‘Ήμουν και ‘γω εκεί
που οι καρδιές του πλήθους
δονούσαν με τον παλμό τους
τη μονοδιάστατη πραγματικότητα..
Πρόσωπα σμιλευμένα με τον πόνο,
με την αγωνία της ζωής.
Πρόσωπα ριγμένα στον μόχθο
μιας σκληρής βιοπάλης.
Μαλλιά άπλυτα, ρούχα πολυφορεμένα,
κορμιά σκυμμένα από το βάρος
μιας ματαιότητας που καταβρόχθιζε
την ελπίδα, την αισιοδοξία για το αύριο.
Βλέμματα στραμμένα στην πράσινη αρένα,
αγωνία για το τίποτα,
αγωνία για τα πάντα.
Πελώρια καταβόθρα ανθρώπινων υπάρξεων.
Ήμουν εκεί που τα χρώματα στήσανε χορό.
Λάβαρα, σημαίες, πανό και κραυγές,
συνονθύλευμα του χάους.
Ήμουν εκεί που η ζωή αναλωνόταν για μια ασημαντότητα.
Εκεί που η κραυγή του πλήθους
ενώθηκε με την κραυγή μιας πλάνας ύπαρξης.
Εκεί που οι μελλοθάνατοι άντλησαν δύναμη
από τη βουή του ανθρώπινου μελισσιού.
Ήμουν στο πανηγύρι της ματαιοδοξίας,
στην ανθρώπινη αγέλη,
ήμουν κι εγώ μαζί τους,
ήμουν το τελευταίο κομμάτι στο παζλ του όχλου,
μεθυσμένος από την πνοή του,
την ανάσα του.
Ήμουν εκεί
κι έδινα χρώμα στη ζωή μου..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου