Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Τα Όντα

Η ποίηση δεν έχει όρια, η ποίηση ανοίγει τις καρδιές μας. Γι αυτό τον λόγο, με χαρά, ανεβάζουμε ποιήματα των νέων που μας διαβάζουν:


τα Όντα

μία σταγόνα Ουρανό,μια χαραμάδα Ήλιο
τίποτα περισσότερο,μου φτάνουν για να ζήσω

του Ήλιου φως αληθινό γεμάτο ειλικρίνεια,
επίγεια γνώση του Θεού και ευφορία γαλήνια,
τα μάτια των απλοϊκών θαμπώνουν στη μορφή του,
άγνοια ακόμη και ψευτιά μοιάζει η στέρησή του,
πιο όμορφο απ΄ τα υπόλοιπα, πιο σπάνιο από τ’ άλλα
που δήθεν όταν φαίνονται φαντάζουνε μεγάλα,
πιο όμορφο απ΄ τα υπόλοιπα,πιο σπάνιο από τ’ άλλα!

μία σταγόνα Ουρανό, μια χαραμάδα Ήλιο
τίποτα περισσότερο δεν έχω ν’ αποκτήσω

ατέρμων χώρος ιδεών, μέρος της φαντασίας,
όμορφος κόσμος των νυμφών και πάσης οπτασίας
γαλάζιο είν’ το χρώμα Του,απέραντος στη πλάση
μάταιος πλέον ο κόπος του ανθρώπου να Τον φθάσει,
υπάρχουν όμως και στιγμές που αστράφτει και βροντάει
στον κόσμο αυτόν που βλέπουμε το μένος Του ξεσπάει
μα σαν τον άνθρωπο κι Αυτός…αντέχει, δεν λυγάει.

το μέγεθος του Ουρανού,το φως εκείνο του Ήλιου
είναι τα μόνα ‘’πράγματα’’ που ξέρω πως υπάρχουν.

(Παύλος Γ. / φοιτητής, Τμήμα ΠΕΔΔ - ΠΑ)
Π.Γ.

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Vanitas




Η σμίλη του γλύπτη έσκαβε με πυρετώδη ρυθμό τον κορμό του άμορφου υλικού. Έξω, η βροχή έγλυφε ασταμάτητα τα παράθυρα, θυμίζοντάς του το καθήκον που του όρισε η μοίρα. Οι σταγόνες κυλούσαν άλλοτε γοργά, άλλοτε σιγά – σιγά πάνω στο βρώμικο τζάμι δημιουργώντας μικρούς χείμαρρους νερού που θα σκορπούσε αδιάφορα και άσκοπα πάνω στη γη που ήταν έτοιμη να το ρουφήξει μέχρι την τελευταία σταγόνα, αδιαφορώντας για το μεγάλο ταξίδι του από τον ουρανό στη γη, από το εξώκοσμο περιβάλλον στην πεζή πραγματικότητα. Αυτή η μελαγχολία του νερού καθοδηγούσε τον άνθρωπο να δώσει μορφή στην ύλη, να τη χαϊδέψει με στοργή, με ανάλαφρα χτυπήματα και παθιασμένες κινήσεις, γλύφοντας με το εργαλείο την πέτρα που γυάλιζε κάτω από το φως του φεγγαριού.
Κομμάτια πέτρας πετάγονταν εδώ κι εκεί, ασταμάτητα, ακατάπαυστα, με γοργό ρυθμό, ακολουθώντας τις σταγόνες του νερού που εγκατέλειψαν τα ουράνια επιλέγοντας την γήινη ανυπαρξία. Ο τόπος στο εργαστήρι είχε γεμίσει από σκόρπιο υλικό, κομμάτια ύλης που κάλυπταν το πάτωμα όπως τα πτώματα καλύπτουν το πεδίο της μάχης που μόλις τελείωσε. Υλικό έτοιμο για πέταμα σε κάποια γήινη καταβόθρα όπου θα ξανασυναντήσει τη μήτρα από την οποία ξεκίνησε. Άψυχο, άκοσμο, άοσμο, βρισκόταν εκεί κάτω, μπερδεύονταν στα πόδια του δημιουργού καλύπτοντάς τα με μία ματαιόδοξη σκόνη που δεν ήθελε, με τίποτα, να αποχωριστεί την πρωταρχική πηγή ζωής του.
Αυτά τα μικροσκοπικά κύτταρα έπρεπε να αποχωριστούν από τον κορμό για να δώσουν ζωή σε κάτι νέο, θεϊκό, που μόνο μια ανθρώπινη ψυχή θα μπορούσε να ονειρευτεί. Ο εργάτης της ύλης, ως πρωταρχικός πλάστης του σύμπαντος, αγωνιούσε για την μορφή του δημιουργήματος, εγκατέλειπε τη δυνατότητα επεξεργασίας της ψυχής της ύλης που θα τον αντίκριζε σε λίγο με θλιμμένο βλέμμα. Η πνοή που εμφύσησε ο δημιουργός στο νεοεμφανιζόμενο όν δεν απασχολούσε εκείνη τη στιγμή τον δημιουργό. Η μορφή και μόνο η μορφή ήταν το ζητούμενο. Ο ιδιοκτήτης που θα το απολάμβανε δεν θα μπορούσε να αντικρίσει στη μορφή την προσπάθεια, τον μόχθο, το πάθος, την ψυχική ανάταση που αισθανόταν όταν, κομματάκι – κομματάκι, χτύπημα στο χτύπημα, μετέδιδε την πνοή του στο άψυχο υλικό. Έπρεπε να πουλήσει για να ζήσει. Στην εποχή μας ακόμη και η ψυχή εξαγοράζεται.
'Ήταν προχωρημένη νύχτα όταν το έργο πήρε την τελική του μορφή. Μπροστά στον δημιουργό, στεκόταν αιθέρια, ανέμελη, αλαφροΐσκιωτη μια θεϊκή γυναικεία μορφή. Τα μαλλιά χυνόντουσαν από το κεφάλι και κάλυπταν το γυμνό στήθος της, ένα στήθος που θα ζήλευε και η Αφροδίτη, στητό, προκλητικό, έτοιμο να δεχτεί το χάδι και το φίλημα του πρώτου εραστή. Το δέρμα φάνταζε αληθινό, έχοντας το χρώμα της πέρλας και του μαργαριταριού που περίμενε τόσο καιρό να έρθει στην επιφάνεια για να ανταμειφθεί με τον θαυμασμό χιλιάδων βλεμμάτων, λείο, απαλό, έφερνες το χέρι σου πάνω του κι αισθανόσουν τη μαγεία της αγνότητας, τη γοητεία του αψεγάδιαστου, την αμηχανία του πνεύματος που αδυνατεί να αρθρώσει μια λέξη μπροστά στο κάλλος. Το ύφασμα που κάλυπτε το κάτω μέρος του σώματος έπεφτε με αλλεπάλληλες πτυχώσεις μέχρι τα γυμνά δάχτυλα των ποδιών, εφαρμόζοντας απόλυτα σε ένα σώμα θεϊκό, χωρίς το παραμικρό ψεγάδι, έτοιμο να το ερωτευτείς. Ο πόθος πλημμύριζε την ατμόσφαιρα γεμίζοντάς τη με το άρωμα του φρεσκομαζεμένου μελιού από την πηγή που ανάβλυζε η αμβροσία και το νέκταρ. Ο δημιουργός είχε δώσει ολόκληρη την ύπαρξή του για να δώσει ζωή σ' αυτό το ασύμμετρο κομμάτι πέτρας που θα βρίσκονταν ακόμη θαμμένο σε κάποια υπόγεια σπήλαια, όπου θα μιλούσε με τις κρυφές πηγές και τα υπόγεια ρεύματα.
'Ήταν περήφανος, ήταν το καλύτερο δημιούργημά του. Το παρατηρούσε και το βλέμμα του δεν ξεκολλούσε από την ανθρώπινη μορφή στην οποία είχε δώσει ζωή. Ούτε ο ίδιος μπορούσε να κατανοήσει πως η ψυχή του μεταφυτεύτηκε σε ένα άψυχο υλικό. Κοίταξε τα μάτια της γυναικείας μορφής και αντίκρισε το σύμπαν, κοίταξε τα βλέφαρα και είδε το βασίλεμα του ήλιου, τη σιωπή του αυγουστιάτικου φεγγαριού. Παρατήρησε την μύτη, τα σαρκώδη χείλια, το μέτωπο και αισθάνθηκε να λιγοθυμά από την απίστευτη πραγματικότητα που είχε απέναντί του. Πέρασε απαλά το χέρι του πάνω από τη μαρμαρένια σάρκα τινάζοντας αριστερά και δεξιά τη σκόνη από το τελευταίο σμίλευμα και χάιδεψε, ασυναίσθητα, το άγαλμα. Επανέλαβε την κίνηση πολλές φορές, υπήρχε μέσα του κάτι ακατανίκητο που τον έσπρωχνε να κάνει συνέχεια την ίδια και την ίδια κίνηση. Αισθάνθηκε το χέρι του εραστή που χαϊδεύει το κορμί με το οποίο θα σμίξει, το χέρι της μάνας που χαϊδεύει το παιδί που αναζήτησε λίγη περισσότερη στοργή, το χέρι που έσφιξε το άλλο για να το παρηγορήσει, να του δώσει ελπίδα και δύναμη να παλέψει!
Κάθισε ώρες και το κοίταζε. Το πέρασε με ένα ελαφρύ βελούδινο πανί για να μαζέψει και τα τελευταία υπολείμματα της σκόνης που είχε σκορπίσει πάνω του αλλά και τις κηλίδες του ιδρώτα του που είχαν δώσει το στίγμα τους σε ορισμένες περιοχές του δημιουργήματος. Ένοιωσε το συναίσθημα του θεού που κοιτάζει το δημιούργημά του, ένοιωσε το βλέμμα του εραστή που αντικρίζει με όλο του το πάθος το κορμί στο οποίο θα δοθεί σε λίγο. Αισθάνθηκε την απόλυτη δύναμη του πλάστη. Χειραγώγησε το ανύπαρκτο και του έδωσε την αίσθηση της ύπαρξης. Εκεί, κάπου, η κόπωση έκλεισε τα βλέφαρά του, ακουμπώντας τα χείλη του στο άγαλμα αποκοιμήθηκε.

Τον ξύπνησε ο αναστεναγμός της πρωινής ψιχάλας, ανασηκώθηκε και ξεκόλλησε το σώμα του από το άγαλμα. Είχε ονειρευτεί τη γη των μακάρων, τα απέραντα λιβάδια κατάσπαρτα από πολύχρωμα λουλούδια και ευωδιαστά βότανα, είχε περπατήσει ανάμεσα στις ψυχές, συζήτησε μαζί τους, τις ρώτησε τα μυστικά του σύμπαντος, τη μοναξιά της απομόνωσης, την πίκρα της απόλαυσης του παραδεισένιου περιβάλλοντος χαμένες μέσα στην απόγνωση της απώλειας, τις ρώτησε για τον θρίαμβο πάνω στον θάνατο, για το ταξίδι του χωρισμού, το συναίσθημα της αιωνιότητας, την επανάληψη του ονείρου. Δεν κατάλαβε την πίκρα τους, αντιστάθηκε στην πρόκληση να βιώσει το αβίωτο, ο κύκλος του δεν είχε περατωθεί. Ήξερε, όμως, ότι κάτι άλλο ήταν αυτό που τον καλούσε πίσω, που συντηρούσε την προσκόλληση στο γήινο, το υλικό. Στο μυαλό του φτερούγιζε η εικόνα του δημιουργήματός του. Είχε γίνει ένα με το νόημα της δικής του ύπαρξης. Αυτό το θεϊκό κάλλος δεν το συνάντησε στον παράδεισο των ψυχών, η εικόνα της επισκίαζε την πολυτέλεια να είσαι αθάνατος, να ταυτίζεσαι με τον θεό. Αγωνιούσε να ξυπνήσει, να επιστρέψει εκεί που τον καλούσε το ανεξέλεγκτο συναίσθημα που τον είχε σκλαβώσει.
Έστρεψε το βλέμμα του πάνω της. Στο φως της μέρας, το άγαλμα αποκτούσε ακόμη περισσότερη λάμψη. Το θλιμμένο φως του φεγγαριού τού χάριζε τη γλυκύτητα του λευκού που αναζητούσε τη σύγκριση με τις χαμένες αχτίδες που διαπερνούν τα πολύχρωμα κρύσταλλα του ναού και παιχνιδίζουν ασταμάτητα στο ιερό. Όμως, η λαμπρότητα του ηλιακού φωτός τού χάριζε τη θέρμη της αγκαλιάς που σε κρατά ζωντανό, του βλέμματος που σε ακολουθεί στον αγώνα της ζωής και σου χαρίζει τη δύναμη να συνεχίσεις. Ο ήλιος έγλυφε το άγαλμα και έπαιζε παιχνίδια μαζί του. Ο δημιουργός κοιτούσε άναυδος το παιχνίδισμα της ζωής και της ανυπαρξίας, είδε στα μάτια της κόρης την ύστατη ελπίδα να βιώσει τη γέννηση, τον έρωτα και τον θάνατο. Ο χρόνος σταμάτησε για να δώσει την ευκαιρία στον γλύπτη να αντικρίσει το δάκρυ που κύλησε, αργά – αργά, από τα βλέφαρά της. Η στιγμή ήταν μεγαλειώδης, ένα απίστευτο ρίγος διαπέρασε το κορμί του και τον έκανε να ορμήσει, μέσα σ' ένα παραλήρημα ασυγκράτητου πάθους, στο κορμί που έστεκε ακίνητο μπροστά του. Το αγκάλιασε και άφησε τα χείλη του να ακουμπήσουν τα δικά της. Ένα παράξενο συναίσθημα θέρμης συγκλόνισε την ύπαρξή του. Το αδιανόητο έγινε πραγματικό. Τουλάχιστον αυτό πίστεψε.


Πέρασαν μέρες, ώρες μετά τις ώρες, η μέρα είχε ζευγαρώσει με τη νύχτα σ' ένα παιχνίδι ατελείωτης μέθης, το πρωινό κελάηδισμα των πουλιών συναντούσε τη μοναξιά που σκορπούσε απλόχερα το σούρουπο. Ήταν ο δικός του Γολγοθάς, η κάθε στιγμή σταματούσε στην αιωνιότητα. Αισθανόταν ασταμάτητα να του καρφώνουν την ψυχή σ' ένα σταυρό όπου δεν περίμενε καμιά ανάσταση, ένοιωθε το αγκάθινο στεφάνι να στριφογυρίζει στο κεφάλι του. Ο καθημερινός ιδρώτας του ανακατευόταν με σταγόνες από το αίμα που έτρεχε ασταμάτητα στο μέτωπό του, σκούπιζε με την παλάμη του το ιδρωμένο σώμα του και μύριζε την αγωνία του σταυρωμένου μέχρι ν' αποχωριστεί, οριστικά, την ψυχή του. Αυτή η φοβερή προσκόλληση στην άψυχη ύλη τον έπνιγε, αισθανόταν θαμμένος ζωντανός να κραυγάζει για βοήθεια, ένοιωθε τη ζάλη να στήνει καθημερινό πανηγύρι στο μυαλό του. Αισθάνθηκε την παράνοια να τον περιμένει στο ύστερο ραντεβού του με τη ζωή. Και, κάπου εκεί, συνέβη...
Ήταν η μέρα που ο ήλιος ανέτειλε πιο ζεστός, πιο αισιόδοξος από ποτέ, ήταν η μέρα που τα ρόδα ράντιζαν αφόρητα την πλάση με την αξεπέραστη ευωδιά τους, η μέρα που άνοιγες το παράθυρο και συναντούσες την ελπίδα στα γιορτινά της να σου χαμογελάει κάτω από το περβάζι σου. Αισθάνθηκε αμέσως κάτι διαφορετικό στην ατμόσφαιρα. Το δωμάτιο είχε εξορίσει τη μυρωδιά του καπνού και του οινοπνεύματος, φίλων θλιβερών στις δύσκολες στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα θύμιζε κάτι από τα χρώματα του Ραφαήλ ανακατεμένο με την αισιοδοξία των πρώτων χριστιανών όταν τους ξέσκιζαν τα θηρία στην αρένα. Οι ποιητές και οι συγγραφείς είχαν σμίξει με τους τροβαδούρους και τους αρπιστές των παλαιότερων χρόνων, η αιωνιότητα έμοιαζε να εστιάζει στη στιγμή ανακατεύοντας χρόνους, τόπους, πρόσωπα, στιγμές, συναισθήματα.
Αυτή ήταν η στιγμή που ένοιωσε το χέρι της να χαϊδεύει στοργικά το κεφάλι του. Δεν μπόρεσε να αντιδράσει αμέσως. Δεν πίστευε ότι οι θεοί τον συμπόνεσαν, δεν μπόρεσε να κατανοήσει πως εκεί που δεν μπόρεσε ο Ορφέας να νικήσει τον όλεθρο αυτός έβγαινε θριαμβευτής. Γύρισε αργά – αργά και αντίκρισε τον θρίαμβο της ζωής. Η κόρη, το δημιούργημά του, έστεκε ολοζώντανο μπροστά του. Ο χρόνος είχε σταματήσει, ήταν μόνος του με αυτή. Ήταν το πανηγύρι της αγάπης, η ενσάρκωση του Έρωτα. Δεν είχε τη δύναμη να αρθρώσει ούτε μία κουβέντα, ο Λόγος είχε ηττηθεί αμείλικτα.

Πέρασαν μέρες, μέρες που οι θεοί θα στοχάζονται και θα προβληματίζονται για την ανθρώπινη ύπαρξη, για το μυστήριο που κρύβει αυτό το χωμάτινο δημιούργημά τους. Μέρες δύσκολες και χαρωπές, ο γλύπτης δεν μπόρεσε να εμπνευστεί ξανά, η μιζέρια ξαναγύρισε στη ζωή του, τα προβλήματα δεν τον άφησαν να εκτιμήσει το θαύμα που είχε δίπλα του. Δεν αφουγκράστηκε τον παλμό της καρδιάς της, την απόγνωσή της στην προσπάθεια να ταυτιστεί με τον δημιουργό-ερωτά της. Απομακρύνθηκε σιγά – σιγά, άφησε τον εαυτό του να γνωρίσει την απόγνωση μιας νύχτας αμείλικτης, μιας νύχτας που έχει την αδυσώπητη ικανότητα να ρουφάει τη ζωή και να σε γεμίζει με πλαστά υποκατάστατά της. Η ζωή φαινόταν να παίρνει πίσω αυτό που απρόσμενα χάρισε. Μετά ήρθε η εξασθένιση, τόσο της ψυχής όσο και του σώματος, ή αρρώστια, το τελευταίο ψυχορράγημα στο κρεββάτι του τελευταίου χαιρετισμού.
Εκεί, κρατώντας σφικτά το χέρι της, κατάλαβε τι κρυβόταν πίσω από το μυστήριο που τόσο αναπάντεχα βίωσε. Όλα ήταν πλέον ολοκάθαρα στο μυαλό του, εκείνες τις τελευταίες στιγμές. Γνώριζε τώρα πως το χάρισμα της ζωής απαιτεί τη θυσία μιας άλλης, κατάλαβε την παγίδα που του έστησαν οι θεοί με αυτή την απίστευτη ικανότητα που έχουν να ξεγελούν το ανθρώπινο γένος. Κατάλαβε πως η ορφική δύναμη δεν του έδωσε τη νικηφόρα δύναμη αλλά μια ψευδαίσθηση. Κοίταξε βαθειά στην ψυχή των θεών και αντίκρισε την κενότητα, τον χλευασμό και την οδύνη. Τότε, τις τελευταίες του στιγμές, σφίγγοντας το χέρι της, γύρισε και την κοίταξε. Το βλέμμα της επιβεβαίωσε τη σκέψη του ότι γι' αυτήν την ύπαρξη άξιζε ό,τι έζησε όλες αυτές τις στιγμές. Είχε συνειδητοποιήσει το γεγονός ότι οι θεοί δίνοντας ψυχή στο δημιούργημά του στράγγισαν τη δική του μέχρι την τελευταία σταγόνα.

[για τον J.J.Rousseau και το έργο του Pygmalion: scene lyrique


Άνθρωποι και χρώματα




‘Ήμουν και ‘γω εκεί
που οι καρδιές του πλήθους
δονούσαν με τον παλμό τους
τη μονοδιάστατη πραγματικότητα..

Πρόσωπα σμιλευμένα με τον πόνο,
με την αγωνία της ζωής.
Πρόσωπα ριγμένα στον μόχθο
μιας σκληρής  βιοπάλης.

Μαλλιά άπλυτα, ρούχα πολυφορεμένα,
κορμιά σκυμμένα από το βάρος
μιας ματαιότητας  που καταβρόχθιζε
την ελπίδα, την αισιοδοξία για το αύριο.

Βλέμματα στραμμένα στην πράσινη αρένα,
αγωνία για το τίποτα,
αγωνία για τα πάντα.
Πελώρια καταβόθρα ανθρώπινων υπάρξεων.

Ήμουν εκεί που τα χρώματα στήσανε χορό.
Λάβαρα, σημαίες, πανό και κραυγές,
συνονθύλευμα του χάους.
Ήμουν εκεί που η ζωή αναλωνόταν για μια ασημαντότητα.

Εκεί που η κραυγή του πλήθους
ενώθηκε με την κραυγή μιας πλάνας ύπαρξης.
Εκεί που οι μελλοθάνατοι άντλησαν δύναμη
από τη βουή του ανθρώπινου μελισσιού.

Ήμουν στο πανηγύρι της ματαιοδοξίας,
στην ανθρώπινη αγέλη,
ήμουν κι εγώ μαζί τους,
ήμουν το τελευταίο κομμάτι στο παζλ  του όχλου,
μεθυσμένος από την πνοή του,
την ανάσα του.

Ήμουν εκεί
κι έδινα χρώμα στη ζωή μου..

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Η δύναμη της ψυχής


Βάδισα στην καυτή άμμο
στην έρημο της ψυχής.
Οι αχτίδες του ήλιου έγιναν εργαλεία
αφόρητου βασανιστηρίου,
ξεφλούδισαν το δέρμα, το κέλυφος της ζωής μου,
πυρωμένο ατσάλι κολλημένο στις πληγές  της.

Οι θεοί γέλασαν με τον μόχθο μιας απέλπιδας  προσπάθειας
να χειραγωγήσω το συναίσθημα.
Αλαζόνες και είρωνες , μοχθηροί και ζηλόφθονες,
διψούσαν για εκδίκηση,
διψούσαν για το αίμα της ψυχής!

Στοιχημάτισαν στον  όλεθρο,
στην πνοή του Λεβιάθαν,
στο μακελειό των οπλισμένων ενστίκτων,
στην αδυναμία της μελαγχολίας,
στο φυλλορόημα του ονείρου.
Στοιχημάτισαν στην απελπισία της ψυχής.

Οι δαίμονες έστησαν χορό
στις φλόγες ανείπωτου οργίου  καταραμένων,
στον άηχο θόρυβο του στόματος της κόλασης,
στον τριγμό των σαπισμένων ξύλων
ενός ναυάγιου που κομματιάζεται στα βράχια.
Στο καθαρτήριο της ψυχής.

Η απουσία σου περιγέλασε τη θύμηση,
άντλησε την όρεξη για την απόγνωση,
επιβεβαίωσε την περατότητα  του άπειρου,
τη ματαιότητα της  αγάπης,
της απελπισίας τις φρούδες ελπίδες.
Γονάτισε την άμυνα της ψυχής.

Ευάλωτος, ανοχύρωτος, άοπλος, άφωνος,
περπάτησα στην άμμο που έκαιγε το Είναι,
στην άμμο που αψήφησε τη δύναμη της  ψυχής.
Άντεξα… και θα συνεχίσω,
το άρωμά σου μέθυσε την ψυχή, την έκανε ανίκητη. 

[στη ζωή]

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Μίλησα με τον θάνατο.




Συνάντησα τον θάνατο,
εκεί στην πύλη του άγνωστου,
στης ελπίδας το τελευταίο σκαλοπάτι,
τον είδα αγέρωχο, ακίνητο, σκεφτικό
να στοχάζεται το άπειρο.

Συνάντησα τον θάνατο
τη στιγμή που έστριβα το τσιγάρο μου,
τον είδα να κοιτά τον καπνό
που στροβιλίστηκε ψηλά στον ουρανό,
τη λάμψη μιας εφήμερης κάφτρας.

Στάθηκα δίπλα του,
προσπάθησα να δω τα μάτια του,
την όψη του προσώπου που αποστρέφονται όλοι.
Προσπάθησα να δω αυτά τα χέρια
που κρατούν σφιχτά την εφήμερη Ύπαρξη.

Αφουγκράστηκα τον ήχο του μαύρου πέπλου του,
τον ήχο της ανάσας του,
θαύμασα το αλύγιστο κορμί του,
τη δύναμη μιας ασυγκράτητης θέλησης
να ελέγξει το σύμπαν όλο.

Συνάντησα τον θάνατο,
η μελαγχολία αυλάκωνε το μέτωπό του,
η κενότητα το βλέμμα του,
η επανάληψη την αέναη κίνησή του.
Γνώρισα την απελπισία του, τη θλιβερότητα του στοχασμού του.

Συνάντησα τον θάνατο,
εκεί που ανάβλυζε η ζωή,
εκεί που η φύση έστηνε χορό.
Τον ρώτησα για το χάος,
έγειρε λίγο και μου έδειξε μακρυά με το δάχτυλό του,
μου είπε “ζήσε” και δεν θα το συναντήσεις πουθενά!

Συνάντησα τον θάνατο
και γνώρισα τη ζωή.

[Eblouie par la nuit à coup de lumière mortelle
A-il aimé la vie ou la regarder juste passer?]

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Τα ρόδα κάτω απ' το χιόνι





Γιατί, Κύριε, αφήνεις τ' αδύναμα ρόδα στον χιονιά ν' ανθίσουν,
όταν τα πάντα στη φύση θα παγώσουν ή θα σβήσουν;
Αλίμονο, έξι μήνες πριν μεσ' τη ζωή ν' ανοίγατε
το κρύο που σας ακουμπά δεν θα γνωρίζατε τ' άνθη σας αν κλείνατε.

Μα όχι, ανθίστε! Την ευτυχία και τα δάκρυα
μέσ' τις καρδιές μας (ο θεός το θέλει) ν' ανταμώνουν,
έτσι, εάν μέσα σ' αυτούς πάγους τη χάρη σας απλώνετε
είναι γιατί τα χρώματα τη βαρυχειμωνιά αλαφρώνουν!

[ελεύθερη απόδοση του ποιήματος του Lamartine, Sur des Roses sous la Neige]


Φόβος




Δεν φοβάμαι το σκοτάδι,
μαύρο, πυκνό,κρύβει το άγνωστο,
απλώνεται ύπουλα και σαρώνει
στο διάβα του,
τις τρυφερές ψυχές, τα εύθραυστα κορμιά.
Μαύρος αδερφός σε μαύρη πανοπλία,
αλύπητα μαστιγώνει
τις ανθρώπινες αυταπάτες,
τα καλοκαιρινά όνειρα,
την αισιοδοξία της ζωής,
με μοχθηρή καρδιά!

Του θανάτου το κοφτερό λεπίδι,
την παγωμένη αντανάκλαση
ενός χλωμού φωτός,
τον φύλακα των σκοτεινών πυλών,
δεν φοβάμαι, δεν υπολογίζω.
Του Άδη τα σοκάκια,
πληγές βαθιές του σκοταδιού,
το ρίγος της άρπας
που τραγουδά τη στιγμή του χωρισμού,
δεν φοβάμαι, δεν κακίζω.

Ανοίγω την ψυχή μου να μ' αγκαλιάσει,
η φλόγα του ψύχους,
η ζέστη του χάους,
τα όρια του απέραντου.
Δεν φοβάμαι να περπατήσω μόνος,
κι ο θάνατος βιώνει την απόλυτη μοναξιά!
Δεν φοβάμαι τον ρόγχο
της στερνής πνοής,
το τελευταίο παλμό της καρδιάς,
κι ο θάνατος γνωρίζει το πέρας του,
τη φτώχεια, το κενό στην άδεια του καρδιά!

Φοβάμαι τη μέρα που θ' αναδιπλώσουμε
τις μαύρες σημαίες μας, τα χαμόγελά μας,
τον πόθο για ζωή,
φοβάμαι τη μέρα που θ' απελπιστούμε,
τη μέρα που θα πούμε
δεν θα ξανάρθει η αυγή.

[στην ελπίδα]

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Διαμάντια στην καλντέρα





Ήταν η εποχή που τα παιδιά ερωτεύτηκαν τα λουλούδια, τότε που μπορούσες να κάνεις το γύρο του κόσμου δίχως λεφτά στην τσέπη σου. Ήταν οι μέρες των μεγάλων συναυλιών, χωρίς φύλακες, συρματοπλέγματα, χορηγούς και εισιτήρια. Ήταν οι μέρες που η ευτυχία μετριόταν μ' ένα μπουκάλι κρασί, τότε που οι αμμουδιές φιλοξενούσαν τους ανθρώπους όλου του κόσμου. Ήταν η εποχή του έρωτα που τριγύριζε, ανέμελος, ανάμεσά μας, δίχως όρους, κλισέ και υστεροβουλίες, ήταν μια εποχή που ήμασταν πλούσιοι.
Μία από εκείνες τις μέρες είχαμε βρεθεί και μεις στο νησί. Τοπίο αλλόκοτο, μυστηριώδες και γοητευτικό μαζί. Γέμιζες τη χούφτα σου με μαύρη άμμο και την έβλεπες να χάνεται σιγά – σιγά θυμίζοντάς σου ότι έτσι θα αναλώσεις τη ζωή σου. Αλλά τι καταλαβαίναμε τότε, η ζωή δεν είχε καν ξεκινήσει...
Στα σοκάκια, τα βράδια, ολόκληρος ο πλανήτης έδινε ραντεβού για να γιορτάσει τον έρωτα. Οι στιγμές ήταν διονυσιακές. Τα μαγαζιά, λιτά και φιλόξενα συνδύαζαν τη θαλπωρή με το πνεύμα της εποχής. Ο “τουρισμός” θα ανάγγελλε την άφιξή του σε λίγο και θα σάρωνε τα πάντα στο βωμό του χρήματος. Ήταν εκπληκτικά όμορφο να ζεις τον έρωτα βλέποντας τον ήλιο να εξαφανίζεται σιγά – σιγά στο βάθος της θάλασσας ενώ εσύ, λόγω της ιδιομορφίας του τοπίου, αισθανόσουν σαν τον Φαέθωνα που νόμιζε ότι διαφεντεύει ολόκληρο το σύμπαν επειδή κατάφερε να χαλιναγωγήσει το άπειρο. Ψηλά, στις γειτονιές των νησιώτικων οικισμών, στα γραφικά καφενεδάκια, εκείνη η στιγμή ήταν η στιγμή της ανάτασης. Αισθανόσουν ισόθεος, χαμένος σ' ένα φανταστικό κόσμο που είχε μάθει να αγαπά και να αγαπιέται. Το ξανθό μέλι που σκόρπιζαν πάνω στη μουντή πια θάλασσα, οι τελευταίες αχτίδες ενός ειδώλου που προμήνυε τον θάνατο – εφήμερο – του ήλιου, ανακοίνωναν την έναρξη της γιορτής που θα κρατούσε μέχρι το ξημέρωμα. Ένα ξημέρωμα που συναντούσες μέσα στη μέθη του έρωτα και του κρασιού, σε κατάσταση που θύμιζε την έξοδο από το καθαρτήριο του Δάντη και το άλμα προς τον παράδεισο. Μαζί μας η μουσική, μέσα από τα τεράστια, τότε, κασετόφωνα, έκλεινε νοσταλγικά τη λειτουργία για τη μέρα που έφυγε και εξυμνούσε, ίσως απατηλά, το θαύμα της καινούργιας μέρας, καλωσορίζοντας τον φίλο μας που θρηνήσαμε το βράδυ αφιερώνοντας σπονδές στην αγάπη και την ένωση των κορμιών.
Εκεί, απέναντί μας, κρυβόταν, συστηματικά, πλακωμένη από τόνους νερού η καλντέρα. Υπενθύμιση, σε όλους μας, ότι είμαστε γήινοι, αναλώσιμοι, εξαιρετικά τυχεροί που μπορέσαμε να αντικρίσουμε το ταξίδεμα του ήλιου και τη μελαγχολία της νύχτας. Η τεράστια ρωγμή, δίδυμη αδερφή του χάους, μας θύμιζε, αν και αόρατη, ότι είναι εκεί, ότι είναι το μέλλον μας, η πηγή της δημιουργίας μας και η στερνή αγκαλιά μας. Η ακόρεστη επιθυμία τής γης να συναντήσει το έτερο ήμισύ της, μέσα από εξαιρετικές οδύνες και τρομακτικές απελευθερώσεις τιτάνιων δυνάμεων, μας θύμιζε ότι δεν θα έπρεπε ποτέ να ξεχάσουμε την εφήμερη ύπαρξή μας. Εκεί, μέσα στο χάος, το ανθρώπινο μυαλό έκανε απίστευτες καταδύσεις. Χωρίς οξυγόνο, βουτούσε μέχρι να λιποθυμήσει αναμένοντας τη βοήθεια από την επιφάνεια. Μια επιφάνεια που στολιζόταν από τις αντανακλάσεις των χίλιων τόσων αχτίδων από τα φώτα των οικισμών. Εκεί, σ' αυτό το συμπαντικό περιβάλλον, στοχάστηκα για πρώτη φορά το νόημα της ύπαρξης και την πεμπτουσία του έρωτα.
Έτσι γνώρισα για πρώτη φορά το νησί. Μ' έναν υπνόσακο, ελάχιστα χρήματα και όλη μας την ψυχή αγκαλιάσαμε τις παραλίες του, τον ήχο των κυμάτων και τη μοναξιά της ύπαρξής του. Οι αμμουδιές του μας συντρόφεψαν στο ταξίδι μας, μας σιγοψιθύριζαν ονειρικούς ύμνους αγκαλιάζοντας τα κορμιά μας τις νύχτες και μας αποχαιρέτησαν με λυγμούς την ώρα του αποχωρισμού.

Εκεί γνώρισα τον πραγματικό έρωτα, έναν έρωτα που με συντρόφεψε σ' όλη μου τη ζωή, που αναλώθηκε μαζί μου στη μικρότητα της ζωής αλλά και στα μεγάλα και θαυμαστά ανθρώπινα έργα. Στο χαμόγελο των παιδιών, στην αγωνία της συμβίωσης, στον αποκλεισμό του αδύνατου από αυτούς που αγαπιούνται. Είδαμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν, να μεταγγίζουμε σ' αυτά το πάθος για τη ζωή, την αγωνία και την ελπίδα μιας άνοιξης που αργεί πολύ, την επανάσταση των ποιητών και την αγάπη για το άγνωστο. Γνωρίσαμε τη στιγμή που συναντήσαμε την αθανασία μέσα από τις αγωνίες τους, μέσα από το πάθος τους για τη ζωή.
Εκεί, σ' αυτό το νησί γνώρισα και τον φίλο μου. Ψηλός, ξερακιανός, παιδί φτωχικής οικογένειας, πάλευε για τη ζωή. Επέλεξε τη σύγκρουση, ξόδεψε τα βήματά του στο στράγγισμα του δισκοπότηρου και την απόλαυση και της τελευταίας σταγόνας. Ταξίδεψε πολύ, ακολούθησε άλλες ατραπούς, δύσκολες, επικίνδυνες αλλά με ξέχωρη γοητεία. Μαζί διαβάζαμε το ταξίδεμα του Σιντάρτα, μαζί νοιώσαμε το θρύλο του πρίγκιπα Σιμπίν, γνωρίσαμε τον Κνουλπ, τον Ντέμιαν, τον γέροντα Γκοριό, δακρύσαμε με τους ήρωες που δεν καθόριζαν τη ζωή τους αλλά εξαρτήθηκαν από τις στιγμιαίες αναλαμπές ενός πνεύματος, μαζί διαβάσαμε την επανάσταση, την προσεγγίσαμε απ' όλες τις πλευρές της, αρνηθήκαμε τη χειραγώγηση, τον στείρο μανιχαϊσμό. Αποκηρύξαμε τον συμβιβασμό, την ηττοπάθεια, την απελπισία στις κρύες και σκοτεινές νύκτες που κατέρρεαν όνειρα δεκαετιών. Αντικρίσαμε τον θάνατο και του χαμογελάσαμε περιπαικτικά. Φιλοξενήσαμε την απελπισία και της δώσαμε στέγη στις μέρες της μεγάλης φυγής, κρατήσαμε ζωντανή μέσα μας τη λάμψη των διαμαντιών που μας κράταγαν δεμένους στον έρωτά μας για τη ζωή.

Δυστυχώς, η μοίρα μας χώρισε. Αυτός γύρισε στο νησί να μείνει μόνιμα. Επέλεξε να αλλάξει τόπο για να συνέλθει από την κατάρα της ένεσης, από τον άσπρο τεχνητό θάνατο που ρούφαγε σιγά – σιγά τη ζωή του. Έκανε κι αυτός οικογένεια, πάλεψε να στεριώσει ένα σπίτι, μεγάλωσε ένα παλικάρι και προσπάθησε να του προσφέρει ότι περισσότερο μπορούσε. Η μοίρα, όμως, τον κυνηγούσε αλύπητα, όπως τις ψυχές που δεν γνωρίζουν ανάπαυση και περιφέρονται στο μισοσκόταδο ελπίζοντας πως θάβρουν αυτό που τους στέρησε το νόημα της ζωής. Η αρρώστια παραφύλαγε στο μονοπάτι της ευτυχίας του, από την μία ένεση γύρισε στην άλλη, αυτή τη φορά δέκτης ήταν η γυναίκα του. Στον αγώνα της να ρουφήξει τη ζωή, εκεί κάπου έχασα τα βήματά του. Η ζωή σού στήνει ατελείωτες παγίδες, θα σε καταποντίσει, θα σε εξυψώσει, θα σε βουτήξει ξανά στο χάος και θα σε εμποδίζει διαρκώς να γνωρίσεις τη “σκοτεινή” πλευρά της, τον Έρωτα, την Αγάπη, τη Φιλία, τη Θυσία, την Εξέγερση.
Παρ' όλα αυτά, κάποια στιγμή ξαναγύρισα στο νησί. Το πρόσωπο του βράχου είχε αυλακωθεί από το παράπονο της καταιγιστικής, αφύσικης, αλλοτρίωσης. Κάθε χαντάκι, κάθε ρεματιά, τα σκίνα στην καυτή πέτρα του καλοκαιριού, η μουντάδα των βρώμικων δρόμων και η εξαθλίωση της τουριστικής παρέμβασης έμπηξαν βαθιά μέσα μου το μαχαίρι της απελπισίας. Ο πλούτος είχε εξαφανιστεί, το κέρδος θριάμβευε, η αισχρότητα και ο στιγμιαίος έρωτας εξόρισαν την αγάπη, κακέκτυπα ανθρωπόμορφων υπάρξεων περιφέρονταν στο νησί ακούγοντας ήχους φτηνής μουσικής. Ο θάνατος του συναισθήματος έτρεφε τη ματαιοδοξία και τον έρωτα του πρόσκαιρου, του τυχαίου και του επιφανειακού. Η πίκρα μου έσβησε τη δύναμη των λυγμών που αναδύονταν, βαθειά μέσα από την καρδιά μου.
Κι, όμως, εκεί σε μια ταβέρνα, τυχαία, τον ξαναείδα πάλι. Η ζωή είχε αυλακώσει όλη του την ύπαρξη. Τα μαλλιά ήταν κάτασπρα, είχε λυγίσει την κορμοστασιά του, ήταν σκυφτός, κουρασμένος, με βλέμμα χαμένο στο άπειρο. Η ζωή στάθηκε αμείλικτη μαζί του. Με κατάλαβε αμέσως μόλις συναντηθήκανε τα βλέμματά μας. Άλλωστε, ποτέ δεν χωρίσαμε. Έκατσα δίπλα του κι αρχίσαμε το πιοτό. Μιλήσαμε για την επανάσταση των χρωμάτων, για την εξέγερση των λουλουδιών, για το μέλλον της ανθρωπότητας, τη μαγεία της μουσικής μας, για εκείνα τα χρόνια που πέρασαν αλλά μας έδωσαν ότι μπορούσες να ρουφήξεις από την ανθρωπότητα. Μιλήσαμε, για την αγάπη, τον έρωτα, το συναίσθημα, τον ρομαντισμό και το μεγαλείο της θυσίας, μιλήσαμε για το άγνωστο και τρομακτικό μέλλον που έρχεται και αγνοεί, ολοκληρωτικά, την Ύπαρξη, το μεγαλείο να θυσιάζεσαι για μία αγάπη που ποτέ δεν θάρθει. Μιλήσαμε για τον άνεμο στις καλαμιές, για τα χρώματα της θάλασσας, είδαμε τον ήλιο βουρκωμένο να εξαφανίζεται από μπροστά μας μέσα στη σκόνη και την τσίκνα μιας αδιέξοδης αγάπης για το τίποτα. Δεν αποτιμήσαμε τη ζωή μας, δεν κάναμε απολογισμό. Ξέραμε κι δύο ότι έχουμε πολλά ακόμη να κάνουμε. Η ζωή μάς γκρέμισε τα όνειρα αλλά μας έδωσε το δικαίωμα να παλέψουμε και πάλι, κάτω από τον καυτό ήλιο, τον παγερό χειμώνα, την ευωδιά της άνοιξης και τη μελαγχολία του φθινοπώρου, εμείς θα δίναμε μέχρι τέλους τον αγώνα για την επανάσταση των Ψυχών, για τον θρίαμβο της Ζωής...

Η καλντέρα μας άκουγε και μας θύμιζε με το χαώδες στόμα της ότι είμαστε πολύ μικροί για να ακουμπήσουμε τον ήλιο. Εμείς, όμως, είμασταν εκεί και της γελάγαμε ειρωνικά επειδή γνωρίζαμε ότι δεν ήξερε τι θα πει αγώνας για τη ζωή, αγώνας για τον έρωτα!!

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Ο εκπεσών άγγελος




Ήταν χειμωνιάτικη βραδιά, από τις σκληρότερες που συνάντησε ο τόπος μας. Τα χιόνια βάραιναν τις στέγες κάνοντάς τις να βογκάνε από το βάρος του φορτίου τους, οι κρύσταλλοι του νερού κρεμόντουσαν στα δέντρα και στις άκρες των περβαζιών θυμίζοντας καλογυαλισμένες λόγχες, έτοιμες να βυθιστούν στα σπλάγχνα του αντίπαλου. Τα ζώα δεν έβγαιναν έξω, μέσα στο στάβλο περνούσαν τη μέρα τους, τρώγοντας τα σανά που είχαμε προνοήσει να μαζέψουμε, λες και γνωρίζαμε τι θα ερχόταν. Μέσα στο σπίτι, το τζάκι έκαιγε διαρκώς, καταπίνοντας αμέτρητες ποσότητες από ξύλα που η φύση είχε γενναιόδωρα χαρίσει μετά από μια χρονιά με αρκετές βροχές και ήπιο καιρό. Δίπλα στο τζάκι μαζευόμασταν και περνάγαμε τις μεγάλες και κρύες νύχτες του φετινού χειμώνα που συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση της κακοκαιρίας. Το οινόπνευμα κατέβαινε σιγά – σιγά στο λαρύγγι μας βάζοντας φωτιά στα σωθικά μας. Έτσι, όμως, ξεπερνάγαμε το φόβο ενός αποκλεισμού από το χιόνι που θα μας έπνιγε μέσα στον κατάλευκο βρόγχο του. Παράλληλα, αφήναμε τις σκέψεις μας να πλανηθούν σε μυστηριώδη όνειρα, σε σύμπαντα αλλοπρόσαλλα και σε μυθικούς τόπους όπου η καθημερινότητά μας φάνταζε αδέσποτο σκυλί μέσα σε λιβάδι από κατακόκκινα μυστηριώδη λουλούδια.
Ήταν μια απ' αυτές τις βραδιές που η ζέστη της φλόγας και η κατανάλωση του ποτού μου είχαν φέρει μια γλυκιά μελαγχολία, μία ευωδιαστή νάρκη που πνιγόταν σε παράξενα αρώματα. Οι άλλοι είχαν ναρκωθεί και κοιμόντουσαν ήδη στα μάλλινα στρωσίδια, που συνηθίζαμε να ρίχνουμε καταγής, δίπλα στο τζάκι για να απολαμβάνουμε όλη τη νύκτα τη θαλπωρή του. Δεν μπορούσα να ησυχάσω, στριφογύριζα νομίζοντας ότι ακούω ψιθύρους που ερχόταν από τα βάθη του δάσους. Κάτι που συνδύαζε το τραγούδι των σειρήνων και τη γλυκιά μελωδία της αρχαίας άρπας. Ήταν αλλόκοτο μα και μαγικό μαζί. Μ' έκανε να νοιώθω δυνατός, να πλημμυρίζω από μια ακαταμάχητη δύναμη και όρεξη να ζήσω τη ζωή μου μέχρι την τελευταία της σταγόνα. Από την άλλη, ήταν ολοφάνερος ένας υπόγειος λυγμός που ανάβλυζε μέσα απ' το σιγανοψιθύρισμα αυτό.
Μην μπορώντας να κοιμηθώ άλλο, αδιαφορώντας για τον χιονιά που έδερνε αλύπητα την πλάση, ντύθηκα βαριά, φόρεσα τις μπότες μου και μ' ένα δυνατό φανάρι βγήκα έξω. Η ανάσα του παγωμένου αέρα πλημμύρισε με μιας τα πνευμόνια μου, προς στιγμή μου κόπηκε η αναπνοή, ένας βρόγχος τύλιγε το λαιμό μου λες κι ήθελε να μου πει να μην κάνω ούτε ένα βήμα μπροστά. Γύρισα και κοίταξα τριγύρω Το φως απ' το φανάρι παιχνίδιζε μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και έκανε να λαμπυρίζουν όλοι οι κρύσταλλοι και τα παγωμένα μέτωπα που είχε γεννήσει ο χιονιάς. Παίρνοντας βαθιές ανάσες προχώρησα. Ήταν η πρώτη φορά που δεν με τρόμαζε το δάσος. Είχαν ακουστεί πότε – πότε εμφανίσεις αγριμιών αλλά, εδώ και καιρό τίποτε δεν είχε ταράξει την ηρεμία της περιοχής. Βάδιζα ολοένα και πιο βαθιά. Τα πόδια μου έκαναν τρομερό αγώνα να υπερπηδήσουν το χιόνι που είχε φτάσει πάνω από το γόνατο και με κατάλληλες κινήσεις να προχωρήσω μπροστά. Μέσα μου, όμως, δεν αισθανόμουν καμιά κούραση, τίποτα δεν μου προκαλούσε καταστάσεις ανησυχίας ή πανικού. Ένοιωθα ότι πλημμύριζα από μια απίστευτη γαλήνη, ένα κύμα καλοσύνης και μελωδίας ανάβλυζε από μέσα μου. Προχώρησα λες και κάτι με τράβαγε αλύπητα προς το μέρος του. Μου ήταν αδύνατο να σταματήσω.
Όσο προχωρούσα προς ένα ξέφωτο τόσο και πιο έντονη ήταν η αγωνία να γνωρίσω αυτό που τραβούσε με τέτοια δύναμη την ψυχή μου. Τότε, εκεί, τον είδα. Σ' ένα μέρος όπου τα δέντρα αραίωναν, στεκόταν γονατιστός στο ένα γόνατο με το κεφάλι, ατάραχο, να κοιτάζει διαρκώς προς τα κάτω. Σίγουρα, με είχε ακούσει, η προσπάθεια να προχωρήσω έσπαγε αρκετά την παγερή και θλιμμένη μοναξιά της χειμωνιάτικης νύχτας. Κι έτσι, όμως, να μην ήταν, κατάλαβα πως με ένοιωσε, αισθάνθηκα την καρδιά μου να προσκολλάται σε κάτι θεϊκό, υπέροχο, απερίγραπτο, μυθικό. Πλησίασα κοντά του και τρόμαξα. Παρατήρησα ότι ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Σκέφτηκα πόσο αλλόκοτο φάνταζε όλο αυτό το όραμα που είχα μπροστά μου και προς στιγμή σκέφτηκα ότι, ίσως, ποτέ να μην είχα αφήσει το τζάκι αλλά να ονειρευόμουν κι εγώ όπως και οι σύντροφοί μου που κοιμόντουσαν γαλήνια. Οι ριπές του τρομερού χιονιά και η δυσκολία με την οποία ανάπνεα με επανέφεραν στην πραγματικότητα. Μπροστά μου ξεχώριζε, σε απαράμιλλη γοητεία, ένα ουράνιο πλάσμα. Τίποτε πιο εντυπωσιακό, σκέφτηκα, δεν θα μπορούσες να συναντήσεις σ' ολόκληρη την πλάση.
Το ανδρικό σώμα του ήταν ρωμαλέο σαν τα αγάλματα των αρχαίων ηρώων, τα μαλλιά του έπεφταν ανακατεμένα στο μέτωπό του και την πλάτη του. Ήταν κατάμαυρα και μακριά. Το δέρμα του ήταν κατάλευκο, τόσο που έδειχνε το χιόνι να ζηλεύει τη λευκάδα του. Στο κάτω μέρος του σώματός του φορούσε κάτι περίεργα ρούχα που δεν μπορώ να πω ότι είχα ξαναδεί στη ζωή μου, φαινόντουσαν λες κι ήταν φτιαγμένα από μετάξι ειδικής προέλευσης και ποιότητας, ήταν τόσο λεπτά που διέκρινα πεντακάθαρα τις γραμμώσεις του σώματός του μιας και κολλούσαν σαν δέρμα πάνω του. Παρ' όλα αυτά δεν έδειχνε την παραμικρή ενόχληση από το κρύο. Έμοιαζε να στοχάζεται αλήθειες ασύλληπτες από το ανθρώπινο μυαλό, ήταν βυθισμένος σε σκέψεις απίστευτα μαγικές . Τότε ήταν που διέκρινα τα φτερά του. Έχοντας πια αντιληφθεί την παρουσία μου, τον διαπέρασε ένα σκίρτημα κι ένα ανεπαίσθητο φτερούγισμα πλατάγισε στον αέρα. Τα φτερά ξεδιπλώθηκαν σαν μεγαλειώδη χρυσοπόρφυρα λάβαρα στέρεα δεμένα πάνω σε πανίσχυρους ιστούς και νεύρα που άφηναν να αναδυθεί η εικόνα μιας απίστευτα δυνατής πλάτης. Δεν προχώρησα άλλο. Έτσι κι αλλιώς, κατάλαβα ότι ζητούσε να μάθει που βρισκόταν. Η επαφή μας έγινε χωρίς λόγια, τον κοίταζα στα μάτια του που έλαμπαν από ένα χρώμα που έσταζε τη γλύκα του μελιού και καταλάβαινα τη γλώσσα του κι αυτός τη δική μου.
Η συζήτηση ήταν σύντομη. Δεν ήμουν εγώ ο λόγος που βρέθηκε εδώ. Μου έδωσε να καταλάβω πως ήταν η ώρα του για την μεγάλη απόφαση. Με ρώτησε για διάφορους τόπους και μου έδειξε με ένα νεύμα προς τον ουρανό, τον τόπο από τον οποίο ήρθε. Έψαχνε να βρει αυτό που ερωτεύθηκε, επέλεξε τη θνητή ζωή από την ουράνια αθανασία. Η κρίση του είχε παρθεί με απόλυτη σιγουριά, δεν είχε καμία αμφιβολία για την επιλογή του. Αφού στάθηκε όρθιος, μάζεψε τα φτερά του και ξεκίνησε το δικό του δρόμο. Φάνταζε θεϊκό πλάσμα πάνω στο κάτασπρο χαλί του χιονιού. Εξαφανίστηκε σιγά-σιγά αφήνοντάς μου μία πίκρα για τη συζήτηση που δεν έγινε.
Στο δρόμο της επιστροφής, τα λόγια του στριφογύριζαν στο μυαλό μου. Μου είχε μιλήσει για τον έρωτα και την αγάπη, για τις λυπημένες καρδιές των ουράνιων πλασμάτων που δεν μπορούν να τα γνωρίσουν, μου μίλησε για τον Ενδυμίωνα, για την αιωνιότητα και το χάος, για το μεγαλείο της αγάπης, για τη μικρότητα των ανθρωπίνων πλασμάτων που αγνοούν αυτό το θείο δώρο. Μου είπε για τη σκληρότητα να βλέπεις αυτόν που αγαπάς να φεύγει ενώ εσύ θα συνεχίσεις να ζεις αιώνια, μου μίλησε για την Αιώνια Ζωή και μου αποκάλυψε πως είναι ο Αιώνιος Θάνατος.
Δεν μπόρεσα να τον καταλάβω τότε, άργησα πολύ να δικαιολογήσω την επιλογή του, βλέπεται τότε ήμουν αγόρι στα δεκαοκτώ μου χρόνια, δεν είχα συναντήσει ακόμη τον Έρωτα.

Κάτι παιδιά




Βλέπω κάτι παιδιά
που δεν έχουνε μέλλον,
γιατί κάποιοι τους διαγράψαν
την ελπίδα, την χαρά,

ανταμώνουν τις νυχτιές
στις πλατείες, στους δρόμους
και κοιτάζονται πάντα
με σιωπηλές, εύθραυστες ματιές,

μεταγγίζουν τη θλίψη
με καπνούς από τσιγάρα,
ακουμπάνε στους άλλους
με της λύπης τη ματιά,

βομβαρδίζουν απάτητα,
απρόσιτα μέρη
με κοκτέιλ απόγνωσης,
σε μπουκάλια κλειστά,

τραγουδάνε τους ύμνους
μιας αδυσώπητης νιότης
κι ανεμίζουν σημαίες
με το χρώμα της καρδιάς.

Βλέπω κάτι παιδιά
που διαλέξαν για πάντα,
στη ζωή που τραβούν,
να παραμείνουν παιδιά,

αγωνίζονται με τα όπλα
ατελέσφορης ελπίδας,
βουτηγμένης στη γνώση
που δεν τους τα έδωσε όλα,

σχηματίζουν αγέλες,
σφυρηλατούν αλυσίδες,
κομματιάζουν εξουσίες
και ξαπλώνουν στις φτέρες,

η ανάπαυση τούς βρίσκει
σε ανήλιαγα μέρη,
ν' αναλώνονται ανέμελα
πίνοντας, στη ζωή τους τη βρύση.

Βλέπω κάτι παιδιά
που δεν έχουνε μέλλον
γιατί άρπαξαν, μόνοι,
τη ζωή τους γερά.
Δεν τους σκιάζουν οι μέρες
που θαρθούν ούτε οι κρότοι,
γιατί φτιάχνουν το δικό τους το μέλλον
με τα χέρια αγκαλιασμένα,
με τα χέρια σφικτά!


[για όλη τη μεγάλη παρέα / 10 Μαρτίου]

Ιάνθη





δεν θυμάμαι τι σου' ταξα
να σου γράψω χθες βράδυ
γιατί έβλεπα μέσα στα μάτια σου
θλίψη..
δεν μπορώ να θυμάμαι
τι μου έλεγες τότε
που το πνεύμα κυλούσε
μεσ' τις φλέβες γοργά,
μπορώ μόνο να γράψω
στο χαρτί λίγους στίχους,
να γλυκάνω, για λίγο, τη δική σου καρδιά.
Να σου πω, πως για σένα
τραγουδάει κάποιος, κάπου,
ψιθυρίζουν στον αέρα
τ' όνομά σου τα πουλιά,
να σου πω πως θα πρέπει
να ξορκίσεις τη θλίψη,
να παλέψεις να βγεις
στη ζωή νικητής.
Να σου πω πως θαρθεί
η στιγμή που τη λύπη
θα μπορέσεις, μακρυά, σου
ηττημένη να δεις,
τότε, μόνο,
που θα στέκεσαι πρώτη,
στη ζωή, στην αγάπη
να 'σαι συ οδηγητής.

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

Τα Όρια




Κοιτάζεις τις νιφάδες – μικρές ψυχές
που πέφτουν ασταμάτητα,
στρέφεις το βλέμμα
ψηλά στον ουρανό.
Η γλυκιά σιωπή του πάλλευκου
σαρώνει την πλάση όλη,
ψάχνεις να βρεις τα όρια
μα βρίσκεις τον Θεό.

Μέσα στον ήχο της βροχής
(δάκρυα νυμφών των μύθων)
που η διψασμένη γη
αχόρταγα ρουφά,
μεσ' το θερμό χαμόγελο
της φύσης που σιωπά,
ψάχνεις να βρεις τα όρια
κι αισθάνεσαι το άπειρο.

Μέσα στη σκόνη τ' ουρανού
στο σκήνωμα των άστρων,
στης νύχτας την αιώνια
έμπνευση ποιητών,
στη σιγαλιά που έρχεται
μοναχικές ψυχές ν' αλώσει,
αρματωμένος πορθητής
άπαρτων κάστρων και βωμών,
ψάχνεις να βρεις τα όρια
και βρίσκεις την αυγή.

Μεσ' στις ανθρώπινες καρδιές
κοιτάζεις με το βλέμμα σου
την αγωνία να δεις,
της ύπαρξης που καρτερεί
να σμίξει με μιαν άλλη,
στον φόβο, στην απόρριψη, στη θλίψη
να δείξει νικητής.
Ψάχνεις να βρεις τα όρια,
στ' ανθρώπινα χαρακώματα
στη μάχη της ζωής,
το ξέρεις, όμως, σίγουρα,
ποτέ δεν θα τα βρεις.

Μέσα στο γέλιο του παιδιού,
στη ζέστη κάθε νιότης,
μεσ' στη ζωή που ισορροπεί
στο δράμα ή στη χαρά,
μέσα σ' αυτά που αιώνια
θα ψάχνει η ανθρωπότητα
στην πάλη να ξεφύγει
απ' τη φθαρτή ζωή,
στην έκσταση των εραστών,
στην πρώτη σου αγάπη,
στο πρώτο σου το σκίρτημα
της παρθένας σου καρδιάς,
ψάχνεις να βρεις τα όρια
και νιώθεις σαν ιππότης
που μάχεται αιώνια
σ' απατηλό σκοπό.

Μεσ' στης αγάπης τ' όνειρο,
στης ύπαρξης τον λόγο,
κομμάτι από τη φύση των θεών
στην ανθρώπινη ψυχή,
γνωρίζεις,
ξέρεις
πως ποτέ δεν θα 'βρεις λυτρωμό
τα όρια αν ζητάς.



[στη θλιβερότητα της στιγμής]

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Η Ποίηση




Η ποίηση δεν ειν' φιλοσοφία,
η ποίηση δεν ειν' πολιτική,
δεν στέκεται στα λόγια και τις πράξεις,
η ποίηση δεν έχει λογική.

Η ποίηση μαζεύει απ' τ' αλώνια,
τον σπόρο για να γίνει το ψωμί,
η ποίηση φουντώνει κάθε βράδυ
την ώρα που βαραίνει η ζωή.

Η ποίηση δεν είναι για τους άλλους,
είναι δική σου, ειν' προσωπική,
κυλάει απ' το Είναι σου και θέλει
τον ουρανό να σμίξει με τη γη!

Η ποίηση γυρίζει στα σοκάκια,
ψάχνει να βρει το θαύμα της ζωής,
συνομιλεί μ' αλήτες στα παγκάκια,
την βρίσκει το αγιάζι το πρωί.

Η ποίηση σκαρώνει πάντα στίχους
γραμμένους με το δάκρυ της ψυχής,
χαράζει τα συνθήματα στους τοίχους
να τ' αντικρίσει η ελπίδα της αυγής.

Η ποίηση ανοίγει τις καρδιές μας,
πετάει τα καρφιά που τις κρατούν
σε τρομερούς σταυρούς ναν' καρφωμένες
το νόημα της Ύπαρξης μη δουν.

Αλλάζει τις συνήθειες, γκρεμίζει προσωπεία,
μας δίνει δύναμη, ελπίδα και ορμή
τη φλόγα της αγάπης για να βρούμε
όταν σκυμμένους θα μας έχει η ζωή.

Αυτή είν' ο μέγας τρομοκράτης,
σαρώνει μεσ' το διάβα της γοργά
κάστρα, πλάνες, ψευδαίσθηση κι απάτη,
μας οδηγεί, καλπάζοντας, ψηλά.

Η ποίηση είναι που κάνει ν' αναβλύζει
το νέκταρ που μας λείπει στη ζωή,
η ποίηση είναι που μας χαρίζει
τη δύναμη να ζούμε Εγώ κι Εσύ!

(5.45 ξημερώματα)

Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Οι ποιητές




Μια ξέφρενη στιγμή, μια βουρκωμένη μέρα,
περπάτησα, αδιάφορα, σε θλιβερά στενά,
ελπίζοντας τη λύτρωση στη θλίψη μου να βρω,
μιας και με βασάνιζε της μνήμης σου φοβέρα.

Σε σκοτεινούς μονόδρομους, λαμπύριζαν φωτάκια
από τα στέρφα αδιέξοδα ανθρώπινων ψυχών,
ίχνη λαγνείας και τρυφής, αδυναμίας και θλίψης,
ίχνη ακόρεστης ορμής χλιδής και ηδονών.

Σκύβοντας με συμπάθεια στ' απομεινάρια μιας θλιβερής ζωής,
σκορπώντας, σπάταλα πολύ, τον ψυχικό μου φόβο,
τριγύρναγα ακούγοντας τους ήχους της σιωπής.

Κάπου εκεί, σε μιαν απόμακρη αλάνα, φωτισμένη
από τ' ασημοκίτρινα φώτα του φεγγαριού,
συνάντησα, περίεργη ομάδα ξαναμμένη,
από ανθρώπους που ορκίζονταν στην ποίηση καρπούς.

Κόκκινα μάτια φλογερά, μαλλιά αναστατωμένα,
έξαψη, φθόνος, αρετή με πίκρα και οργή,
στίχους σκορπούσαν μαγικούς μεσ' την πνοή τ' ανέμου,
κι η φύση ανατρίχιαζε κι έπεφτε σε λυγμούς.

Μυσταγωγία τρομερή, σατανικά δεμένη,
άγιους έκανε θνητούς κι ανθρώπους τρομερούς,
το σύμπαν έτρεμε συχνά στο πάθος το δικό τους
κι ανήμπορο αναζήταγε βοήθεια στους θεούς.

Κι όμως αυτή η τρομερή, απίστευτη παρέα,
στων στίχων τους τις φοβερές, αμείλικτες ριπές,
φανέρωναν αδύνατα σημάδια εκεί πέρα
σ' αυτές τις ατελείωτες και διονυσιακές στιγμές.

Παρ' όλη την εσωστρεφή, δική μου απελπισία,
τη χίμαιρα μιας δυνατής, μουντής μελαγχολίας,
διέκρινα της μάζωξης  σημείο αδυναμίας,
της αγάπης, τη μοναδική και διαρκή απουσία.


[για τον Baudelaire] 

Τα πλοία της γραμμής


Τα πλοία της γραμμής


Η κατάρα αυτής της κίνησης,
η ανάπαυση σκουριά, η ακινησία θάνατος.
Μικρά, μεγάλα, μα όλα μακρινά,
γυρεύουν διαρκώς το λιμάνι τους.

Με λυμένους κάβους,
μηχανές μαζούτ, μαύρες ψυχές ποτισμένες πίσσα,
σάρκα στρωμένη με διαρκή φτιασίδια,
ακαταπόνητοι εργάτες στα χέρια του ανθρώπου.

Φεύγεις, δεν έχεις ριζωμό,
η θάλασσα γελάει,
σου δείχνει την κατάρα σου,
χαιρέκακα μιλάει:

Εδώ είναι ο τάφος σου,
μα κι η ζωή σου εδώ.
Εδώ θα νοιώσεις γίγαντας,
μα και μικρός εδώ.

Τα σπλάγχνα σου ακροβατούν
στη σάπια λαμαρίνα,
και ο καπνός σου γίνεται
σημάδι λησμονιάς.

Νομίζεις πως τα σύννεφα μιλήσανε μαζί σου,
γιατ' είναι ασήκωτος πολύ ο πόνος της μοναξιάς.

Τον ήλιο χαιρετάς συχνά, τον βλέπεις στη στιγμή του,
μια ζει και μια βυθίζεται βαθειά στου χάους τη σιωπή,
νομίζεις πως σε σκέφτεται,
μα έπαιξε μαζί σου,
τ' αδυσώπητο κρυφτό της φευγαλέας ματιάς.

Δεν ζεις, δεν ερωτεύεσαι,
τη γέννα σου δεν ξέρεις,
μα και τον θάνατο, σκληρά,
ποτέ δεν θα τον δεις.
Κουφάρι θα σ' αφήσουνε
σ' αζήτητη αρένα,
για να παλεύεις και να βρείς
τη λήθη της ζωής.

Πάντ' αγαπούσα ξέχωρα
τα πλοία της γραμμής,
ένοιωθα το παράπονο,
την πίκρα της ψυχής τους.
Μα πιο πολύ φοβόμουνα
να μη μου πει κανείς,
όταν με δεί με λύπηση να στήνω τη ματιά μου
πάνω στην άσπρη τους γραμμή, γραμμή του χωρισμού,
πως έζησα κι' είμαι και 'γω
ένα πλοίο της γραμμής!

[στον Ν. Καββαδία]