Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

Άστρα


Άστρα,
αυτοί που δεν σας βλέπουνε,
όσοι δεν σας μιλάνε,
άστρα,
σας φέραν καταγής
και πια δεν τραγουδάνε,
άστρα
με φρίκη σας κολλήσανε
στους τοίχους και στις πέτρες,
σας κάρφωσαν στο έδαφος,
σας πνίξανε με δέστρες,
άστρα
όσοι σας αγνοούν
κάθονται  και μετρούνε
τις λιγοστές τις μέρες τους,

δεν ζουν, δεν αγαπούνε,
άστρα
δεν λάμπετε ψηλά
γιατί ανθρώπου χέρι,
άστρα
μ' όμίχλη γέμισε,
με γλυστερό μαχαίρι,
τον κόσμο αυτόν που άλλοτε
 σας έστηνε καρτέρι,
άστρα
σας εξαφάνισε
γιατί αλλού σκοπούσε,

άστρα
ποτέ δεν ένοιωσε
ότι πισωπατούσε.
Άστρα,
που τον Φαέθωνα κάνατε στρατηλάτη,
πάνω στον τύπο των καρφιών σάς ρίξανε αλάτι,
με κουρελούδες τύλιξαν το άμοιρο κορμί σας,
άστρα
μην ξανα-ξελογιάσετε τη φύση τη δική μας,
άστρα
τώρα ο ουρανός τα βράδια κλαίει, ματώνει
κι ένας θανατερός βοριάς φτερούγες ξεδιπλώνει.
Τώρα μονάχα λιγοστές
ψυχές σάς καρτερούνε
άστρα
να λάμψετε ξανά
στη γη μας που πατούνε!

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Αυτό το ποίημα...


Ηλεκτρικό ψυγείο
με σήμα γνωστό απ' έξω
γεμάτο μοσχοφίλερο μεσα,
στα πόδια χρυσή άμμος τριζάτη
της Παναγιάς τα κρίνα
ρουφάω για μένα και σένα,
η άρμη της θάλασσας,
το απέραντο γαλάζιο
κτισμένο με χάρη θεία,
βουτάς στου αγνώστου
τη μόνη ελπίδα.
διπλοί τροχοί, καλοκαιρινός άνεμος,
μαστίγωμα ζωής
στο χάρο που σου φωνάζει "πήδα",
αυτό το ποίημα δεν είναι για σένα,
είναι κομμάτια του Είναι
που, σε τελετή σφαγιαστικών οργίων,
αναπνέει το αίμα
ανάποδων στροφών,
ανθρώπινων πόθων,
ξηρών, καμμένων πλαγιών,
καμμένων σχίνων, μυρωδιές θυμαριών,
ανάλατων πιάτων σε δείπνο θεών,
κλεισμένα μάτια
που τρέχουν εμπρός,
γυρεύοντας θλίψη
στου ονείρου το φως,
ανάσα δροσιάς στο τζάμι θολών μαγαζιών,
καπνός βαρύς στο άγχος μαζών
που ζουν για να θησαυρίσουν
στους άγριους χειμώνες
που μουσκλια και βρύα
κοσμούν χαμένες ψυχές,
αυτο το ποίημα δεν είναι για σένα,
είναι για τους λίγους,
τους θλιμμένους, τους μοναχικούς,
αυτούς που ζουν απ' έξω.
που καθημερινά τρυγούν
ο,τι δεν μπόρεσαν να δουν,
στην κάψα φλογίζει ο πόθος,
στη γη κοιμάται ο πόνος
μονάχος, γερός, δυνατός,
του ανθρώπου ο αιώνιος καημός,
ψηλά διαβαίνεις, πατάς το φλόγιστρο πλαγιών
και κρυφών μονοπατιών,
βρώμικων σοκακιών,
άδειων καρδιών,
πιάτων με εδέσματα περίπλοκα
στα πλοκάμια μοντέρνων καιρών,
κι εσύ επάνω στην άμμο
ξανά γονατίζεις,
τα παιδικά όνειρα ανακαλείς,
πεθαίνεις καθημερινά
γιατί ξέρεις να ζεις!