Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

O μεταμοντερνισμός των Xριστουγέννων



του Δημήτρη Πετρέλη

Θα ξαναβιώσουμε καρτερικά
την ανάμνηση της γέννησής Tου
από τα δορυφορικά συστήματα
των μέσων μαζικής ενημέρωσης,
το διαδίκτυο,
την πρωτότυπη εμπορικότητα,
τα ηλεκτρονικά ταμπλό
με τις ευχητήριες ρεκλάμες,
τα δέντρα των λαμπιονιών,
τα κάλαντα,
με κατάληξη τις τυπολατρίες
των "χειροποίητων ναών",
με βάση το παχυλό φιλοδώρημα
σαν εξιλέωση στους ασθενέστερους.
Tο άστρο δε θα σταθεί ποτέ
επάνω από τις αυτοσχέδιες φάτνες
με γύψινους προσκυνητές,
ακίνητους αγγέλους,
επιτήδειους Aγιοβασίληδες,
ευέλικτους αρλεκίνους
και σολίστες των πεζοδρομίων.
Στα πλουσιοπάροχα γεύματα
καθώς τα ποτήρια τσουγκρίζονται από ευχολόγια
η "επί γης ειρήνη" σπαράσσεται διάτρητη
στα πεδία μαχών
άκαμπτων ορθολογιστών.
Σε κάποια σημεία του πλανήτη,
η "εν ανθρώποις ευδοκία" παλινδρομεί,
δοκιμάζεται.
O μεταμοντερνισμός των Xριστουγέννων
είναι ένας κόσμος γυαλιστερός,
ποικιλόχρωμος, αιχμηρός.
Tο θέαμα και η κοσμικότητα
υπερτέρησε της ουσίας
του ταπεινού ερχομού Tου.
Πολλοί θα γιορτάσουν το χαρμόσυνο γεγονός,
αλλά λίγοι θα γονατίσουν με ευλάβεια
και ειλικρινή πίστη.

Ελπίδα;


Χαίρονται όλοι -το βλέπω- αλλ' εσβήστη
από κρύα παγωμένη πνοή
στις ψυχές των ανθρώπων η πίστη
κ' είναι τώρα η χαρά της τους τυφλή.
Στα σκοτάδια του κόσμου μια μέρα
πάλι εκείνη σαν άστρο ας φανεί
πού τους Μάγους οδήγησε πέρα
να λατρέψουν το ουράνιο παιδί.
.................................................
Γ. Μαρκοράς.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Κομφούκιος












 

 
 

Charles Baudelaire.




L’  Etranger  (Ο Ξένος).

Ποιον αγαπάς περισσότερο, αινιγματικέ άνθρωπε; Τον πατέρα σου, τη μητέρα σου, την αδελφή σου ή τον αδελφό σου; Πες..
-          Δεν έχω ούτε πατέρα, ούτε μητέρα, ούτε αδελφή, ούτε αδελφό.
-          Τους φίλους σου;
-          Χρησιμοποιείτε μια λέξη της οποίας την έννοια δεν έχω γνωρίσει ακόμη.
-          Την πατρίδα σου;
-          Αγνοώ σε ποια γεωγραφική θέση βρίσκεται.
-          Την ομορφιά;
-          Θα την αγαπούσα με όλη μου τη θέληση, αυτή την αθάνατη θεά.
-          Τον χρυσό;
-          Τον μισώ όπως μισείτε εσείς τον θεό!
-          Ε! τι αγαπάς τότε παράξενε ξένε;
-          Αγαπώ τα σύννεφα, τα σύννεφα…, τα σύννεφα που περνούν… εκεί κάτω.. τα υπέροχα σύννεφα!



Chacun  sa chimere  (καθένας με τη χίμαιρά του).


Κάτω από έναν πελώριο γκρι ουρανό, σε μια σκονισμένη πεδιάδα, χωρίς δρόμους, χωρίς χορτάρι, χωρίς ένα γαϊδουράγκαθο, μια τσουκνίδα., συνάντησα πολλούς ανθρώπους που περπατούσαν σκυφτοί.
Καθένας από αυτούς κουβαλούσε στους ώμους του μια πελώρια Χίμαιρα, τόσο βαριά όσο ένα σακί με αλεύρι ή κάρβουνο ή την πανοπλία ενός πεζού ρωμαίου.
Αλλά το τερατώδες ζώο δεν καθόταν αδρανές: αντίθετα, αναπτυσσόταν και τυλίγονταν στον άνθρωπο με τους ελαστικούς και πανίσχυρους μύες του. Γαντζωνόταν με τα νύχια του στο στήθος του υποζυγίου του  και το φρικιαστικό κεφάλι του  περιτυλιγόταν στο μέτωπο του ανθρώπου σαν μια φρικτή περικεφαλαία, όπως αυτές με τις οποίες οι αρχαίοι πολεμιστές έλπιζαν να τρομάξουν τους εχθρούς των.
Ρώτησα έναν από τους ανθρώπους που πηγαίνει έτσι; Μου απάντησε πως δεν γνωρίζει τίποτε, ούτε αυτός ούτε οι άλλοι, αλλά.. προφανώς κάπου πηγαίνει σπρωγμένος από μια ακαταμάχητη ανάγκη να περπατήσει.
Πράγμα περίεργο, που πρέπει να σημειώσω: Κανείς τους δεν είχε  ανησυχία για το τρομερό ζώο που είχε τυλιχθεί στο λαιμό του και κουβαλούσε στην πλάτη του! Μάλλον, το χαρακτήριζε ως αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του. Όλα αυτά τα κουρασμένα και απογοητευμένα πρόσωπα δεν μαρτυρούσαν καμία απογοήτευση.. Κάτω από τον γκρίζο ουρανό οδηγούσαν τα βήματα τους με μια φυσιογνωμία όπως αυτών που είναι καταδικασμένοι  να ελπίζουν παντοτινά!
…….
Και μέσα σε λίγα λεπτά έπιασα τον εαυτό μου να κατανοεί αυτό το μυστήριο. Αλλά εκείνη τη στιγμή η ακαταμάχητη Αδιαφορία αναδιπλώθηκε πάνω μου και αισθάνθηκα μεγαλύτερο το βάρος της από αυτό που κουβαλούσαν εκείνοι με τις τρομακτικές Χίμαιρες τους.

(μετφ. δική μας)

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

César Vallejo

César Vallejo-Ο φτωχός

Η μέρα κοντεύει· κούρδισε
το χέρι σου, ψάξε τον εαυτό σου κάτω
απ' το στρώμα, στάσου και πάλι
στο κεφάλι, για να περπατάς ορθός.
Η μέρα κοντεύει, φόρεσε το παλτό σου.

Η μέρα κοντεύει· άρπαξε
το παχύ σου έντερο σφιχτά στο χέρι, συλλογίσου,
πριν διαλογιστείς, γιατί είναι φριχτό
όταν βρέχει σε κάποιον η κακοδαιμονία
και το δόντι του πέφτει εντελώς.

Πρέπει να φας, λέω όμως στον εαυτό μου,
μή θλίβεσαι, γιατί η θλίψη και το κλάμα
δίπλα στον τάφο δεν ανήκουν στους φτωχούς·
μπαλώσου, θυμήσου,
εμπιστέψου την λευκή σου κλωστή, τον καπνό, φώναξε παρουσιολόγιο
στην αλυσίδα σου και κράτα την πίσω απ' το πορτραίτο σου.
Η μέρα κοντεύει, φόρεσε την ψυχή σου.

Η μέρα κοντεύει· περνούν,
έχουν ανοίξει ένα μάτι στο ξενοδοχείο,
το μαστιγώνουν, το χτυπούν με έναν απ' τους καθρέφτες σου...
Τρέμεις; Είναι η μακρινή κατάσταση του μετώπου
και το πρόσφατο έθνος του στομάχου.
Ροχαλίζουν ακόμα...Τι σύμπαν κλέβει αυτό το ροχαλητό!
Σε τι κατάσταση βρίσκονται οι πόροι σου, στην κρίση τους!
Με τόσα δύο, ω, τι μόνος που είσαι!
Η μέρα κοντεύει, φόρεσε τ' όνειρό σου.

Η μέρα κοντεύει, επαναλαμβάνω
μέσα απ' το φωνητικό όργανο της σιωπής σου
και είναι επείγον να πάρεις το αριστερό με την πείνα
και το δεξί με τη δίψα· σε κάθε περίπτωση,
να απέχεις απ' το να είσαι φτωχός μες στους πλούσιους
να σκαλίζεις
το κρύο σου, γιατί η θέρμη μου είναι ένα μ' αυτό, αγαπημένο θύμα.
Η μέρα κοντεύει, φόρεσε το σώμα σου.

Η μέρα κοντεύει·
το πρωινό, η θάλασσα, ο μετεωρίτης,
κυνηγούν την κούρασή σου με λάβαρα,
και, εξαιτίας της κλασικής σου περηφάνειας, οι ύαινες
μετρούν το βήμα σε συγχρονισμό με τον γάιδαρο,
η φουρνάρισα σε σκέφτεται, ψηλαφώντας
το κουζινομάχαιρο όπου είναι φυλακισμένα το ατσάλι
και το σίδερο και το μέταλλο· μην ξεχνάς,
δεν υπάρχουν φίλοι στην Λειτουργία.
Η μέρα κοντεύει, φόρεσε τον ήλιο σου.

Η μέρα κοντεύει· διπλασίασε
την ανάσα σου, τριπλασίασε
την εχθρική καλοσύνη σου
και περιφρόνησε το φόβο, τις διασυνδέσεις και την επιτήδευση,
γιατί εσύ, όπως μπορεί να δει κανείς στον καβάλο σου,
μιας και ωιμέ, ο σατανάς είναι απέθαντος,
ονειρεύτηκες απόψε ότι ζούσες
με τίποτα και πέθαινες με τα πάντα...

(Μτφρ.: Lenin Reloaded)

Παγοδρόμιο

Όποιος προτίθεται κάτι να θάψει,
μια ψευδή υπόσχεση, για παράδειγμα,
μια δέσμευση που δεν τηρήθηκε,
κάποια σαρακοφαγωμένη ενοχή, μια
συλλογή αντικειμένων χωρίς ειρμό
ή στόχο, καλείται να το πράξει
τώρα: το χιόνι είναι
αρκετά παχύ, είναι χειμώνας
απ’ άκρη σ’ άκρη της επικράτειας
κι η επικράτεια είναι ξεχασμένη
σε κάποια άκρη της ηπείρου
και η ήπειρος είναι ξεχασμένη μες στο
συρτάρι κάποιου γραφείου στον τρίτο όροφο.
Και η ταφή θα κρατήσει πολύ, ίσως για πάντα
και τέλος πάντων όσο είναι
εύλογο να ελπίζει κανείς με δεδομένη
την απότομη αλλαγή θερμοκρασιών
της τρίτης χιλιετίας, ή είναι η εικοστή
έβδομη, έχω χάσει το μέτρημα και τη
βάση του μετρήματος· γι’ αυτό με το παρόν
ανακοινώνω πως είναι μια θαυμάσια ευκαιρία
και πρέπει να βιαστείτε.

Μόνο σκεφτείτε φιγούρες που ’χουμε
να κάνουμε μ’ ελεύθερα
επιτέλους τα δύο χέρια
με πόδια ελαφρά σαν τον ύπνο
αθώου στην πτέρυγα μελλοθανάτων,
όλες αυτές τις αυτοσχέδιες εξτραβαγκάντζες
πάνω στ’ απέραντο παγοδρόμιο
της ιστορίας. Κι από κάτω, σκεφτείτε, εκεί
που ο πάγος θα είναι κάπως περισσότερο
λεπτός, θα φαίνονται
οι σκιές των πραγμάτων: οι ξεπεσμένοι
κίονες στις πυλωτές πολυκατοικιών, οι κεραίες
από τις ορφανές τηλεοράσεις,
τ’ ασπρόρουχα στα σύρματα, εκπτωτικά κουπόνια,
τα χαρτόνια και οι κουβέρτες των αστέγων.
Αμνησιακούς μας βλέπω ήδη να αφηνόμαστε
σε πιρουέτες πάνω στον πάγο που απλώνεται
πάνω απ’ την ανύπαρκτή μας πολιτεία. Κι
από κάτω θα ροχαλίζει ο ηλεκτρικός
θα ακούγεται μία απόμακρη συγχορδία
από βιολιά ταλαντούχων επαιτών
στην είσοδο του μετρό, ή θα μαίνεται
μια καταιγίδα από πέτρες στην είσοδο
του Εμπορικού Επιμελητηρίου, και
θα ανεβαίνουν οι ανάσες μας οι τελευταίες
όλο χαμόγελα μέσα σε γυάλινο ασανσέρ.

σε 13'

 
η ελληνική κατάσταση σε 13 λεπτά.