Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

DEJA VU





Σαν τον κόκο της άμμου που γυρίζει σε πέρλα,
σαν τον έρημο σύντροφο που σου λέει ξανά "έλα",
σαν την κόγχη στο δόρυ που τρυπάει το στέρνο,
σαν παιδί πεινασμένο,πεταγμένο, διωγμένο,


μεσ' τον κόσμο που γύρισες
είδες φλόγες να γλύφουν
τις καρδιές που ματώσανε
απ' την οργή να ξεφύγουν,

σαν του ήλιου την ήριδα, τη φωτιά του θηρίου,
σαν το χάδι που άπλωσες με την αίσθηση κρύου,
σαν της μοίρας το κρυστάλινο και σαρδόνιο γέλιο,
σαν τις νότες που άκουσες μεσ' σε άγνωστο τραίνο,

το λιοπύρι που έκαψε
κάθε πόθο κι ελπίδα,
την ανάσα που χάρισε
κάθε μια ρυτίδα,

μεσ' το σύμπαν ξεκίνησες τρομερός αναβάτης,
είδες όνειρα κύμματα που υμνούν την αγάπη,
είδες πόθους και έρημες, λαμπερές παραλίες,
είδες πράγματα ανήκουστα που φωτίζαν λυχνίες,

είδες το άγριο πέλαγο,
την οργή του χειμώνα,
και τη γλύκα της άνοιξης
στα ποτά του θαμώνα,
σ' ένα έρημο, βρώμικο, θλιβερό καταγώγι
του ανθρώπου τη μοίρα που ξεστόμισε "όχι",

είδες πλάσματα ξένα, θλιβερές παρουσίες
που της ξέρασ' η ώρα, τις ξεράσαν οι μοίρες,
είδες το αίμα του δράκοντα
να σκορπίζει παλαίστρες,
να συγκρούονται γίγαντες,
να σκορπάνε οι τέφρες,

είδες μάτια χαμένα, θλιβερά, σκοτεινά, μαραμένα,
τα πάθη που κοιτούσανε νάναι 'κει σαπισμένα,
και το κάλλος συνάντησες, τη θαμπάδα κι εκείνη
μα σε λίγο κι εκείνο ξαναγίνηκε οδύνη,

είδες νέους με όνειρα,
πλουμιστές πανοπλίες,
του ανέμου τα σύνεργα,
θλιβερές οπτασίες,

είδες ο,τι δεν έπρεπε και εκείνο που εχάθη
στη ζωή ξαναφάνηκες για να γινεις ξανά στάχτη,
είδες άνομα σχέδια, του ανθρώπου ιστορίες,
είδες ο,τι εγίνηκε και ξανάρχεται, μολυσμένοι παρίες,

μεσα στ' άστρα γεννήθηκες
και νομίζεις πως θάσαι
το αιώνιο πλάσμα
που εσύ το φοβάσαι,
όμως
ο,τι ζεις κι ανασαίνεις,
ο,τι πέρασες κι είδες,
στων ανθρώπων τις μνήμες
(μην ξεχνάς)
οι κραυγές μένουν ίδιες.

ΜΟΝΑΞΙΑ






εψαξες τον έρωτα ψηλα
σε κορφές κι αητοφωλιές
μα δεν έφτασες ποτές,
στη μέση της διαδρομής
άλλαξες ρότα, κοίτα να δεις
κι εγω νόμιζα πως ζεις...


τριγυρνούσες σαν στοιχειό
σ' ένα πάθος κι άλλα δυο
σε μια ψεύτικη ζωή
ξαναρχίζαμε μαζί
επειδή στη γη που ζούσες
δεν μπορούσες, δεν πατούσες,

ήσουν για τ' απόμερα, κρυφά,
μελωδία και σαγήνη,
τραγουδούσες στη σελήνη
και σκιαζότανε η φύση
ο ήλιος εστραφτάλιζε
κι έλουζε με χάντρες
όσα η καρδιά σου σφάλιζε
με πόνο τα αγκάλιαζε,

άστρο λαμπρό, αυτόφωτο
στον καθρέπτη τ' ουρανού,
έλουζες μ' ανταύγειες
μονοπάτια, σοκάκια και στοές
εκεί οπου φωλιάζουν ανθρώπινες ψυχές,
εκεί που απαντιώνται αναρίθμητες ευχές,

και σα καράβι τσακισμένο
σ' απόμερες ακτές.
ψιθυρίζεις τις νυχτιές
λόγια πόνου και λυγμούς
γιατι εκεί στους ουρανούς
δεν πρόφτασες, δεν μπόρεσες
τον έρωτα να βρεις,

τον έρωτα που δεν λησμόνησες
και στον άδη αυτομόλησες
της νύχτας οδοιπόρος,
της νύχτας σαλπιγκτής....

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ





στης Κίρκης τον λατρευτό τον κήπο
δεν φυτρώνουνε πια λουλούδια,
δεν θα βρεις ρόδα, τουλίπες και κρίνα
δεν θάβρεις χρυσάνθεμα και ζουμπούλια,


μεσ' τον μαγικό κήπο δεν πετουν πεταλούδες,
δεν θ΄ ακούσεις τραγούδια, δεν υπάρχουν όργανα,
δεν υπάρχουν ανάσες ούτε μουσικοί,
οι άρπες σώπασαν, τα κύμβαλα ορφανά ξόανα,

χορτάρι παχύ φυτρώνει σε κάθε σημείο,
άνθρωποι βόσκουν με τη μουσούδα χωμένη στη γη,
παντού δυσωδία, τα ζώα κυλιουνται
στης πλήξης τη μέρα, θορυβώδης σιωπή,

βοσκός-σάτυρος τον αυλό του παίζει
κι ολόγυρα ματώνουν παιχνίδια που τάζει
σε πλάσματα νύχτας και μέρας σκοπούς,
φαντάσματα άλλης εποχής, αδιέξοδους ατροπούς,

στον κήπο της Κίρκης
δεν φυτρώνουν λουλούδια,
τα παιδιά δεν παίζουν
δεν θ' ακούσεις τραγούδια,

ο ουρανός δεν φωτίζει
ο ήλιος καίει και φλόγα χαρίζει
εκεί στο βάθος
που ψυχές αλωνίζει,

μαύρος άνεμος σκορπίζει τέφρα
ανασαίνεις θάνατο,
φτύνεις μίσος κι οργή
η συνείδηση παραέγινε χαλαρή,

στον κήπο του πλούτου,
της ηδονής , της αφθονίας
δεν βρίσκεις αυτό που θέλεις
κοιτάς παραπέρα
ορμη θύελλας, πλουτισμού αγέρα,

εκεί δεν γλύτωσε ο Πολίτης
κι οι σύντροφοι χαθήκαν όλοι,
στον κήπο της Κίρκης
κυκλοφορείς με πιστόλι,

δεν υπάρχει αίσθηση γέννας,
δεν υπάρχει νόστος,
ο Οδυσσέας χάθηκε,
το τέρας χαμογέλασε
ο μονόφθαλμος τον κέρασε,

στον κήπο της Κίρκης
ραδιοκύματα βασιλεύουν,
άγρια ηδονή,
πάθος, ζωώδης ορμή,

σ' αυτόν τον κήπο κοιτάς
και βλέπεις θεά την Εικόνα,
δεν υπάρχει λυτρωμός
το χέρι μακραίνει, νέος κόσμος,
νέος χαμός,

χαλκός σε σύρμα,
χαλαζίας, μικροσυσκευές,
ανόργανη ύλη,
χαμένη ζωή,

οι ποιητές έφυγαν,
σαρκάστηκαν οι στοχαστές,
οι διαφορετικοί έγιναν θύματα
χιλιάδες στόχοι, χιλιάδες βολές,

στον κήπο της Κίρκης
ματώνει κάθε πρωινό,
δεν υπάρχει θέση
γι αναβάτη, για θνητό,

της γης κολασμένοι,
σε στόχο ταγμένοι,
μετάγγίζουμε κρυφά,
κάθε μέρα, κάθε στιγμή,
σταγόνες ζωής, ανθρωπιά,

κι αν χαθούμε στον κήπο,
αγάλματα κρίνουν,
χορδές με λυγμούς
στρώνουν δρόμους σκληρούς,
με πόνο, χαράζουν ορίζοντα
μετά το ολοκαύτωμα,
μονοπάτια άλλου παράδεισου
άλλου ονείρου φραγή,
αλλου ονείρου σπουδή.