Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

ΟΡΓΗ

 


 
Eγώ δεν είμαι ουρανός
να βρέξω στην καρδιά σου
για να φυτρώσουν πλουμιστά
λουλούδια σαν φτερά σου,
 
εγώ δεν είμαι η φωνή
που λέει πως το δίκιο
το βρίσκεις άμα θα μισείς
ό,τι θωρείς ανοίκειο,
 
που λέει πως ο άνθρωπος
γεννήθηκε για να 'ναι
ο στόχος κάθε άρχοντα,
ο πόνος κάθε μάνας,
 
δεν είμ' εκείνο που χτυπά
στις ρίζες του μυαλού σου
που λέει πως ο χάροντας
ειν' όπλο τ' αλλουνού σου,
 
εγώ δεν βλέπω χρώματα,
ράτσες, νοοτροπίες,
εγώ βλέπω στα χέρια σου
χιλιάδες αδικίες,
 
παιδιά ποτέ δε λησμονώ
που ο λοιμός θερίζει,
εγώ ποτέ δεν άφησα
πανώριο μετερίζι
 
ποτέ δεν εξεχώρισα
φύλο, γένος και χρόνια,
για εμένα η ανθρωπότητα
ενιαία ειν' κι αιώνια,
 
εγώ στη πείνα του φτωχού,
στο σώμα του σακάτη,
στην άμπωτη της ξενιτιάς
πάντα ορθώνω πλάτη,
 
ποτέ δε φτιάχνω ορίζοντες
που την πνοή χωρίζουν,
ποτέ, για με, τα δείλινα
αλλιώς τα χρωματίζουν
 
τις κάλπικες ιδέες σας,
τα μίση τα δικά σας,
εξόρκισα και έδιωξα
για την απανθρωπιά σας,
 
ποτέ μου δεν ξεχώρισα
στόματα π' ανασαίνουν,
για μένα όλα τα πλάσματα
τον Γολγοθά διαβαίνουν,
 
το όνομά μου ειν' Οργή,
το ύστατο το όπλο,
απάντηση στο όπιο,
σε κάθε καλοβόλεμα
που είσαι εθισμένος,
 
Οργή, Αντάρα και Βουή
μαζεύω κάθε μέρα,
τρέφομαι απ' το μίσος σας
που'χει τυφλό πατέρα,
 
οργή χωρίς αναπαμό,
χωρίς να κάνω πίσω,
των άπληστων φανατικών
χολή σαν αντικρύσω,
 
οργή γιατί σου έλαχε
πλούσιος ν' αρμενίζεις,
δουλίτσα, σπίτι και λεφτά
σαν Άγιους ορίζεις,
 
οργή γιατι βάζεις φραγή
σ' όποιον διεκδικήσει
κάτι καλύτερο να ζει
να μη λιμοκτονήσει,
 
οργή γιατί δε θέλησες
ποτέ σου να το νιώσεις
πως ράσα, ρούχα και στολές
το βιός σου αμαυρώσαν
 
πως ειν' εκεί να συντηρούν
μίσος αναμεσά μας,
σύνορα να σκαρώνουνε
στη γη και στην καρδιά μας,
 
οργή γιατί σα ζοριστείς
όλους τους κατατρέχεις,
σφάχτες, προδότες οι λαοί
γι αυτό που εσύ κατέχεις,
 
οργή γιατί το έγκλημα
πάντα θα το στηρίζει,
η γη στους μαύρους κήπους σου
που ουδέποτε ανθίζει,
 
φουσκώνω, γίνομαι χαμός,
πλημμύρα, ο Πλάστης τρέχει
για να κρυφτεί, να μη θωρεί
ό,τι τον κατατρέχει,
 
εγώ μπορεί να μη νικώ,
να 'μαι αλλοπαρμένος,
στη ουτοπία βαπτισθείς
να 'μαι ευτυχισμένος,
 
το όνομά μου είν' Οργή,
οι ρόγες των καρπών σου,
όλα αυτά που έσπειρες
να διώξεις το χαμό σου,
 
μα κοίτα, Εγώ πάνω στη γη,
τον πόνο συντροφεύω,
το βάλσαμο του φέρνω μπρος
μαζί του ανασταίνω
 
χιλιάδες, πλήθη αμέτρητα,
στην άθλια απάτη
της ψεύτικης αφήγησης
δεν έκλεισαν το μάτι
 
γιατί Εγώ καθοδηγώ
το Πάθος στους αιώνες
αυτό που σκιάζεσαι σφοδρά,
αντρώνει τους τυφώνες,
 
την πόρτα ανοίγει σε αυτούς
στα Τάρταρα που κλείνεις,
εγώ η Οργή σε οδηγώ
σ' επιθανάτια κλίνη,
 
εγώ ονομάζομαι Οργή,
τίποτα δε μ' εμποδίζει
αιώνες τώρα να γκρεμώ
τα έσχατά σου τείχη,
 
Εγώ γράφω με αίματα
ανθρώπινη Ιστορία,
εγώ σε πνίγω, σ' έθαψα
μεσ' την αλλαζονεία,
 
Εγώ είμαι και ήμουνα
τ' ανθρώπινο φεγγάρι
σπέρνω εγώ προσήλυτους
οπλίζω με καμάρι,
 
και όταν έρθει η στιγμή,
μπροστά θ' αναπηδήσω,
τον πρόστυχο τον κόσμο σας
με μιας θα τον γκρεμίσω...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου