Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Σταυρωμένο ρόδο.





Σάπισαν χάλκινα καρφιά στα πέταλα χωμένα,
το μύρο απ’ το λάδι του σταμάτησε στη γη,
λίμνη δακρύων πάγωσε στην άτολμη αυγή
και τα πουλιά τραγούδησαν, για λίγο, αγχωμένα,

ήταν το μαύρο σύννεφο που κοίταζε λοξά,
τη νύχτα που  ξεφόρτωνε του πέπλου τη σιωπή,
τον όλεθρο που φάνταζε ολόρθος να σταθεί
για να αρπάξει τις ψυχές πριν φύγει βιαστικά.

Το άμοιρο κοτσάνι του σφικτά αγκαλιαζόταν
με την καρδιά του κόκκινου που βάσταγε ακόμα,
φιλί επρόσμενε, θαρρείς, κι απ’ το δικό σου στόμα
για να ξανάβρει στο σταυρό όσα ονειρευόταν,

δεν ήξερε γιατί ψηλά στο ξύλο το καρφώσαν,
δεν γνώριζε την άδικη μοίρα του μαρασμού
κι απάνω στην ακμάδα του, φέγγος του πειρασμού,
τον πόνο αναπάντεχα γνώρισε σαν το ‘κόψαν.

Στης ιστορίας τις λευκές σελίδες που αγνοείς
τα σταυρωμένα ρόδα μας ποτίσανε τις άκρες
γιατί σαν κάνεις τη στροφή τις άλλες για να δεις
αίμα, οργή, κακό πολύ, θα βρεις μέσα στις λάσπες.

Η ευτυχία σβήνεται καθημερινά στη γη
γιατί βαλθήκαν μερικοί τα ρόδα να σταυρώσουν,
η φάτνη της αγάπης μας φαντάζει μακρινή
και ανελέητα αρπάν’ τα ρόδα πριν μυρώσουν,

χιλιάδες στήνονται σταυροί, μαύρη καταπακτή,
στα ρόδα να θυμίζουνε τον θάνατο των σκλάβων,
όλων εκείνων που τολμούν να νοιώσουν  στη ζωή
τη μυρωδιά  που πλάνεψε τον κόσμο των πλασμάτων.

[«το ρόδο που σταυρώνεται προτιμά ν’ αποκτήσει επίγνωση της αναγκαιότητας και της φιλοσοφίας» / Γ. Φ. Χέγκελ, Η Φιλοσοφία του Δικαίου]

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Οι φίλοι γράφουν ποίηση:

Η Ανεργια των νέων

Επαλεψα εσπουδασα
Και προκοπη δεν ειδα
Χαμενα τα ξενυχτια μου
Χαμενη κι ελπιδα

Ξεριζωμος είναι πικρος
Μεγαλη ανηφορα
Ειν η ελπιδα μου εμπρος
Βουνο αρχιζει τωρα

Πως περιμενουν τα παιδια
Να είναι φτυχισμενα
Όταν μπροστα τους τα στενα
Ειν όλα τους κλεισμενα

Ετσι μας φευγουν τα παιδια
Μας φευγει η ζωντανια
Παει το αιμα μας αλλου
Σε μακρυνα λιμανια


Μιλτος

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Οι φίλοι γράφουν ποίηση:

Τα άρρητα.

Θυμάμαι…
Τα συναισθήματα τα άρρητα, τα ανομολόγητα
Θυμάμαι…
Τα παθιασμένα φιλιά πιασμένα στο δίχτυ της φαντασίας
Τα παλλόμενα κορμιά περίτεχνα αγκαλιασμένα
Τα δροσερά σεντόνια
Τις μισόκλειστες γρίλιες τα καλοκαιρινά απομεσήμερα
Τα πέλματα που βουλιάζουν στην καυτή άμμο
Το νερό της θάλασσας που τυλίγει ηδονικά το κορμί
Τα ρίγη της ηδονής
Τα σώματα που δονούνται
Τα αισθήματα που δονούν
Τα καυτά φιλιά… θυμάμαι…
Τα άρρητα, τα ανομολόγητα αισθήματα.



ΕΡΩΣ. ΕΡΕΒΟΣ και ΦΩΣ

[Ν.Β.]

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

χάθηκα...

[για τον Αλέξη, προσπάθησα να "βρεθώ στη θέση του" 4 χρόνια μετά...]

μεγάλωσα δυο-τρία χρόνια, τα μαλλιά μου μάκρυναν
κάποιες τρίχες πύκνωσαν στο πηγούνι μου,
ψήλωσα μερικούς πόντους, έδεσε το σώμα μου,

λαχτάρησα την ανεμελιά των εφηβικών χρόνων,
το παιχνίδι της πλατείας, τη σχολική παρέα μου,
τα κορίτσια που πειράζαμε τις ώρες του ίσκιου,

κοίταξα τα σύννεφα και μου φανήκανε βαριά,
τ' άρβυλα με κτυπήσανε στα πόδια,
τρέχουμε να κρυφτούμε μακριά απ' τα παιδιά,

τίποτα δε μαρτύρησε σε 'σας το πρώτο μου το αίμα,
η μάνα μου θυμήθηκε πως είμαι μακριά,
λείπω καιρό από το σπίτι και δεν τρώω,

οι φίλοι μού 'γνεψαν και μού 'παν σιγανά
να φυλάγομαι από τ' αδέσποτα σκυλιά στους δρόμους,
να μην ξαπλώνω στα παρτέρια, να μη μιλώ στα άστρα,

στέκομαι μοναχός και σιγοψιθυρίζω στην αύρα του καλοκαιριού,
στη θαλασσινή αρμύρα ανοίγω την ψυχή μου,
την πέτρα νοιάζομαι γιατί αγκομαχά

τόσα κορμιά, τόσους ανθρώπους να σκεπάσει,
προσπάθησα να ρίξω πίσω μια ματιά
και μαύρα πέπλα μού 'κρυψαν της ζήσης μου το δάκρυ,

νοιώθω την καρδιά μου να γυρνά σε τόπους πυρωμένους,
σ' εδάφη πλαγιασμένα από το βάρος του καρπού
που μέσα τους φυτέψαν ολόιδιες φιγούρες τραγικές,

το σκίρτημα του έρωτα, τη ζέστη της αγκάλης,
αναζητώ στα σύννεφα, στης μέρας τον παλμό
και σας χαρίζω, απλόχερα, γι αυτό που έχω χάσει

ένα χαμόγελο γλυκό, ένα βλέμμα τρυφερό.

[στο φίλο μας που λείπει]

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Δεκέμβρηδες.



τ' όνειρο ξετυλίχτηκε απ' το κόκκινο κουβάρι,
σκόρπισε κάτω,
σάρωσε τη γη τη ματωμένη,
πλεχτό σκέπασε σιωπηλά τ' ανθρώπινο κουφάρι
το στόλισε, το μύρωσε,
καλύπτοντας πληγή χαρακωμένη,

το νήμα αγκάλιασε γοργά τον ήχο των σπασμών,

γύρισε κοίταξε λοξά
τα γράμματα στους τοίχους,
έκανε με την πλέξη του εικόνες εραστών
και χαμογέλασε αχνά
στους άγραφους τους στίχους,

η άκρη του λαμπάδιασε στο κόκκινο χαμένη,
σκορπίζοντας τη σπίθα της
στα μάτια των παιδιών,
γονάτισε και στίβαξε στη φλόγα της λουσμένη
βαρέλια με μπαρούτι
στα χέρια αγωνιστών,

χρώμα και χώμα έγιναν στο θάνατο ασπίδα,
μάτια θολά, ανάστατα,
είδαν το φονικό
χρόνια πολλά καρτέραγε μ' αμείωτη ελπίδα
κάστρα ψηλά και άπαρτα
να θάψουν το θεριό,

κι όλο προσμένει, απ' τ' άπειρο, κάποτε να φανεί
η άλλη η άκρη του κοντά
στο τέλος ν' αχνοφέγγει,
των μαρτύρων η παρέλαση να μην ξαναγενεί,
μα η γιορτή της λύτρωσης
τ' όνειρο ν' ανασταίνει
γιατί η πλέξη έδεσε, απίστευτα γερή.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

καθημερινότητα

το νερό σταμάτησε στ' αυλάκι,
ο ήλιος δεν ζεσταίνει πια,
το πρωινό αγκάλιασε το δείλι,
ο έρωτας φτερούγησε μακριά..

το χρώμα ξεθωριάζει στην κορνίζα,
το σπίτι πάγωσε τη νύχτα,
τα σκυλιά ολόγυρα γυρνούν,
κανένας δεν μιλάει με τη μοίρα
και τα παιδιά, απέξω, δεν γελούν.

Η μέρα μας γελάει ειρωνικά,
ο ουρανός ξεκρέμασε τ΄αστέρια
κι ο διπλανός μας πια δε μας μιλά,
τα άνθη ξεραθήκαν στα παρτέρια
και οι θεοί μας φύγαν μακριά...

το αίμα στέρεψε απάνω στις πληγές μας
κι η μοναξιά στειρώνει τις νυχτιές μας,
ο Γολγοθάς ανάποδα γυρίζει
και ο σταυρός στον άνεμο σφυρίζει
γιατί απάνω του οργιάζουν αρπακτικά..

πόσο σκληρά βιώνουμε την καθημερινότητα!

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Ένα ευχαριστώ, μια νύχτα του χειμώνα…



(για κάποια 'ευχαριστώ' που ποτέ δεν ήρθαν...)

πλανήθηκα στην έρημη ακτή των κοραλλιών,
ανταύγειες οι ελπίδες μου στην κόκκινη αυγή,
λογάριασα πως ήμουνα στην πύρινη λαβή
δαχτυλιδιών που γύριζαν στις πλάτες αστεριών,

κοίταξα κάτω, ταπεινά, την άμμο την ξανθή,
έχωσα τις παλάμες μου στις δίνες του ονείρου,
προσπάθησα να βρω ξανά στις όχθες του απείρου
τον ψίθυρο που έλουζε φιγούρα ταπεινή,

ορκίστηκα πως τίποτε δεν θα λυγίσει πάλι
τ’ ατσάλι που στολίσαμε με πέτρες λαμπερές,
πως στη ζωή που χάραξα σε έρημες πλαγιές
μοναδική ανάσα μου ειν’ η σκληρή μου πάλη

απέναντι στις θλιβερές, μοναχικές νυχτιές.
Κοίταξα πέρα, μακριά, στα λάθη της ζωής μου,
έψαξα να ‘βρω μαγικούς ήχους της συντριβής μου
κι αντίκρισα εικόνες μου να στέκουν σιωπηλές.

Πίστεψα, απ’ τον άνεμο που τα βουνά αγκαλιάζει
θε να ‘ρθει και σε μένανε κουβέντα μαγική,
το ‘φχαριστώ που χτίσαμε σαν λύση τελική
ν’ ακούσω και να ορκιστώ  «τίποτα δεν αλλάζει».

Βαρύς, ασήκωτος, μουντός ο ήχος της σιωπής
μου θύμισε πως την ψυχή, τη φλόγα της ζωής μας,
μόνοι μας τη στηρίζουμε και θα ‘ναι η ύπαρξή μας
δίχως κανένα «ευχαριστώ», των άλλων κιβωτός.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Γάζα


 [χάρις στον Bob Dylan]


πόσους αγώνες θα κάνει κανείς
προτού αντικρίσει το φως;
πόσες φορές θα σκύψει στη γη
πριν καταλάβει πως ειν' δυνατός;
πόσες σταγόνες ιδρώτα θα φτιάξουν κεριά
για να διώξουν τη νύχτα το φόβο,
πόσες κραυγές θ' ακουστούν μακριά
να πειστείς πως ποτέ δεν σ' αφήνουμε μόνο,
πόσα παιδιά θα χαθούν στον καπνό
της οβίδας που πέφτει με κρότο,
πόσες ψυχές θα χαθούν στο λεπτό
για να ζήσουν αυτοί δίχως κόπο;

Η απάντηση είναι εδώ, ειν' μπροστά
και δεν χάνεται στου ανέμου το ρεύμα,
η απάντηση ειν' εδώ, λαμπαδιάζει ξανά
στων ανθρώπων την πάλη να πνίξουν το ψέμα!

πόσα πουκάμισα θα γίνουν σημαίες,
πόσα κεφάλια θ' αντικρίσουν το τέρας,
πόσα πορτόφυλλα θα κλείσουν μητέρες
νεκρά σα θα 'ρθουν τα παιδιά τους στο τέλος της μέρας;
πόσοι ανθρώποι θα δούνε το χέρι
της μαύρης κουκούλας που μιλάει στον χάρο,
πόσοι στην καρδιά τους θα νοιώσουν μαχαίρι
επειδή, με το αίμα τους, ορθώσαν τον θεόρατο φάρο;
πόσοι λαοί θα σαπίσουν στο χώμα
γιατί άλλοι τους κρύψαν τον ήλιο,
οι αλυσίδες, πόσους θα κάνουνε λιώμα
για να στήσουν της φρίκης βασίλειο;

Η απάντηση χαιδεύει του ήλιου την άκρη,
οι θεοί τη σκορπίσαν στη γη μας σαν μπόρα
που θα 'ρθει, θα σαρώσει, θα βλαστήσει
τον σπόρο της ζωής, του αγώνα που κάνουμε τώρα!


μέχρι πότε ο άνθρωπος θ' ανάβει καντήλια
να θρηνεί τις ζωές που χαθήκαν στην πάλη,
μέχρι πότε θα φοράμε τα μαύρα μαντήλια
επειδή τη ζωή μας καρπωθήκανε άλλοι;
μέχρι πότε τα παιδιά μας θ' αντικρίζουν τον τρόμο
τον διωγμό, μέχρι πότε θα έχουν παιχνίδι,
μέχρι πότε θα ζούμε στον τάφο μας μέσα
για να τρώει και να ζήσει της Σιών τ' άγριο φίδι;
μέχρι πότε θα γυρνάτε κεφάλι, δεν θα βλέπετε αίμα,
μέχρι πότε το χρήμα κι η κρεπάλη θα σας πνίγει στο ψέμα;
μέχρι πότε θα λέτε πως δεν ήταν γραμμένο
οι λαοί να σηκώσουν κεφάλι,
μέχρι πότε το λαό σταυρωμένο
θα θωρείτε, αγνοώντας την Ανάσταση πάλι;

Η απάντηση είναι με το αίμα γραμμένη
στην καρδιά, στην ψυχή, στο κορμί, στο κεφάλι,
η απάντηση είναι πως θα δούμε στημένη
στην πατρίδα μας, τη σημαία μας, πάλι!





Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Η βροχή που ξεπλένει τις πλατείες.



Ανοίξανε οι ουρανοί χλευάζοντας το σύμπαν,
στον αιώνιο αγώνα του ενάντια στο χάος,
αναδείχτηκαν γωνιές, πλατείες και ταράτσες,
δρόμοι ρυπαροί κι ελεεινοί, ορυκτέλαια γεμάτοι.
Στους κάδους στήσανε χορό τ' ατέλειωτα σκουπίδια
προσμένοντας, ειρωνικά, ελπίδες και ψυχές.
Σε κάθε στενοσόκακο τα παιδικά παιχνίδια
παρέλασαν και σκόρπιζαν μακάβριες κραυγές.


Τη φλόγα της αντίστασης,
τη φλόγα της ψυχής μας,
σκιές της καλοπέρασης
αρνήθηκαν ξανά
αποστρέφοντας το πρόσωπο
στο βάθος της πληγής μας.

Όταν οι φλέβες του νερού
απάνω μας κυλούσαν,
όταν ψυχές και σώματα
με πάθος τού μιλούσαν,
εκείνο νόμισε γλυκά
πως σιγοψιθυρίζαν
και την οργή δεν ένοιωσε
που το 'κανε ατμό!

Η βροχή που ξέπλυνε τις έρημες πλατείες,
ξέπλυνε, βιαστικά, το άρρωστο μυαλό
μα όχι τις ψυχές μας που θαρραλέα
έβρεχαν τα χείλη με νερό.
Πλακάτ, πανό, συνθήματα ματώθηκαν
στην μπόρα,
μα 'κείνο που μας πόνεσε κι ήτανε πιο πικρό
ήταν η απουσία σας την ώρα του αγώνα
όταν στη γη μας έβρεχε σκοτάδι και κακό.

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Ν. Κυριακίδης: Η ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ (ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟ)


 
 
Το βλέπεις ;
Σέρνεται χωρίς πόδια στη τρύπα του.
Χαίρεται -
Ακροατής περιγραφών, για το θανατικό τριγύρω.
Κάτι που δεν θάρθει ποτέ να τονε βρεί.
Όνειρα, απο που να φτάσουν……
Στοιχειωμένος στην αιώνια αυπνία
Καμιά τρικυμία δεν τον πλησιάζει.
Κι αυτός -
ζηλεύει την αρκούδα.
Με την ηρεμία του ύπνου στο λαγούμι της.
Την αξιοπρέπεια στη πείνα, την απέχθεια στο κρύψιμο.
Ο πατέρας της κοπέλας
κάνοντας ολόκληρο ταξίδι,ψάχνει αυτον που με το σάλιο
Μόλυνε τους αυριανούς του εγγονούς
Μάταια, όλα αυτά.
Μη ξαναμιλήσεις για ευθανασίες
Να σου πω, τι νομίζω :
Συναντήθηκαν κάποτε σε πόλη καφετιά
Το τίποτε
Ο περαστικός
Κι ένα πικρό κορίτσι με σπυριά.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Στους δρόμους τη νύχτα.



Στους δρόμους πια δεν τριγυρνώ,
τα φώτα δεν με λούζουν,
τ' αστέρια δεν μ' αγγίζουνε,
και πια δεν μου θυμίζουν
τις μελωδίες π' άκουγα
στον οίστρο της καρδιάς μου.
Οι δρόμοι στάζουνε χολή,
αίμα, πόνο και μίσος,
οι δρόμοι φόρεσαν στολή
π' αγκάθια τη στολίζουν.

 Στους δρόμους παίζεται συχνά
σαν άγριο παιχνίδι,
του ανθρώπου η εξόντωση
και των ψυχών η θλίψη.
Μαύρα φίδια που σέρνονται
ορμούνε στους διαβάτες,
κτυπάνε ύπουλα, κρυφά
και σέρνονται μ' απάτες
για να τρομάξουν, να κρατούν
τα στόματα κλεισμένα
μπροστά στα ξόρκια του κακού,
στο χάος της αβύσσου,
στη μοναξιά του εαυτού,
στο θρίαμβο του μίσους.

Στους δρόμους δίνεται βουβά
ο αγώνας του ανθρώπου,
γι' αξιοπρέπεια, τιμή,
και λευτεριά του τόπου
που ασταμάτητα βογγά,
στενάζει και δακρύζει
γιατί διαρκώς, ολονυχτίς
το αίμα τον ποτίζει.

Στους δρόμους νύχτα δεν γυρνώ,
τα φώτα δεν με λούζουν,
το απέραντο σκοτάδι της
και τ' άστρα δεν μ' αγγίζουν,
γιατί επέλεξα εγώ τη ζεστασιά του ήλιου,
το φως φωνάζω είν' η ζωή, 
τ' ανθρώπινου βασίλειου.







Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Στον αστερισμό του άσπρου!



(στη Φένια που μου έδωσε την έμπνευση)

Άσπρη ειν' η αρία φυλή,
άσπρη είναι κι η σκόνη,
όσο τρυπάς το χέρι σου,
τόσο θα σε σκοτώνει.

Άσπρες οι μπλούζες των γιατρών,

άσπροι και οι μανδύες
που σε τυλίγουν να μη δεις
του πόνου ιστορίες.

Άσπρα τ' αρχαία μάρμαρα,
χάσανε στη σκουριά τους
το φως που δίναν στους λαούς
να βρουν τη λευτεριά τους.

Άσπρο το χιόνι στις πλαγιές,
δεν εννοεί να λιώσει
γιατί κάποιοι βάλαν σκοπό
η γη μας να ματώσει!

Άσπρη η άκρη του ματιού
π' αντίκρυσε τη φρίκη
στο Άουσβιτς, στο Σομπιμπόρ,
στην Τελική τους Λύση!

'Ασπρα ειν' τα λευκά κελιά
που μέσα τους φορτώνουν
ανθρώπους π' αντιστάθηκαν,
που δεν μπορούν να λιώσουν.

Άσπρη η ομίχλη που 'φτιαξαν
για να μη δεις ποτέ σου
τ' αρπακτικά που πέσανε
να πιουν απ' τις πληγές σου.

Μαύρος, ο μαύρος τους σταυρός,
ακάνθινο στεφάνι
που θέλουν να φορέσουμε
στο μέτωπο και πάλι.

Μαύρ' η ψυχή των τρωκτικών,
η πεταλούδα της οχιάς
είναι κι εκείνη μαύρη,
μαύρος θα 'ναι κι ο θάνατος
που θα τους βρει και πάλι,

γιατί γνωρίζουνε καλά αυτοί
που ζουν απ' το σκοτάδι,
πως στους αιώνες χάθηκαν
απ' τη δική μας πάλη.

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Νίκος Κυριακίδης: ΜΙΑ ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΤΗΣΗ







Το κοριτσάκι ήταν μάλλον αδύνατον να κινηθεί.
Ένας ανόητος ιστορικός από απέναντι- μετά εβδομήντα χρόνια
θα μας βοηθούσε παρά τη θελήσή του.
Στο τέλος αποφάσισαν ψύχραιμα να μη τρώνε πρώτα τους γέρους
Τα μωρά ήταν πιο εύκολο να μαλακώσουν.....
Ήταν κι ένας άλλος παρόμοιος ιστορικός που μας βοηθούσε πάλι.
Μετά ερχόταν το κάρο στη Χαραυγή και μάζευε τους ξεκουρασμένους
Την είδε : ‘’Φάε κάτι μικρή, στο επόμενο δρομολόγιο, σε βλέπω μέσα’’.
Στο Λένινγκραντ και το Στάλινγκραντ τη δουλιά την κάναν κυρίως
οι πολύ δοκιμασμένες γριές
Αυτές που ξέραν πια καλά τι θα πεί κορμί ακούνητο και κορμί πεινασμένο.
Πηγαινοέρχομαι από μικρός μέσα στο αερόστατό μου,
από τη Χαραυγή στο Λένινγκραντ.....επιστρέφω μετά
Και θέλω ένα κόμμα, ένα χαπάκι, ένα σώμα χαρούμενο.
Με περιμένει ένα τρύπιο χέρι που φορά ένα γάντι
Ήχοι που είναι φρικτά ανόητοι
Συνενώσεις δήμων και μετονομασίες
Φαρμακεία χωρίς φάρμακα
Χαμόγελα –και γέλια-απόγνωσης
Κυρίως ένα ξεραμένο δέντρο
Και τηλέφωνα που πια δεν χτυπούν.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2012: ΟΧΙ ΛΕΜΕ ΚΑΙ ΟΧΙ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ !!



Φορέστε τις στολές και παρελάστε,
σαν πρόβατα που πάνε στο σφαγείο,
φορέστε τις στολές και τραγουδάτε
πως είσαστε της νιότης το θηρίο!

Κι ύστερα, στο θάμπος της ημέρας,

κρεμάστε τη στολή και τη σημαία,
κρασί πολύ στη μέθη της παρέας,
κι αφήστε άλλους ν΄αγωνίζονται μοιραία.

Σας τύλιξαν στο άσπρο, στο γαλάζιο,
σας είπαν πως αυτή είν' η πατρίδα
αλλά απόφυγαν να πούνε πως μουράγιο
σας κτίσαν οι νεκροί με την ελπίδα.

Αυτοί που πάντα μέναν έξω,
γλεντοκοπώντας όταν πέφτανε οι άλλοι,
αυτοί σας λένε πως πατρίδα
σημαίνει πως να σκύβεις το κεφάλι!

Για μας το άσπρο, το γαλάζιο,
είναι βαθιά πνιγμένο μεσ' το αίμα,
αυτών που χάθηκαν στην πάλη
για να γλεντάς εσύ μέσα στο ψέμα!

Νίκος Κυριακίδης : ΠΟΙΗΣΗ 7



ΕΚΤΟΣ

Αν είχα
ένα γιο,
μετά το πρώτα χρόνια της ψυχραιμίας μου
νομίζω θα πήγαινα
στη μάνα μου
να με πετάξει.
Κάνοντας
έκτρωση.

Νίκος Κυριακίδης : ΠΟΙΗΣΗ 6



ΓΙΟΥΔΙΑ

Δεκάδες θάνατοι
ντυμένοι προκλητικά.
Ωσαν τον φασισμό
ντυμένον επανάσταση.
Μας μικραίνουν
τις μερες
Μας παγώνουν
τα χρώματα,
δειλοί.
Πριν
το Θάνατο των μικροθανάτων.
Την υστερεκτομή
Αυτής.....
του φασισμού.
Μαζί, μας μακέλεψαν
τα μωρά μας
Μαζί, μας στράγγιξαν
τα γλυκά υγρά
της σάρκας
και τ’ αλμυρίσαν.
Δεν ξέραν πως τα μωρά
ξανάρχονται.
Και κυρίως
δεν έχει περάσει
μέρα απο πάνω τους,
μητε μπουκάλι
απ τ’ αμπέλι τους.
Με τα ίδια ρούχα:
Φτωχικά
Ίδιο νούμερο
Νικηφόρα




ΕΨΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΣΕ ΕΙΔΑ ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ

Φωνή και ούτι
Αμαν !
Βγήκε κι αυτή η ανάσα...
μνήμες την έπνιγαν
πείσματα τη σπρώχναν,
ουλές την ομορφαίναν.
Έρωτες πόνου,
κρυφοί σαν
την ελπίδα
άγριοι
όπως κάθε σαρκοφάγου,
που συνήθως
πεινά.
Αμαν !
Κι απ΄εδώ και κάτω
δάκρυα βγαίνουν
Χασούρες
λάθη
γλύκα υγρή,
γι΄αυτό
‘’κοίτα με
κι από τη μέση
και χάμω’’
Τσιφτετέλι,
επιτάφειος.

 

ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ


Ο Γιώργος είπε στο δίκαιο
πως πρόκειται για παρεξήγηση
‘’Τα μικρα παιδιά είναι σαν τούρτες
δεν τα πειράζεις, μόλις τ αγγίξεις χαλάνε’’,
του τόπε καθαρά,
‘’μούτρα-κούτελα’’
Ο χασάπης μου ξέρει
πως το κρέας σαν κιμάς φτουράει πιο πολύ.....
και μάλλον δεν χρειάστηκε ποτέ να το πει.
Εσυ είσαι θυμωμένη με το μισό :
Τη μισή μέρα, τη μισή λέξη
τη μισή αρρώστεια
τους μικρόσωμους σκύλους.
Κοιτάς αγριεμένα
Τον Γιώργο που ζει επαναληπτικά
-ο ‘’καραμπίνας’’ στις καβάτζες του-
τους χασάπηδες που έχουν χρήμα,
επιχειρηματικότητα.
Αυτούς που σου δίνουν την ηρεμία που ζητάς,
οι ανόητοι......χωρίς να καταλάβουν το ψεμματάκι σου.