Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

ΧΙΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

 




στην κόλαση που πήγα 'ψες

είδα τρεις πιγκουΐνους,
ο ένας παραθέριζε κι έπινε τζιν με σόδα,
ο άλλος έβαφε ξανθά τα μαύρα τα φτερά του
κι ο τρίτος άγιες γραφές, για πλάκα, εμελέτα,
τι γίνεται λέω, παιδιά
κάτι στραβό, παράξενο, θωρώ μέσα στη λάβα,
(και δίπλα αντιλήφθηκα της θάλασσας λιοντάρια),
πούθε κρατά η σκούφια σας,
πως ήρθατε 'δω κάτω;
είναι για σας κατάλληλος ο χώρος και ο τόπος;
εγώ είμαι μονάχα ο θεός,
μου αποκρίθη ο πρώτος,
μα τι να κάνει ο θεός μπροστά σε τέτοιο αγύρτη,
ο δεύτερος μου είπε
είμαι ο γιός,
μια φορά το δοκίμασα και δεν ξανανεβαίνω
κι ο τρίτος, ο περίπλοκος,
με την αναποφασιστηκότητά του
μου 'πε
το πνεύμα άλλαξε χωριό,
οικτρά κυνηγημένο
από το τέρας που 'ριξε στη γη
σκατο-σποριά του,
και μ' ένα στόμα κραύγασαν
'δω κάτω ήρθαμε άγνωστοι
να βρούμε τη δροσιά μας!
θωρώ, ξαναθωρώ τους το
το μίζερο ασκέρι
έφυγ' ο νους μου, πέταξε
ξανάρθε στη Γεννέση,
σκέφτηκα κι είπα ρε μπας κι ανάποδα
μας δίδαξαν, ανάποδα μας τά'παν
οι αρχόντοι και καλόγεροι,
δασκάλοι και παπάδες,
μήπως το τέλος για αρχή
μας ψιλοκοσκινίσαν;
μήπως φυτά, πετούμενα και ζώα
ήρθανε μετά,
ύψιστο δημιούργημα,
μήπως ο άνθρωπος στραβά 'γινε
κι είν' μισερό το έργο;
μήπως το χώμα πλάνταξε,
σκορπίστηκε, γίνηκε βούρκος;
μήπως τελετουργίες ιερές
αλλάξανε τη μοίρα;
σε ποιόν να πω τον πόνο μου,
ποιόνα να ερωτήσω;
άμα τ' ασκέρι αγνοεί,
ποιος ειν' ο παντογνώστης;
κι εκεί που έσκυβα νωθρός
με μάτια πλανταγμένα,
παγόβουνο τεράστιο στης κόλασης της πύλες
κι ως άτι με χάμουρα βαριά
και χιλιοπλουμισμένο,
ο διάβολος εμπούκαρε
κι επρόσταξε,
γνήσιος μακελλάρης,
χίλιες αρκούδες πολικές να σφάξουνε
τους κύκνους
που γύρω ροβόλαγανε και σιγοτραγουδούσαν,
κι από το βάθος του χαμού
ακούω τη φωνή του
Αφέντη καλωσόρισες,
σε χάσαμε για λίγο,
δείπνο αντάξιο για σε 'τοιμάζω
για τον νόστο,
κι ειν' η πατρίδα έτοιμη να σε καλωσορίσει!
Πιστός σου δούλος και φρουρός
κι ειν' όλα καμωμένα
το μόνο μου παράπονο
πως άνεργο μ' αφήκες,
χιλιάδες χρόνια προσπαθώ να κάμω τη δουλειά μου,
κι έρημους τόπους θλιβερούς,
ανάρια μονοπάτια,
κουφάρια εγεμίσανε τους γήινους τους βάλτους,
πέτρα στην πέτρα ξεθεμέλιωσες,
έκαψες τα σπαρτά σου,
μαύρο μολύβι έκανες
τη γη σου και ξερνάει,
τους πόλους εξανάστρεψες,
μακέλεψες τη φύση,
τα ύστερα τα όπλα μου, όλα μου τα επήρες,
αρρώστιες, πόνους και λιμούς,
σφαγές, τερατουργήματα, μίσος,
λεηλασίες,
Ω πλάσμα των ονείρων μου,
ω του σύμπαντος φωστήρα,
ω ίσκιε του φθαρτού κορμιού μου,
ω μέγα στρατηλάτη,
ας είναι...
χαίρομαι πολύ, δικός σου υπηρέτης,
συ μ' έφτιαξες
πνοή σου ζωοδότρα,
κατ' εικόνα και ομοίωση
σε σε
χρωστώ την ύπαρξη,
μακάριος ο τόπος σου
ω γίγα των γιγάντων!!
κι εμονολόγα:
(μον' πρόσεξε γιατί θωρώ
πως έρχετ' η στιγμή μας,
έτσι που πας, ολάκερους τους κόσμους μας
θε να τους καταστρέψεις)
τότ' έστρεψα το βλέμμα μου
και τίποτα δεν είδα,
δεν είδα άστρα κι ουρανούς,
της όρασης πλανέματα
δεν μ' έτερψαν και δε με ξεγελάσαν,
μόνο οι τρεις παράταιροι
κάθονταν και γελούσαν
γλεντούσαν τη μιζέρια μου, την άθλια ψυχή μου
γλεντούσαν που χιλιόχρονα, διαρκώς, με ξεγελούσαν.......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου