και στην καρδιά μας,
 
οργή γιατί σα ζοριστείς
όλους τους κατατρέχεις,
σφάχτες, προδότες οι λαοί
γι αυτό που εσύ κατέχεις,
 
οργή γιατί το έγκλημα
πάντα θα το στηρίζει,
η γη στους μαύρους κήπους σου
που ουδέποτε ανθίζει,
 
φουσκώνω, γίνομαι χαμός,
πλημμύρα, ο Πλάστης τρέχει
για να κρυφτεί, να μη θωρεί
ό,τι τον κατατρέχει,
 
εγώ μπορεί να μη νικώ,
να 'μαι αλλοπαρμένος,
στη ουτοπία βαπτισθείς
να 'μαι ευτυχισμένος,
 
το όνομά μου είν' Οργή,
οι ρόγες των καρπών σου,
όλα αυτά που έσπειρες
να διώξεις το χαμό σου,
 
μα κοίτα, Εγώ πάνω στη γη,
τον πόνο συντροφεύω,
το βάλσαμο του φέρνω μπρος
μαζί του ανασταίνω
 
χιλιάδες, πλήθη αμέτρητα,
στην άθλια απάτη
της ψεύτικης αφήγησης
δεν έκλεισαν το μάτι
 
γιατί Εγώ καθοδηγώ
το Πάθος στους αιώνες
αυτό που σκιάζεσαι σφοδρά,
αντρώνει τους τυφώνες,
 
την πόρτα ανοίγει σε αυτούς
στα Τάρταρα που κλείνεις,
εγώ η Οργή σε οδηγώ
σ' επιθανάτια κλίνη,
 
εγώ ονομάζομαι Οργή,
τίποτα δε μ' εμποδίζει
αιώνες τώρα να γκρεμώ
τα έσχατά σου τείχη,
 
Εγώ γράφω με αίματα
ανθρώπινη Ιστορία,
εγώ σε πνίγω, σ' έθαψα
μεσ' την αλλαζονεία,
 
Εγώ είμαι και ήμουνα
τ' ανθρώπινο φεγγάρι
σπέρνω εγώ προσήλυτους
οπλίζω με καμάρι,
 
και όταν έρθει η στιγμή,
μπροστά θ' αναπηδήσω,
τον πρόστυχο τον κόσμο σας
με μιας θα τον γκρεμίσω...