Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Εμείς..


Εμείς τραβάμε στο σκοτάδι,
πιασμένοι χερι-χέρι αγκαλιά,
εμείς σκορπάμε μεσ' τη νύχτα
το φως απ' την ελπίδα που γελά,

εμείς ορθοί βαδίζουμε στο κρύο,
πιασμένοι χέρι - χέρι αγκαλιά,
εμείς νικάμε το θηρίο

που σκίζει την αγάπη απ' την καρδιά.

Εμείς τραβάμε πάντα ανηφόρα,
για μας ποτέ δεν βρέθηκε δροσιά,
εμείς με πίστη και με φόρα
βαδίζουμε στο κρύο αγκαλιά.

Για μας ποτέ δε βρέθηκε στασίδι,
ποτέ για μας δε βρέθηκε δροσιά,
παλεύουμε στο ίδιο μετερίζι
να είν' όλος ο κόσμος αγκαλιά.

Εμείς δεν είμαστε φασίστες,
εμείς δεν είμαστε ναζί,
εμείς τραβάμε τη ζωή μας
για να μας έβρει η ζωή μαζί.
 
Εμείς βαδίζουμε κόντρα στο ρεύμα,
απλώνουμε στον κόσμο με χαρά
το πάθος που θ' απλώσει μ' ένα νεύμα
σ' όλη τη γη τεράστια αγκαλιά.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Απελπισία



Μαύρες της θλίψης σκέψεις
σε κάθε αποτυχία,
κριθήκαμε απ’ την ανθρώπινη,
απρόσωπη φραγή,

είδαμε πως η συντριβή
είναι απαλλαγμένη
από συναισθημάτων χρώματα,
ελπίδες την αυγή,

είδαμε το βλέμμα βλοσυρό
μιας μοίρας που ορθώνει
εμπόδια, αναχώματα,
διαρκή στροβιλισμό.

Πιστέψαμε πως η ζωή
χάνετ’ απ’ την ψυχή μας,
το σούρουπο ζωγράφισε
το σκότος που θαρθεί,

είπαμε πως για μας ξανά
τίποτε δεν ριζώνει,
πως τ’ άνθος κάηκε βαθιά
στου παγετού τη γη,

κλείσαμε μάτια και αυτιά,
γυρίσαμε τιμόνι
ολόισια στο θάνατο
σε άγρια νερά.

Σχίστηκε πάλι η ψυχή
απ’ τον πόνο που μας λιώνει,
κομμάτια να μαζεύουνε
οι επόμενες γενιές,

γυρίσαμε στο άγνωστο,
αυτό που μας τυφλώνει,
και άριες ψιθυρίσαμε
με ξέπνοες φωνές.

Για μας ο ήλιος έδυσε
προτού να ανατείλει
και το φεγγάρι μίσεψε
το δρόμο που τραβάμε,

η ζέστη του καλοκαιριού
ανάμνηση θολή,
η παγωνιά πλημμύρισε
τον τόπο που πατάμε

και τίποτα δεν φαίνεται
μπροστά μας να σταθεί.
Αγέλες απ’ τις τύψεις μας
ορμάνε να μας φάνε

κι η κόλαση μας φαίνεται
νάχει μια θαλπωρή,
που πουθενά δεν βρήκαμε
κι αγόγγυστα ζητάμε
γιατ’ η ζωή μας ήτανε
αδιάκοπα πικρή.

Δίχως το φως του τελειωμού,
δίχως το φως του λύχνου,
μας σκόρπισε, μας γέλασε,
μας πότιζε χολή,

γιατί με μίσος νόμισε,
χαιρέκακα θωρούσε
ότι για  ‘κείνη είμασταν
κάποιοι μικροί θεοί.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Καρτέρι στους αγγέλους.





Από μικροί μαθαίναμε πως στα πελάγη τ' ουρανού
πλάσματα θεϊκά, ουράνιες μορφές,
φτεροκοπώντας έπαιζαν και έριχναν ματιές
στα πάθη, στ' αδιέξοδα τ' ανθρώπινου μυαλού.

Στης νιότης την αναλαμπή, στου πόθου τον καημό,
στ' αερικά γυρνάγαμε το μέτωπο απ' τη γη
τη συνδρομή τους ψάχνοντας στου πόνου την πληγή,
να μας σταθούν, ν' ανέβουμε γοργά, πνίγοντας τον λυγμό.

Ποτέ δεν τ' αρνηθήκαμε, ποτέ δεν μας τρομάξαν,
γνωρίζαμε για τους θνητούς πως είν' παρηγοριά τους,
πως είν´ συμπαραστάτης τους κι ας είναι μακρυά τους,
πως φτερουγίζουν για να δουν τα πάθη που ρημάξαν,

τ' ανθρώπινα σκιρτήματα της άδολής μας νιότης.
Ελπίδες, ανάσες καυτερές στη μάχη που σιμώνει,
που πάντα μας ακολουθεί, που πάντα μας πληγώνει
κι αυτά να στέκουνε ορθά σαν φοβερός ιππότης.

Εκεί, στην άκρη του μυαλού, ελπίζαμε κρυφά
πως τα ουράνια πλάσματα θα δούμε στη ζωή μας
να ξεπροβάλλουν πάνοπλα να νοιώσουν στο φιλί μας
αυτό π' αναζητήσαμε και διαρκώς γλυστρά

μέσα από της παλάμης μας τις άγριες χαρακιές,
ποτίζοντας το είναι μας φαρμάκι κι αγωνία
να ζήσουμε, στραγγίζοντας, αχόρταγα, την υδρία
του έρωτα που στη ζωή μας κράταγε, ατέλειωτες στιγμές.

Εκεί, μεσ' στην στροφή τ' αγώνα μας, μεσ' στα στερνά μας όνειρα,
ποτέ δεν σταματήσαμε να στήνουμε καρτέρια
να δούμε, να ακουμπήσουμε, να νοιώσουμε τ' αστέρια,
στων αγγέλων τις μορφές που διώχνανε της θλίψης μας τ' απόνερα!



Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Σύρος.




Ταξίδεψα στα όνειρα που είχα κάνει νέος,
όταν ο κόσμος γύρω μου μού φάνταζε ωραίος,
ταξίδεψα και σκέφτηκα πως πάντα θα γυρίζω
στο μέρος που αγάπησα, στο μέρος που δακρύζω...

ταξίδεψα και σκέφτηκα πως τίποτα δεν μένει
παρά οι αναμνήσεις μας που 'ν η ζωή δεμένη,
εκεί στο βάθος του μυαλού, στης σκέψης μας την άκρη
ταξίδεψα και σκέφτηκα το πιο πικρό μου δάκρυ,

τριγύρισα μεσ' του μυαλού τ' άγρια μονοπάτια
ψάχνοντας να 'βρω το δεσμό που μ' έκανε κομμάτια,
εκείνο που με βάφτισε στου νόστου την ελπίδα
πως πάντοτε αυτ' η μεριά θά 'ναι για με πατρίδα.

Ταξίδεψα στο γαλανό χρώμα της θάλασσάς της,
στο άσπρο που ξεφύτρωνε στα σπίτια, στην πλαγιά της,
στο άγριο ανακάτεμα που χάριζε ο αγέρας
όταν μου μίλαγε γλυκά σαν να 'τανε πατέρας,

πλανήθηκα μεσ' τους αρμούς που δένουν το σκαρί της,
στη μυρωδιά του θυμαριού, στων θάμνων την οσμή της,
στις γεύσεις που μου χάρισαν τ' άνυδρα πανωτόπια,
στη γλύκα βρόχινου νερού,στων άχυρων τα τόπια,

ταξίδεψα στις άγριες κορφές, μεσ' τις χαράδρες
που βάλσαμο με πότιζαν, μου φάνταζαν λαμπάδες
που σιγοκαίαν μέσα μου για να κρατούν με πάθος
της λήθης και της λησμονιάς να μη γευτώ το λάθος .

Ταξίδεψα μεσ' τους γιαλούς, στις βάρκες των ψαράδων,
στα δίχτυα τους, στην άρμη της, στα γέλια των μανάδων,
εκεί αγνάντεψα μακριά στου ορίζοντα την άκρη
το μάταιο των πόθων μας, του φεγγαριού τη λάμψη,

εκεί πρωτοερωτεύτηκα, εκεί είδα στον ήλιο
το βλέμμα που φοβήθηκε το σκοτεινό βασίλειο,
εκεί σταγόνες χύθηκαν στο μόχθο της ημέρας,
εκεί περπάτησα πολύ δίχως να βρω το πέρας,

εκεί, μέσα στη θαλπωρή που μου 'δωσε ο βράχος
ορκίστηκα πως στη ζωή δεν είμαι πια μονάχος.
Αυτή η πέτρα που 'γινε στο πέλαγος αχτίδα,
αυτή η πέτρα έγινε η μόνη μου πατρίδα.