Ήταν η εποχή που τα παιδιά ερωτεύτηκαν τα λουλούδια, τότε που μπορούσες να κάνεις το γύρο του κόσμου δίχως λεφτά στην τσέπη σου. Ήταν οι μέρες των μεγάλων συναυλιών, χωρίς φύλακες, συρματοπλέγματα, χορηγούς και εισιτήρια. Ήταν οι μέρες που η ευτυχία μετριόταν μ' ένα μπουκάλι κρασί, τότε που οι αμμουδιές φιλοξενούσαν τους ανθρώπους όλου του κόσμου. Ήταν η εποχή του έρωτα που τριγύριζε, ανέμελος, ανάμεσά μας, δίχως όρους, κλισέ και υστεροβουλίες, ήταν μια εποχή που ήμασταν πλούσιοι.
Μία από εκείνες τις μέρες είχαμε βρεθεί και μεις στο νησί. Τοπίο αλλόκοτο, μυστηριώδες και γοητευτικό μαζί. Γέμιζες τη χούφτα σου με μαύρη άμμο και την έβλεπες να χάνεται σιγά – σιγά θυμίζοντάς σου ότι έτσι θα αναλώσεις τη ζωή σου. Αλλά τι καταλαβαίναμε τότε, η ζωή δεν είχε καν ξεκινήσει...
Στα σοκάκια, τα βράδια, ολόκληρος ο πλανήτης έδινε ραντεβού για να γιορτάσει τον έρωτα. Οι στιγμές ήταν διονυσιακές. Τα μαγαζιά, λιτά και φιλόξενα συνδύαζαν τη θαλπωρή με το πνεύμα της εποχής. Ο “τουρισμός” θα ανάγγελλε την άφιξή του σε λίγο και θα σάρωνε τα πάντα στο βωμό του χρήματος. Ήταν εκπληκτικά όμορφο να ζεις τον έρωτα βλέποντας τον ήλιο να εξαφανίζεται σιγά – σιγά στο βάθος της θάλασσας ενώ εσύ, λόγω της ιδιομορφίας του τοπίου, αισθανόσουν σαν τον Φαέθωνα που νόμιζε ότι διαφεντεύει ολόκληρο το σύμπαν επειδή κατάφερε να χαλιναγωγήσει το άπειρο. Ψηλά, στις γειτονιές των νησιώτικων οικισμών, στα γραφικά καφενεδάκια, εκείνη η στιγμή ήταν η στιγμή της ανάτασης. Αισθανόσουν ισόθεος, χαμένος σ' ένα φανταστικό κόσμο που είχε μάθει να αγαπά και να αγαπιέται. Το ξανθό μέλι που σκόρπιζαν πάνω στη μουντή πια θάλασσα, οι τελευταίες αχτίδες ενός ειδώλου που προμήνυε τον θάνατο – εφήμερο – του ήλιου, ανακοίνωναν την έναρξη της γιορτής που θα κρατούσε μέχρι το ξημέρωμα. Ένα ξημέρωμα που συναντούσες μέσα στη μέθη του έρωτα και του κρασιού, σε κατάσταση που θύμιζε την έξοδο από το καθαρτήριο του Δάντη και το άλμα προς τον παράδεισο. Μαζί μας η μουσική, μέσα από τα τεράστια, τότε, κασετόφωνα, έκλεινε νοσταλγικά τη λειτουργία για τη μέρα που έφυγε και εξυμνούσε, ίσως απατηλά, το θαύμα της καινούργιας μέρας, καλωσορίζοντας τον φίλο μας που θρηνήσαμε το βράδυ αφιερώνοντας σπονδές στην αγάπη και την ένωση των κορμιών.
Εκεί, απέναντί μας, κρυβόταν, συστηματικά, πλακωμένη από τόνους νερού η καλντέρα. Υπενθύμιση, σε όλους μας, ότι είμαστε γήινοι, αναλώσιμοι, εξαιρετικά τυχεροί που μπορέσαμε να αντικρίσουμε το ταξίδεμα του ήλιου και τη μελαγχολία της νύχτας. Η τεράστια ρωγμή, δίδυμη αδερφή του χάους, μας θύμιζε, αν και αόρατη, ότι είναι εκεί, ότι είναι το μέλλον μας, η πηγή της δημιουργίας μας και η στερνή αγκαλιά μας. Η ακόρεστη επιθυμία τής γης να συναντήσει το έτερο ήμισύ της, μέσα από εξαιρετικές οδύνες και τρομακτικές απελευθερώσεις τιτάνιων δυνάμεων, μας θύμιζε ότι δεν θα έπρεπε ποτέ να ξεχάσουμε την εφήμερη ύπαρξή μας. Εκεί, μέσα στο χάος, το ανθρώπινο μυαλό έκανε απίστευτες καταδύσεις. Χωρίς οξυγόνο, βουτούσε μέχρι να λιποθυμήσει αναμένοντας τη βοήθεια από την επιφάνεια. Μια επιφάνεια που στολιζόταν από τις αντανακλάσεις των χίλιων τόσων αχτίδων από τα φώτα των οικισμών. Εκεί, σ' αυτό το συμπαντικό περιβάλλον, στοχάστηκα για πρώτη φορά το νόημα της ύπαρξης και την πεμπτουσία του έρωτα.
Έτσι γνώρισα για πρώτη φορά το νησί. Μ' έναν υπνόσακο, ελάχιστα χρήματα και όλη μας την ψυχή αγκαλιάσαμε τις παραλίες του, τον ήχο των κυμάτων και τη μοναξιά της ύπαρξής του. Οι αμμουδιές του μας συντρόφεψαν στο ταξίδι μας, μας σιγοψιθύριζαν ονειρικούς ύμνους αγκαλιάζοντας τα κορμιά μας τις νύχτες και μας αποχαιρέτησαν με λυγμούς την ώρα του αποχωρισμού.
Εκεί γνώρισα τον πραγματικό έρωτα, έναν έρωτα που με συντρόφεψε σ' όλη μου τη ζωή, που αναλώθηκε μαζί μου στη μικρότητα της ζωής αλλά και στα μεγάλα και θαυμαστά ανθρώπινα έργα. Στο χαμόγελο των παιδιών, στην αγωνία της συμβίωσης, στον αποκλεισμό του αδύνατου από αυτούς που αγαπιούνται. Είδαμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν, να μεταγγίζουμε σ' αυτά το πάθος για τη ζωή, την αγωνία και την ελπίδα μιας άνοιξης που αργεί πολύ, την επανάσταση των ποιητών και την αγάπη για το άγνωστο. Γνωρίσαμε τη στιγμή που συναντήσαμε την αθανασία μέσα από τις αγωνίες τους, μέσα από το πάθος τους για τη ζωή.
Εκεί, σ' αυτό το νησί γνώρισα και τον φίλο μου. Ψηλός, ξερακιανός, παιδί φτωχικής οικογένειας, πάλευε για τη ζωή. Επέλεξε τη σύγκρουση, ξόδεψε τα βήματά του στο στράγγισμα του δισκοπότηρου και την απόλαυση και της τελευταίας σταγόνας. Ταξίδεψε πολύ, ακολούθησε άλλες ατραπούς, δύσκολες, επικίνδυνες αλλά με ξέχωρη γοητεία. Μαζί διαβάζαμε το ταξίδεμα του Σιντάρτα, μαζί νοιώσαμε το θρύλο του πρίγκιπα Σιμπίν, γνωρίσαμε τον Κνουλπ, τον Ντέμιαν, τον γέροντα Γκοριό, δακρύσαμε με τους ήρωες που δεν καθόριζαν τη ζωή τους αλλά εξαρτήθηκαν από τις στιγμιαίες αναλαμπές ενός πνεύματος, μαζί διαβάσαμε την επανάσταση, την προσεγγίσαμε απ' όλες τις πλευρές της, αρνηθήκαμε τη χειραγώγηση, τον στείρο μανιχαϊσμό. Αποκηρύξαμε τον συμβιβασμό, την ηττοπάθεια, την απελπισία στις κρύες και σκοτεινές νύκτες που κατέρρεαν όνειρα δεκαετιών. Αντικρίσαμε τον θάνατο και του χαμογελάσαμε περιπαικτικά. Φιλοξενήσαμε την απελπισία και της δώσαμε στέγη στις μέρες της μεγάλης φυγής, κρατήσαμε ζωντανή μέσα μας τη λάμψη των διαμαντιών που μας κράταγαν δεμένους στον έρωτά μας για τη ζωή.
Δυστυχώς, η μοίρα μας χώρισε. Αυτός γύρισε στο νησί να μείνει μόνιμα. Επέλεξε να αλλάξει τόπο για να συνέλθει από την κατάρα της ένεσης, από τον άσπρο τεχνητό θάνατο που ρούφαγε σιγά – σιγά τη ζωή του. Έκανε κι αυτός οικογένεια, πάλεψε να στεριώσει ένα σπίτι, μεγάλωσε ένα παλικάρι και προσπάθησε να του προσφέρει ότι περισσότερο μπορούσε. Η μοίρα, όμως, τον κυνηγούσε αλύπητα, όπως τις ψυχές που δεν γνωρίζουν ανάπαυση και περιφέρονται στο μισοσκόταδο ελπίζοντας πως θάβρουν αυτό που τους στέρησε το νόημα της ζωής. Η αρρώστια παραφύλαγε στο μονοπάτι της ευτυχίας του, από την μία ένεση γύρισε στην άλλη, αυτή τη φορά δέκτης ήταν η γυναίκα του. Στον αγώνα της να ρουφήξει τη ζωή, εκεί κάπου έχασα τα βήματά του. Η ζωή σού στήνει ατελείωτες παγίδες, θα σε καταποντίσει, θα σε εξυψώσει, θα σε βουτήξει ξανά στο χάος και θα σε εμποδίζει διαρκώς να γνωρίσεις τη “σκοτεινή” πλευρά της, τον Έρωτα, την Αγάπη, τη Φιλία, τη Θυσία, την Εξέγερση.
Παρ' όλα αυτά, κάποια στιγμή ξαναγύρισα στο νησί. Το πρόσωπο του βράχου είχε αυλακωθεί από το παράπονο της καταιγιστικής, αφύσικης, αλλοτρίωσης. Κάθε χαντάκι, κάθε ρεματιά, τα σκίνα στην καυτή πέτρα του καλοκαιριού, η μουντάδα των βρώμικων δρόμων και η εξαθλίωση της τουριστικής παρέμβασης έμπηξαν βαθιά μέσα μου το μαχαίρι της απελπισίας. Ο πλούτος είχε εξαφανιστεί, το κέρδος θριάμβευε, η αισχρότητα και ο στιγμιαίος έρωτας εξόρισαν την αγάπη, κακέκτυπα ανθρωπόμορφων υπάρξεων περιφέρονταν στο νησί ακούγοντας ήχους φτηνής μουσικής. Ο θάνατος του συναισθήματος έτρεφε τη ματαιοδοξία και τον έρωτα του πρόσκαιρου, του τυχαίου και του επιφανειακού. Η πίκρα μου έσβησε τη δύναμη των λυγμών που αναδύονταν, βαθειά μέσα από την καρδιά μου.
Κι, όμως, εκεί σε μια ταβέρνα, τυχαία, τον ξαναείδα πάλι. Η ζωή είχε αυλακώσει όλη του την ύπαρξη. Τα μαλλιά ήταν κάτασπρα, είχε λυγίσει την κορμοστασιά του, ήταν σκυφτός, κουρασμένος, με βλέμμα χαμένο στο άπειρο. Η ζωή στάθηκε αμείλικτη μαζί του. Με κατάλαβε αμέσως μόλις συναντηθήκανε τα βλέμματά μας. Άλλωστε, ποτέ δεν χωρίσαμε. Έκατσα δίπλα του κι αρχίσαμε το πιοτό. Μιλήσαμε για την επανάσταση των χρωμάτων, για την εξέγερση των λουλουδιών, για το μέλλον της ανθρωπότητας, τη μαγεία της μουσικής μας, για εκείνα τα χρόνια που πέρασαν αλλά μας έδωσαν ότι μπορούσες να ρουφήξεις από την ανθρωπότητα. Μιλήσαμε, για την αγάπη, τον έρωτα, το συναίσθημα, τον ρομαντισμό και το μεγαλείο της θυσίας, μιλήσαμε για το άγνωστο και τρομακτικό μέλλον που έρχεται και αγνοεί, ολοκληρωτικά, την Ύπαρξη, το μεγαλείο να θυσιάζεσαι για μία αγάπη που ποτέ δεν θάρθει. Μιλήσαμε για τον άνεμο στις καλαμιές, για τα χρώματα της θάλασσας, είδαμε τον ήλιο βουρκωμένο να εξαφανίζεται από μπροστά μας μέσα στη σκόνη και την τσίκνα μιας αδιέξοδης αγάπης για το τίποτα. Δεν αποτιμήσαμε τη ζωή μας, δεν κάναμε απολογισμό. Ξέραμε κι δύο ότι έχουμε πολλά ακόμη να κάνουμε. Η ζωή μάς γκρέμισε τα όνειρα αλλά μας έδωσε το δικαίωμα να παλέψουμε και πάλι, κάτω από τον καυτό ήλιο, τον παγερό χειμώνα, την ευωδιά της άνοιξης και τη μελαγχολία του φθινοπώρου, εμείς θα δίναμε μέχρι τέλους τον αγώνα για την επανάσταση των Ψυχών, για τον θρίαμβο της Ζωής...
Η καλντέρα μας άκουγε και μας θύμιζε με το χαώδες στόμα της ότι είμαστε πολύ μικροί για να ακουμπήσουμε τον ήλιο. Εμείς, όμως, είμασταν εκεί και της γελάγαμε ειρωνικά επειδή γνωρίζαμε ότι δεν ήξερε τι θα πει αγώνας για τη ζωή, αγώνας για τον έρωτα!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου