Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Οι ποιητές




Μια ξέφρενη στιγμή, μια βουρκωμένη μέρα,
περπάτησα, αδιάφορα, σε θλιβερά στενά,
ελπίζοντας τη λύτρωση στη θλίψη μου να βρω,
μιας και με βασάνιζε της μνήμης σου φοβέρα.

Σε σκοτεινούς μονόδρομους, λαμπύριζαν φωτάκια
από τα στέρφα αδιέξοδα ανθρώπινων ψυχών,
ίχνη λαγνείας και τρυφής, αδυναμίας και θλίψης,
ίχνη ακόρεστης ορμής χλιδής και ηδονών.

Σκύβοντας με συμπάθεια στ' απομεινάρια μιας θλιβερής ζωής,
σκορπώντας, σπάταλα πολύ, τον ψυχικό μου φόβο,
τριγύρναγα ακούγοντας τους ήχους της σιωπής.

Κάπου εκεί, σε μιαν απόμακρη αλάνα, φωτισμένη
από τ' ασημοκίτρινα φώτα του φεγγαριού,
συνάντησα, περίεργη ομάδα ξαναμμένη,
από ανθρώπους που ορκίζονταν στην ποίηση καρπούς.

Κόκκινα μάτια φλογερά, μαλλιά αναστατωμένα,
έξαψη, φθόνος, αρετή με πίκρα και οργή,
στίχους σκορπούσαν μαγικούς μεσ' την πνοή τ' ανέμου,
κι η φύση ανατρίχιαζε κι έπεφτε σε λυγμούς.

Μυσταγωγία τρομερή, σατανικά δεμένη,
άγιους έκανε θνητούς κι ανθρώπους τρομερούς,
το σύμπαν έτρεμε συχνά στο πάθος το δικό τους
κι ανήμπορο αναζήταγε βοήθεια στους θεούς.

Κι όμως αυτή η τρομερή, απίστευτη παρέα,
στων στίχων τους τις φοβερές, αμείλικτες ριπές,
φανέρωναν αδύνατα σημάδια εκεί πέρα
σ' αυτές τις ατελείωτες και διονυσιακές στιγμές.

Παρ' όλη την εσωστρεφή, δική μου απελπισία,
τη χίμαιρα μιας δυνατής, μουντής μελαγχολίας,
διέκρινα της μάζωξης  σημείο αδυναμίας,
της αγάπης, τη μοναδική και διαρκή απουσία.


[για τον Baudelaire] 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου