Η σμίλη του γλύπτη έσκαβε με πυρετώδη ρυθμό τον κορμό του άμορφου υλικού. Έξω, η βροχή έγλυφε ασταμάτητα τα παράθυρα, θυμίζοντάς του το καθήκον που του όρισε η μοίρα. Οι σταγόνες κυλούσαν άλλοτε γοργά, άλλοτε σιγά – σιγά πάνω στο βρώμικο τζάμι δημιουργώντας μικρούς χείμαρρους νερού που θα σκορπούσε αδιάφορα και άσκοπα πάνω στη γη που ήταν έτοιμη να το ρουφήξει μέχρι την τελευταία σταγόνα, αδιαφορώντας για το μεγάλο ταξίδι του από τον ουρανό στη γη, από το εξώκοσμο περιβάλλον στην πεζή πραγματικότητα. Αυτή η μελαγχολία του νερού καθοδηγούσε τον άνθρωπο να δώσει μορφή στην ύλη, να τη χαϊδέψει με στοργή, με ανάλαφρα χτυπήματα και παθιασμένες κινήσεις, γλύφοντας με το εργαλείο την πέτρα που γυάλιζε κάτω από το φως του φεγγαριού.
Κομμάτια πέτρας πετάγονταν εδώ κι εκεί, ασταμάτητα, ακατάπαυστα, με γοργό ρυθμό, ακολουθώντας τις σταγόνες του νερού που εγκατέλειψαν τα ουράνια επιλέγοντας την γήινη ανυπαρξία. Ο τόπος στο εργαστήρι είχε γεμίσει από σκόρπιο υλικό, κομμάτια ύλης που κάλυπταν το πάτωμα όπως τα πτώματα καλύπτουν το πεδίο της μάχης που μόλις τελείωσε. Υλικό έτοιμο για πέταμα σε κάποια γήινη καταβόθρα όπου θα ξανασυναντήσει τη μήτρα από την οποία ξεκίνησε. Άψυχο, άκοσμο, άοσμο, βρισκόταν εκεί κάτω, μπερδεύονταν στα πόδια του δημιουργού καλύπτοντάς τα με μία ματαιόδοξη σκόνη που δεν ήθελε, με τίποτα, να αποχωριστεί την πρωταρχική πηγή ζωής του.
Αυτά τα μικροσκοπικά κύτταρα έπρεπε να αποχωριστούν από τον κορμό για να δώσουν ζωή σε κάτι νέο, θεϊκό, που μόνο μια ανθρώπινη ψυχή θα μπορούσε να ονειρευτεί. Ο εργάτης της ύλης, ως πρωταρχικός πλάστης του σύμπαντος, αγωνιούσε για την μορφή του δημιουργήματος, εγκατέλειπε τη δυνατότητα επεξεργασίας της ψυχής της ύλης που θα τον αντίκριζε σε λίγο με θλιμμένο βλέμμα. Η πνοή που εμφύσησε ο δημιουργός στο νεοεμφανιζόμενο όν δεν απασχολούσε εκείνη τη στιγμή τον δημιουργό. Η μορφή και μόνο η μορφή ήταν το ζητούμενο. Ο ιδιοκτήτης που θα το απολάμβανε δεν θα μπορούσε να αντικρίσει στη μορφή την προσπάθεια, τον μόχθο, το πάθος, την ψυχική ανάταση που αισθανόταν όταν, κομματάκι – κομματάκι, χτύπημα στο χτύπημα, μετέδιδε την πνοή του στο άψυχο υλικό. Έπρεπε να πουλήσει για να ζήσει. Στην εποχή μας ακόμη και η ψυχή εξαγοράζεται.
'Ήταν προχωρημένη νύχτα όταν το έργο πήρε την τελική του μορφή. Μπροστά στον δημιουργό, στεκόταν αιθέρια, ανέμελη, αλαφροΐσκιωτη μια θεϊκή γυναικεία μορφή. Τα μαλλιά χυνόντουσαν από το κεφάλι και κάλυπταν το γυμνό στήθος της, ένα στήθος που θα ζήλευε και η Αφροδίτη, στητό, προκλητικό, έτοιμο να δεχτεί το χάδι και το φίλημα του πρώτου εραστή. Το δέρμα φάνταζε αληθινό, έχοντας το χρώμα της πέρλας και του μαργαριταριού που περίμενε τόσο καιρό να έρθει στην επιφάνεια για να ανταμειφθεί με τον θαυμασμό χιλιάδων βλεμμάτων, λείο, απαλό, έφερνες το χέρι σου πάνω του κι αισθανόσουν τη μαγεία της αγνότητας, τη γοητεία του αψεγάδιαστου, την αμηχανία του πνεύματος που αδυνατεί να αρθρώσει μια λέξη μπροστά στο κάλλος. Το ύφασμα που κάλυπτε το κάτω μέρος του σώματος έπεφτε με αλλεπάλληλες πτυχώσεις μέχρι τα γυμνά δάχτυλα των ποδιών, εφαρμόζοντας απόλυτα σε ένα σώμα θεϊκό, χωρίς το παραμικρό ψεγάδι, έτοιμο να το ερωτευτείς. Ο πόθος πλημμύριζε την ατμόσφαιρα γεμίζοντάς τη με το άρωμα του φρεσκομαζεμένου μελιού από την πηγή που ανάβλυζε η αμβροσία και το νέκταρ. Ο δημιουργός είχε δώσει ολόκληρη την ύπαρξή του για να δώσει ζωή σ' αυτό το ασύμμετρο κομμάτι πέτρας που θα βρίσκονταν ακόμη θαμμένο σε κάποια υπόγεια σπήλαια, όπου θα μιλούσε με τις κρυφές πηγές και τα υπόγεια ρεύματα.
'Ήταν περήφανος, ήταν το καλύτερο δημιούργημά του. Το παρατηρούσε και το βλέμμα του δεν ξεκολλούσε από την ανθρώπινη μορφή στην οποία είχε δώσει ζωή. Ούτε ο ίδιος μπορούσε να κατανοήσει πως η ψυχή του μεταφυτεύτηκε σε ένα άψυχο υλικό. Κοίταξε τα μάτια της γυναικείας μορφής και αντίκρισε το σύμπαν, κοίταξε τα βλέφαρα και είδε το βασίλεμα του ήλιου, τη σιωπή του αυγουστιάτικου φεγγαριού. Παρατήρησε την μύτη, τα σαρκώδη χείλια, το μέτωπο και αισθάνθηκε να λιγοθυμά από την απίστευτη πραγματικότητα που είχε απέναντί του. Πέρασε απαλά το χέρι του πάνω από τη μαρμαρένια σάρκα τινάζοντας αριστερά και δεξιά τη σκόνη από το τελευταίο σμίλευμα και χάιδεψε, ασυναίσθητα, το άγαλμα. Επανέλαβε την κίνηση πολλές φορές, υπήρχε μέσα του κάτι ακατανίκητο που τον έσπρωχνε να κάνει συνέχεια την ίδια και την ίδια κίνηση. Αισθάνθηκε το χέρι του εραστή που χαϊδεύει το κορμί με το οποίο θα σμίξει, το χέρι της μάνας που χαϊδεύει το παιδί που αναζήτησε λίγη περισσότερη στοργή, το χέρι που έσφιξε το άλλο για να το παρηγορήσει, να του δώσει ελπίδα και δύναμη να παλέψει!
Κάθισε ώρες και το κοίταζε. Το πέρασε με ένα ελαφρύ βελούδινο πανί για να μαζέψει και τα τελευταία υπολείμματα της σκόνης που είχε σκορπίσει πάνω του αλλά και τις κηλίδες του ιδρώτα του που είχαν δώσει το στίγμα τους σε ορισμένες περιοχές του δημιουργήματος. Ένοιωσε το συναίσθημα του θεού που κοιτάζει το δημιούργημά του, ένοιωσε το βλέμμα του εραστή που αντικρίζει με όλο του το πάθος το κορμί στο οποίο θα δοθεί σε λίγο. Αισθάνθηκε την απόλυτη δύναμη του πλάστη. Χειραγώγησε το ανύπαρκτο και του έδωσε την αίσθηση της ύπαρξης. Εκεί, κάπου, η κόπωση έκλεισε τα βλέφαρά του, ακουμπώντας τα χείλη του στο άγαλμα αποκοιμήθηκε.
Τον ξύπνησε ο αναστεναγμός της πρωινής ψιχάλας, ανασηκώθηκε και ξεκόλλησε το σώμα του από το άγαλμα. Είχε ονειρευτεί τη γη των μακάρων, τα απέραντα λιβάδια κατάσπαρτα από πολύχρωμα λουλούδια και ευωδιαστά βότανα, είχε περπατήσει ανάμεσα στις ψυχές, συζήτησε μαζί τους, τις ρώτησε τα μυστικά του σύμπαντος, τη μοναξιά της απομόνωσης, την πίκρα της απόλαυσης του παραδεισένιου περιβάλλοντος χαμένες μέσα στην απόγνωση της απώλειας, τις ρώτησε για τον θρίαμβο πάνω στον θάνατο, για το ταξίδι του χωρισμού, το συναίσθημα της αιωνιότητας, την επανάληψη του ονείρου. Δεν κατάλαβε την πίκρα τους, αντιστάθηκε στην πρόκληση να βιώσει το αβίωτο, ο κύκλος του δεν είχε περατωθεί. Ήξερε, όμως, ότι κάτι άλλο ήταν αυτό που τον καλούσε πίσω, που συντηρούσε την προσκόλληση στο γήινο, το υλικό. Στο μυαλό του φτερούγιζε η εικόνα του δημιουργήματός του. Είχε γίνει ένα με το νόημα της δικής του ύπαρξης. Αυτό το θεϊκό κάλλος δεν το συνάντησε στον παράδεισο των ψυχών, η εικόνα της επισκίαζε την πολυτέλεια να είσαι αθάνατος, να ταυτίζεσαι με τον θεό. Αγωνιούσε να ξυπνήσει, να επιστρέψει εκεί που τον καλούσε το ανεξέλεγκτο συναίσθημα που τον είχε σκλαβώσει.
Έστρεψε το βλέμμα του πάνω της. Στο φως της μέρας, το άγαλμα αποκτούσε ακόμη περισσότερη λάμψη. Το θλιμμένο φως του φεγγαριού τού χάριζε τη γλυκύτητα του λευκού που αναζητούσε τη σύγκριση με τις χαμένες αχτίδες που διαπερνούν τα πολύχρωμα κρύσταλλα του ναού και παιχνιδίζουν ασταμάτητα στο ιερό. Όμως, η λαμπρότητα του ηλιακού φωτός τού χάριζε τη θέρμη της αγκαλιάς που σε κρατά ζωντανό, του βλέμματος που σε ακολουθεί στον αγώνα της ζωής και σου χαρίζει τη δύναμη να συνεχίσεις. Ο ήλιος έγλυφε το άγαλμα και έπαιζε παιχνίδια μαζί του. Ο δημιουργός κοιτούσε άναυδος το παιχνίδισμα της ζωής και της ανυπαρξίας, είδε στα μάτια της κόρης την ύστατη ελπίδα να βιώσει τη γέννηση, τον έρωτα και τον θάνατο. Ο χρόνος σταμάτησε για να δώσει την ευκαιρία στον γλύπτη να αντικρίσει το δάκρυ που κύλησε, αργά – αργά, από τα βλέφαρά της. Η στιγμή ήταν μεγαλειώδης, ένα απίστευτο ρίγος διαπέρασε το κορμί του και τον έκανε να ορμήσει, μέσα σ' ένα παραλήρημα ασυγκράτητου πάθους, στο κορμί που έστεκε ακίνητο μπροστά του. Το αγκάλιασε και άφησε τα χείλη του να ακουμπήσουν τα δικά της. Ένα παράξενο συναίσθημα θέρμης συγκλόνισε την ύπαρξή του. Το αδιανόητο έγινε πραγματικό. Τουλάχιστον αυτό πίστεψε.
Πέρασαν μέρες, ώρες μετά τις ώρες, η μέρα είχε ζευγαρώσει με τη νύχτα σ' ένα παιχνίδι ατελείωτης μέθης, το πρωινό κελάηδισμα των πουλιών συναντούσε τη μοναξιά που σκορπούσε απλόχερα το σούρουπο. Ήταν ο δικός του Γολγοθάς, η κάθε στιγμή σταματούσε στην αιωνιότητα. Αισθανόταν ασταμάτητα να του καρφώνουν την ψυχή σ' ένα σταυρό όπου δεν περίμενε καμιά ανάσταση, ένοιωθε το αγκάθινο στεφάνι να στριφογυρίζει στο κεφάλι του. Ο καθημερινός ιδρώτας του ανακατευόταν με σταγόνες από το αίμα που έτρεχε ασταμάτητα στο μέτωπό του, σκούπιζε με την παλάμη του το ιδρωμένο σώμα του και μύριζε την αγωνία του σταυρωμένου μέχρι ν' αποχωριστεί, οριστικά, την ψυχή του. Αυτή η φοβερή προσκόλληση στην άψυχη ύλη τον έπνιγε, αισθανόταν θαμμένος ζωντανός να κραυγάζει για βοήθεια, ένοιωθε τη ζάλη να στήνει καθημερινό πανηγύρι στο μυαλό του. Αισθάνθηκε την παράνοια να τον περιμένει στο ύστερο ραντεβού του με τη ζωή. Και, κάπου εκεί, συνέβη...
Ήταν η μέρα που ο ήλιος ανέτειλε πιο ζεστός, πιο αισιόδοξος από ποτέ, ήταν η μέρα που τα ρόδα ράντιζαν αφόρητα την πλάση με την αξεπέραστη ευωδιά τους, η μέρα που άνοιγες το παράθυρο και συναντούσες την ελπίδα στα γιορτινά της να σου χαμογελάει κάτω από το περβάζι σου. Αισθάνθηκε αμέσως κάτι διαφορετικό στην ατμόσφαιρα. Το δωμάτιο είχε εξορίσει τη μυρωδιά του καπνού και του οινοπνεύματος, φίλων θλιβερών στις δύσκολες στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα θύμιζε κάτι από τα χρώματα του Ραφαήλ ανακατεμένο με την αισιοδοξία των πρώτων χριστιανών όταν τους ξέσκιζαν τα θηρία στην αρένα. Οι ποιητές και οι συγγραφείς είχαν σμίξει με τους τροβαδούρους και τους αρπιστές των παλαιότερων χρόνων, η αιωνιότητα έμοιαζε να εστιάζει στη στιγμή ανακατεύοντας χρόνους, τόπους, πρόσωπα, στιγμές, συναισθήματα.
Αυτή ήταν η στιγμή που ένοιωσε το χέρι της να χαϊδεύει στοργικά το κεφάλι του. Δεν μπόρεσε να αντιδράσει αμέσως. Δεν πίστευε ότι οι θεοί τον συμπόνεσαν, δεν μπόρεσε να κατανοήσει πως εκεί που δεν μπόρεσε ο Ορφέας να νικήσει τον όλεθρο αυτός έβγαινε θριαμβευτής. Γύρισε αργά – αργά και αντίκρισε τον θρίαμβο της ζωής. Η κόρη, το δημιούργημά του, έστεκε ολοζώντανο μπροστά του. Ο χρόνος είχε σταματήσει, ήταν μόνος του με αυτή. Ήταν το πανηγύρι της αγάπης, η ενσάρκωση του Έρωτα. Δεν είχε τη δύναμη να αρθρώσει ούτε μία κουβέντα, ο Λόγος είχε ηττηθεί αμείλικτα.
Πέρασαν μέρες, μέρες που οι θεοί θα στοχάζονται και θα προβληματίζονται για την ανθρώπινη ύπαρξη, για το μυστήριο που κρύβει αυτό το χωμάτινο δημιούργημά τους. Μέρες δύσκολες και χαρωπές, ο γλύπτης δεν μπόρεσε να εμπνευστεί ξανά, η μιζέρια ξαναγύρισε στη ζωή του, τα προβλήματα δεν τον άφησαν να εκτιμήσει το θαύμα που είχε δίπλα του. Δεν αφουγκράστηκε τον παλμό της καρδιάς της, την απόγνωσή της στην προσπάθεια να ταυτιστεί με τον δημιουργό-ερωτά της. Απομακρύνθηκε σιγά – σιγά, άφησε τον εαυτό του να γνωρίσει την απόγνωση μιας νύχτας αμείλικτης, μιας νύχτας που έχει την αδυσώπητη ικανότητα να ρουφάει τη ζωή και να σε γεμίζει με πλαστά υποκατάστατά της. Η ζωή φαινόταν να παίρνει πίσω αυτό που απρόσμενα χάρισε. Μετά ήρθε η εξασθένιση, τόσο της ψυχής όσο και του σώματος, ή αρρώστια, το τελευταίο ψυχορράγημα στο κρεββάτι του τελευταίου χαιρετισμού.
Εκεί, κρατώντας σφικτά το χέρι της, κατάλαβε τι κρυβόταν πίσω από το μυστήριο που τόσο αναπάντεχα βίωσε. Όλα ήταν πλέον ολοκάθαρα στο μυαλό του, εκείνες τις τελευταίες στιγμές. Γνώριζε τώρα πως το χάρισμα της ζωής απαιτεί τη θυσία μιας άλλης, κατάλαβε την παγίδα που του έστησαν οι θεοί με αυτή την απίστευτη ικανότητα που έχουν να ξεγελούν το ανθρώπινο γένος. Κατάλαβε πως η ορφική δύναμη δεν του έδωσε τη νικηφόρα δύναμη αλλά μια ψευδαίσθηση. Κοίταξε βαθειά στην ψυχή των θεών και αντίκρισε την κενότητα, τον χλευασμό και την οδύνη. Τότε, τις τελευταίες του στιγμές, σφίγγοντας το χέρι της, γύρισε και την κοίταξε. Το βλέμμα της επιβεβαίωσε τη σκέψη του ότι γι' αυτήν την ύπαρξη άξιζε ό,τι έζησε όλες αυτές τις στιγμές. Είχε συνειδητοποιήσει το γεγονός ότι οι θεοί δίνοντας ψυχή στο δημιούργημά του στράγγισαν τη δική του μέχρι την τελευταία σταγόνα.
[για τον J.J.Rousseau και το έργο του Pygmalion: scene lyrique]