Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

ANNO DOMINI













πριν η πρώτη ηλιαχτίδα καρφωθεί μεσ’  το σκοτάδι,
πριν το χέρι της μητέρας σου χαρίσει ένα χάδι,
πριν ανοίξουνε οι πύλες για να μπεις μεσ’ την αρένα,
πριν το ζώο ξεψυχήσει και σου πει: «γιατί εμένα;»

πριν στης άνοιξης το βλέμμα να ανθίσει το μπουμπούκι,
πριν του φθινόπωρου η σταγόνα να δροσίσει το χαλίκι,
πριν τα χείλη σου δεχτούνε αυτό, το πρώτο, το φιλί,
πριν μονάχος, θαμπωμένος, περπατήσεις στη ζωή,

πριν να νοιώσεις στην καρδιά σου το φτερούγισμα εκείνο,
πριν ανακαλύψεις τόπους που θα πεις: «εδώ θα μείνω»,
πριν σε πιάσουν απ’ το χέρι να σου δείξουνε τον κόσμο,
πριν του έρωτα τραγούδια τραγουδήσεις  ma non troppo,

πριν σκοντάψεις για να πέσεις και να σηκωθείς και πάλι,
πριν τα χείλη του πατέρα ψιθυρίσουν  «στη ζωή την άλλη»,
πριν το δάκρυ σου κυλήσει στην απώλεια που θα’ρθει,
πριν στη ζήση σου να νοιώσεις τι σημαίνει βιοπάλη,

πριν κλειστείς μέσα στο σπίτι και σκεφτείς «καλά ως τώρα»,
πέσε κάτω, προσευχήσου και περίμενε τη μπόρα,
τον κατακλυσμό που θα’ ρθει, που θα τα σκορπίσει όλα
γιατί γύρω σου ο κόσμος δεν ειν’ κήπος μα της κόλασης κονσόλα,

έχει ο άλλος κόσμος πλημμυρίσει
με νεκρούς κατασφαγμένους,
έχει η κόλαση γεμίσει
με χιλιάδες κολασμένους,
ο παράδεισος αδειάζει,
δεν φυτρώνουνε λουλούδια,
στάζει αίμα από κάτω,
ηχούν κόλασης τραγούδια,

ένα πλάσμα τριγυρίζει εδώ πάνω στον πλανήτη,
δεν ειν’ ζώο μήτε ψάρι μήτε γέννημα στη φύση,
έχει όψη νεκρωμένη, ρίχνει βλέμματα φιδίσια
καταπίνει ό,τι ζει κι ό,τι περπατάει ίσια,
σιδερένιοι κρίκοι τρίζουν, χίλια φλόγιστρα ανάβουν
ποδοβολητά δαιμόνων και κραυγές που σε τρομάζουν,
χέρια, πόδια και κεφάλια μεσ’ το αίμα λασπωμένα
γιατί εγώ χτυπώ εσένα μα κι εσύ χτυπάς εμένα.

πριν το βράδυ σαν ξαπλώσεις, λόγια στείλεις εις τον Πλάστη
κάτσε σκέψου και θυμήσου ποιος ζωντάνεψε τον σφάχτη,
ποιος  μοιράστηκε μαζί του της ψυχής το θείο δώρο,
ποιος του είπε πως θα είναι ο κυρίαρχος στον κόσμο,
ποιος του έταξε παλάτια, μια ζωή παραδεισένια,
πως ξεστράτησε το τέρας και ζητά συνέχεια αίμα,

πριν να πεις πως έτσι ήταν η ιστορία του ανθρώπου
κάτσε και αναλογίσου τα λουλούδια κάθε τόπου,
με νερό δεν ποτιστήκαν, τ’ ουρανού το θείο δώρο,
μ’  αίμα ψήλωσαν, τραφήκαν καταστρέφοντας τον χώρο,
εκεί που όλοι σεργιανάμε, και περπάτησαν πολλοί,
ειν’ η γη μας που στενάζει και σπαράζει για στοργή,

τότε μεσ’ τη θεία πλάνη, μεσ’ το απέραντο το σκότος
πες μου Κτήνος είναι, Τέρας ή του Πλάστη μας ο φθόνος;




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου