Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

ΠΑΙΔΕΙΑ




έμαθες να λύνεις εξισώσεις
στοιχεία να στοιβάζεις και να στρώνεις,
προτάσεις κύριες και εξαρτημένες,
κλίσεις, ονόματα, περισπωμένες,
έμαθες να γράφεις παραμύθια
όλα αυτά που λες αλήθεια,
έμαθες τόπους και συγκρούσεις
της ιστορίας παρακρούσεις,
ξέρεις απέξω κάθε σελίδα
αυτά που βλέπεις κι εγώ δεν είδα,
γραμμή- γραμμή τις ξεψαχνίζεις
ανάσα παίρνεις, ανάσα δίνεις,
είσαι στρωμένος σα σε σανίδα
πάνω απ’ τη κάθε σου φτωχή σελίδα,
αγκομαχώντας  περιπολείς
οράματα βλέπεις κι άλλα  θα δεις,
ψηλά κρατώντας τη σημαία, ρομφαία
αυτή που γράφει: χαρτιά, σπουδές και άλλα ωραία,
φαντάζεις  μόνος, θριαμβευτής
αλλοίμονο σου το τι θα βρεις!
Κι από την άλλη σαν σε γυρίσω
άγραφος χάρτης, τι να ορίσω;
Τον ζοφερό τον οίκο, της γης τη μάνα,
καταραμένο κάθε παιάνα,
ορδές σελίδων για τον καημό σου,
για πότε θάβρεις τον άνθρωπό σου,
ποια συναισθήματα σ’ άνθη  της κόλασης,
ποιος επιβάτης και ποιας απόλαυσης,
ποιον ήχο άκουσες να σου μιλάει
τον θαλασσόλυκο να χαιρετάει,
πότε συνάντησες εσύ τον Λόγο
και πως θα μάθεις να ρίχνεις ψόγο
σ’ αυτόν που ξέρει πως η θυσία
είναι πια άσκοπη για περιουσία,
ποιος τον μακάριο, τον γέροντά σου
θα σου τον στήσει ορθά, μπροστά σου,
ποιος θα γεμίσει μ’ ανατριχίλα
όσα η αγχόνη  τρυγά κοφίνια
ενός ανελέητου κι άκαρδου όχλου
ποιος θα σου δείξει την κάνη όπλου;
ποιος θα σε στείλει σε όρη μαγεμένα
στον γέρο-Φαουστους παραδομένα,
ποιος θα σου δείξει την έρμη κόρη
με θεούς να τα βάζει και με την Πόλη;
ποιος μες στο σκάφανδρο που’σαι κλεισμένος,
ποιον θα ξανάβρει ο Εσταυρωμένος,
ποιος τις νεκρές ψυχές θα κλάψει
ποιος θα σου πει γιατί η πλάση
είναι στα γόνατα πάντα σκυμμένη,
ποιος σου’χει πει για την ανέμη
αυτή που πάντοτε γυρίζει
της ιστορίας το μετερίζι,
ποιος θα σταθεί, δίπλα , σιμά σου
για να σκουπίσει τα δάκρυά σου,
να σου μιλήσει για τους ανθρώπους,
για την αταραξία μα και τους τρόπους
για να ξεφύγεις απ’ την ανία
να βρεις τη θεία φιλοσοφία,
ποιους ήχους πρόσφορου οργάνου θείου
θε να ακούσεις σ’ ήχους κρυφού μυστηρίου,
ποιος θα σου δείξει πως έχεις χάσει
το νόημα της Ύπαρξης μα και της Πράξης,
ποιος για σε θα τραγουδήσει
Ωδή Χαράς να σε κοιμίσει,
ποιος θα σου στρώσει λευκά σεντόνια
να σε κοιμίσει στης γης τα χιόνια;
ποιος θα σε μάθει πώς να σκοτώνεις
ο.τι αυθαίρετα φαντασιώνεις,
την άσπρη φάλαινα, τη γκρίζα αρκούδα,
τον άσπρο λύκο και την πατρίδα,
 ποιος θα σε μάθει νέο φεγγάρι
πως άλλοτε γεμίζει κι άλλοτε χάνει
αυτό που τώρα θαρρείς δικό σου,
μοναδικό και θρίαμβό σου;
Λόγια πολλά και άλλα τόσα
θα σου πλημμύριζαν ζωή και γλώσσα,
όμως να ξέρεις, νάχεις μπροστά σου,
πάντα θαμμένο μεσ’ την καρδιά σου,
πως όσα κι αν κάνει η Επιστήμη
στους ανθρώπους πια,  Ανθρωπιά δε δίνει!