Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

ΘΡΗΝΟΣ





μου λες ο θεός σου σε στέλνει αυγή,
μου λες η φυλή σου ορίζει το μέλλον,
όμως η δική σου ιστορία ξεκινά με σφαγή
γιατί έτσι σε 'θέλαν και θέλουν, αφέντη στη γη,
πυροβόλα και σφαίρες ζωντανεύουν το μίσος,
της καρδιάς σου οι χτύποι είναι πιο δυνατοί,
εσύ ήρθες στον κόσμο όχι ίσος προς ίσο
μα κυρίαρχος να'σαι λεηλατώντας τη γη,
ο αμνός που σε στέλνει δε διδάσκει την έχθρα,
ο θεός δεν κρατάει μπογιές για να βάψει λαούς,
αν σε κάτι πιστεύει είναι μόνο η αγάπη,
αν σε δίδαξε κάτι, να βοηθάς τους φτωχούς,
έχεις μάτια βαμμένα σαν φωτιές κολασμένες,
έχεις όψη θηρίου που οργώνει πλαγιές,
είσαι πλάσμα φτιαγμένο στα σκοτάδια του χάους,
είσαι κτήνος που χορταίνει μοναχά με σφαγές,
είσαι μόνος, μικρός, έν' ασήμαντο σχήμα
στην πανώρια ουράνια του φωτός τη ροή,
είσαι εκείνος που ζητάς να γεννήσεις το φίδι
λες και θάρθει μετά η παγκόσμια αλλαγή,
κι όμως εκεί, μέσ' τα έρημα και χέρσα χωράφια,
εκεί στου ανθρώπου την πρώτη στροφή,
σε κοιτάζουν με οίκτο εκατομμύρια μάτια
κι εκσφενδονίζουν με μίσος την παγκόσμια κραυγή,
ποιος εσύ που το όπλο επήρες,
είσαι αυτός, ο ουράνιος και μόνος κριτής,
ποιος εσύ που στο αίμα βαπτίζεις
την αλήθεια αρπάζεις, των παιδιών βιαστής;
κοίτα λάβαρα υψώνεις στη σπηλιά των λαών,
κοίτα η φλόγα γυρίζει να σε κάψει σαν πτώμα,
το ποτάμι γυρίζει στην πηγή, να πνιγείς,
είσαι εκείνος που ασήμαντος τότε και πάντα και τώρα
λαγούμια σκάβεις βαθιά μεσ' τη γη να κρυφτείς...

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

ANNO DOMINI













πριν η πρώτη ηλιαχτίδα καρφωθεί μεσ’  το σκοτάδι,
πριν το χέρι της μητέρας σου χαρίσει ένα χάδι,
πριν ανοίξουνε οι πύλες για να μπεις μεσ’ την αρένα,
πριν το ζώο ξεψυχήσει και σου πει: «γιατί εμένα;»

πριν στης άνοιξης το βλέμμα να ανθίσει το μπουμπούκι,
πριν του φθινόπωρου η σταγόνα να δροσίσει το χαλίκι,
πριν τα χείλη σου δεχτούνε αυτό, το πρώτο, το φιλί,
πριν μονάχος, θαμπωμένος, περπατήσεις στη ζωή,

πριν να νοιώσεις στην καρδιά σου το φτερούγισμα εκείνο,
πριν ανακαλύψεις τόπους που θα πεις: «εδώ θα μείνω»,
πριν σε πιάσουν απ’ το χέρι να σου δείξουνε τον κόσμο,
πριν του έρωτα τραγούδια τραγουδήσεις  ma non troppo,

πριν σκοντάψεις για να πέσεις και να σηκωθείς και πάλι,
πριν τα χείλη του πατέρα ψιθυρίσουν  «στη ζωή την άλλη»,
πριν το δάκρυ σου κυλήσει στην απώλεια που θα’ρθει,
πριν στη ζήση σου να νοιώσεις τι σημαίνει βιοπάλη,

πριν κλειστείς μέσα στο σπίτι και σκεφτείς «καλά ως τώρα»,
πέσε κάτω, προσευχήσου και περίμενε τη μπόρα,
τον κατακλυσμό που θα’ ρθει, που θα τα σκορπίσει όλα
γιατί γύρω σου ο κόσμος δεν ειν’ κήπος μα της κόλασης κονσόλα,

έχει ο άλλος κόσμος πλημμυρίσει
με νεκρούς κατασφαγμένους,
έχει η κόλαση γεμίσει
με χιλιάδες κολασμένους,
ο παράδεισος αδειάζει,
δεν φυτρώνουνε λουλούδια,
στάζει αίμα από κάτω,
ηχούν κόλασης τραγούδια,

ένα πλάσμα τριγυρίζει εδώ πάνω στον πλανήτη,
δεν ειν’ ζώο μήτε ψάρι μήτε γέννημα στη φύση,
έχει όψη νεκρωμένη, ρίχνει βλέμματα φιδίσια
καταπίνει ό,τι ζει κι ό,τι περπατάει ίσια,
σιδερένιοι κρίκοι τρίζουν, χίλια φλόγιστρα ανάβουν
ποδοβολητά δαιμόνων και κραυγές που σε τρομάζουν,
χέρια, πόδια και κεφάλια μεσ’ το αίμα λασπωμένα
γιατί εγώ χτυπώ εσένα μα κι εσύ χτυπάς εμένα.

πριν το βράδυ σαν ξαπλώσεις, λόγια στείλεις εις τον Πλάστη
κάτσε σκέψου και θυμήσου ποιος ζωντάνεψε τον σφάχτη,
ποιος  μοιράστηκε μαζί του της ψυχής το θείο δώρο,
ποιος του είπε πως θα είναι ο κυρίαρχος στον κόσμο,
ποιος του έταξε παλάτια, μια ζωή παραδεισένια,
πως ξεστράτησε το τέρας και ζητά συνέχεια αίμα,

πριν να πεις πως έτσι ήταν η ιστορία του ανθρώπου
κάτσε και αναλογίσου τα λουλούδια κάθε τόπου,
με νερό δεν ποτιστήκαν, τ’ ουρανού το θείο δώρο,
μ’  αίμα ψήλωσαν, τραφήκαν καταστρέφοντας τον χώρο,
εκεί που όλοι σεργιανάμε, και περπάτησαν πολλοί,
ειν’ η γη μας που στενάζει και σπαράζει για στοργή,

τότε μεσ’ τη θεία πλάνη, μεσ’ το απέραντο το σκότος
πες μου Κτήνος είναι, Τέρας ή του Πλάστη μας ο φθόνος;