Κοιτάζεις τις νιφάδες – μικρές ψυχές
που πέφτουν ασταμάτητα,
στρέφεις το βλέμμα
ψηλά στον ουρανό.
Η γλυκιά σιωπή του πάλλευκου
σαρώνει την πλάση όλη,
ψάχνεις να βρεις τα όρια
μα βρίσκεις τον Θεό.
Μέσα στον ήχο της βροχής
(δάκρυα νυμφών των μύθων)
που η διψασμένη γη
αχόρταγα ρουφά,
μεσ' το θερμό χαμόγελο
της φύσης που σιωπά,
ψάχνεις να βρεις τα όρια
κι αισθάνεσαι το άπειρο.
Μέσα στη σκόνη τ' ουρανού
στο σκήνωμα των άστρων,
στης νύχτας την αιώνια
έμπνευση ποιητών,
στη σιγαλιά που έρχεται
μοναχικές ψυχές ν' αλώσει,
αρματωμένος πορθητής
άπαρτων κάστρων και βωμών,
ψάχνεις να βρεις τα όρια
και βρίσκεις την αυγή.
Μεσ' στις ανθρώπινες καρδιές
κοιτάζεις με το βλέμμα σου
την αγωνία να δεις,
της ύπαρξης που καρτερεί
να σμίξει με μιαν άλλη,
στον φόβο, στην απόρριψη, στη θλίψη
να δείξει νικητής.
Ψάχνεις να βρεις τα όρια,
στ' ανθρώπινα χαρακώματα
στη μάχη της ζωής,
το ξέρεις, όμως, σίγουρα,
ποτέ δεν θα τα βρεις.
Μέσα στο γέλιο του παιδιού,
στη ζέστη κάθε νιότης,
μεσ' στη ζωή που ισορροπεί
στο δράμα ή στη χαρά,
μέσα σ' αυτά που αιώνια
θα ψάχνει η ανθρωπότητα
στην πάλη να ξεφύγει
απ' τη φθαρτή ζωή,
στην έκσταση των εραστών,
στην πρώτη σου αγάπη,
στο πρώτο σου το σκίρτημα
της παρθένας σου καρδιάς,
ψάχνεις να βρεις τα όρια
και νιώθεις σαν ιππότης
που μάχεται αιώνια
σ' απατηλό σκοπό.
Μεσ' στης αγάπης τ' όνειρο,
στης ύπαρξης τον λόγο,
κομμάτι από τη φύση των θεών
στην ανθρώπινη ψυχή,
γνωρίζεις,
ξέρεις
πως ποτέ δεν θα 'βρεις λυτρωμό
τα όρια αν ζητάς.
[στη θλιβερότητα της στιγμής]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου