Βλέπω τον πόνο να κάνει βόλτα
άγρια μεσάνυχτα, σε κάθε πόρτα,
σ’ αυλές, σε σπίτια και σε σταθμούς,
μεσ’ σε πλατείες, συνοικισμούς,
ήταν μονάχος και θλιβερός,
έρμος, σακάτης, άγνωστης γιός,
φορούσε ρούχα κουρελιασμένα
από τους αστέγους τάχε κλεμμένα,
άδεια μπουκάλα σφιχτά κρατούσε
μέσα στη μέθη του παραμιλούσε,
τσιγάρο ζήταγε με άδειο χέρι
σκυμμένος ήτανε, της θλίψης ταίρι,
είδα τον πόνο να περπατάει,
βαρύ το βήμα, σιγοσφυράει
ρυθμούς αλλόκοτους και ξεχασμένους
μεσ’ στην ψυχή μας φυλακισμένους,,
τριγύρω λίγα απομεινάρια,
παλιά συντρίμια μιας ζήσης άδειας,
σάπια σκουπίδια, σκουριά και βρώμα
με περιττώματα στρώμα το χώμα
κι εκείνος γύριζε, που να πηγαίνει,
ποιος νάναι ο στόχος του,
ποια ειμαρμένη,
σε ποιο σημείο νάναι το πέρας
του ταξιδιού του, τρανής φοβέρας;
Είδα τον πόνο να τριγυρνάει,
χολή σκορπούσε, αίμα ζητάει,
μέσα στο άγριο ανεμοβρόχι
τον είδα μόνο του ν’ απλώνει απόχη
θνητούς για θύματα είχε δολώσει
ψυχές εψάρευε μ’ άγρια όψη
σιγοσεργιάνιζε σε μέρη ίδια
παρέα έψαχνε, λερά στρωσίδια,
άλυκο βλέμμα είχε φορτώσει,
ανθρώπους πλάνευε κι είχε σαρώσει
με ένα του βλέμμα την οικουμένη,
ένα βασίλειο, απέραντη έκταση
κυριευμένη,
είδα τον πόνο ν’ αχνογελάει
για κάθε έναν που ξεψυχάει,
για το παιδί που λιμοκτονεί,
για τη μητέρα που προσκαλεί
τον χάρο νάρθει να τους λυτρώσει
από του πόνου την άγρια βρώση,
είδα να στέκεται στα κυπαρίσσια
ν’ ακούει «οπλίσατε», «πυρ», μπρος στα ίσια,
τον είδα σύννεφο ν’ αργοδιαβαίνει
πεδία μάχης νεκροσκαμένης,
τον είδα μέσα στο άγριο βλέμμα
εκείνου που άπληστα πίνει το αίμα
φτωχών, αθώων κι αδικημένων
όλης της γης των κολασμένων,
ολέθρου άγγελος μαύρες φτερούγες,
θώρακα, λοφίο, περικνημίδες,
την πλάση στόχευε από ψηλά
χιλιάδες θύματα για τραχηλιά,
μ’ οδύνης βλήματα πυροβολούσε,
στόχο δεν έχανε όπου βαρούσε,
σωροί από κάτω οι πεθαμένοι
στου πόνου μνήματα, πάντα χωμένοι…
Είδα τον πόνο ν’ αργοκοιτάει
καινούργιο θύμα ν’ αναζητάει,
μέσα στο όραμα πού ‘ταν χαμένος
του σιγοσφύριξα χαράς επαίνους,
είδα που γύρισε απορημένος
και μονολόγησε «ποιος ο χαμένος;»,
εκεί στην άκρη του δειλινού,
στην αύρα του άοκνου του πρωινού,
και στου μεσημεριού τα κάλλη
του ξανασφύριξα μ’ αδρή αγκάλη:
«άσε τον κόσμο κι έλα σε μένα
όλα ετούτα είναι πλασμένα
να μη γυρίσεις ποτέ σελίδα,
μην αντικρίσεις όσα κι αν είδα,
μην ησυχάσεις, νόστο μη βρεις,
να τριγυρνάς για να κρυφτείς,
παιδιού χαμόγελο μην αντικρίσεις,
αγάπη, έρωτα, να λησμονήσεις,
μητέρας χάδι, στοργή πατέρα
να μη γνωρίσεις καμία μέρα,
δεν εισ’ αθάνατος, είσαι νεκρός
γι αυτό γυρίζεις, μισείς το φως,
μα ξαστοχάσου, παρατησέ τα,
αυτά κι ετούτα δεν θαν’ μπλεγμένα
σ’ ένα ατέρμονο, θολό κουβάρι
δεν θάσαι ζώο νάχεις σαμάρι,
πόνε του είπα, άλλαξε ρότα,
κοίτα τον άνθρωπο κι αν θέλεις ρώτα,
τι του εχάρισες, τι του θυμίζεις
γιατί στον ύπνο του τού ψιθυρίζεις,
πόνε του είπα, δεν είν’ για σένα
‘όλα της φύσης τα καμωμένα,
Παρατησέ τα κι έλα ευθύς
στην αγκαλιά μου για να χωθείς!
Πόνε μη σκιάζεσαι και μη φοβάσαι
άσε τον πόνο, παναθεμά σε,
άλλος καρπώνεται ό,τι ορίζεις,
ό,τι σκορπάς κι ό,τι καρπίζεις!
Πόνε παράτα πια τη δουλειά σου,
όποια κι αν είναι τ’ αφεντικά σου,
πόνε στον κόσμο τον πόνο φέρνει
μόνο ο άνθρωπος … κι αυτός ασθμαίνει!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου