Τα πλοία της γραμμής
Η κατάρα αυτής της κίνησης,
η ανάπαυση σκουριά, η ακινησία θάνατος.
Μικρά, μεγάλα, μα όλα μακρινά,
γυρεύουν διαρκώς το λιμάνι τους.
Με λυμένους κάβους,
μηχανές μαζούτ, μαύρες ψυχές ποτισμένες πίσσα,
σάρκα στρωμένη με διαρκή φτιασίδια,
ακαταπόνητοι εργάτες στα χέρια του ανθρώπου.
Φεύγεις, δεν έχεις ριζωμό,
η θάλασσα γελάει,
σου δείχνει την κατάρα σου,
χαιρέκακα μιλάει:
Εδώ είναι ο τάφος σου,
μα κι η ζωή σου εδώ.
Εδώ θα νοιώσεις γίγαντας,
μα και μικρός εδώ.
Τα σπλάγχνα σου ακροβατούν
στη σάπια λαμαρίνα,
και ο καπνός σου γίνεται
σημάδι λησμονιάς.
Νομίζεις πως τα σύννεφα μιλήσανε μαζί σου,
γιατ' είναι ασήκωτος πολύ ο πόνος της μοναξιάς.
Τον ήλιο χαιρετάς συχνά, τον βλέπεις στη στιγμή του,
μια ζει και μια βυθίζεται βαθειά στου χάους τη σιωπή,
νομίζεις πως σε σκέφτεται,
μα έπαιξε μαζί σου,
τ' αδυσώπητο κρυφτό της φευγαλέας ματιάς.
Δεν ζεις, δεν ερωτεύεσαι,
τη γέννα σου δεν ξέρεις,
μα και τον θάνατο, σκληρά,
ποτέ δεν θα τον δεις.
Κουφάρι θα σ' αφήσουνε
σ' αζήτητη αρένα,
για να παλεύεις και να βρείς
τη λήθη της ζωής.
Πάντ' αγαπούσα ξέχωρα
τα πλοία της γραμμής,
ένοιωθα το παράπονο,
την πίκρα της ψυχής τους.
Μα πιο πολύ φοβόμουνα
να μη μου πει κανείς,
όταν με δεί με λύπηση να στήνω τη ματιά μου
πάνω στην άσπρη τους γραμμή, γραμμή του χωρισμού,
πως έζησα κι' είμαι και 'γω
ένα πλοίο της γραμμής!
[στον Ν. Καββαδία]
[στον Ν. Καββαδία]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου