(για κάποια 'ευχαριστώ' που ποτέ δεν ήρθαν...)
πλανήθηκα στην έρημη ακτή των κοραλλιών,
ανταύγειες οι ελπίδες μου στην κόκκινη αυγή,
λογάριασα πως ήμουνα στην πύρινη λαβή
δαχτυλιδιών που γύριζαν στις πλάτες αστεριών,
κοίταξα κάτω, ταπεινά, την άμμο την ξανθή,
έχωσα τις παλάμες μου στις δίνες του ονείρου,
προσπάθησα να βρω ξανά στις όχθες του απείρου
τον ψίθυρο που έλουζε φιγούρα ταπεινή,
ορκίστηκα πως τίποτε δεν θα λυγίσει πάλι
τ’ ατσάλι που στολίσαμε με πέτρες λαμπερές,
πως στη ζωή που χάραξα σε έρημες πλαγιές
μοναδική ανάσα μου ειν’ η σκληρή μου πάλη
απέναντι στις θλιβερές, μοναχικές νυχτιές.
Κοίταξα πέρα, μακριά, στα λάθη της ζωής μου,
έψαξα να ‘βρω μαγικούς ήχους της συντριβής μου
κι αντίκρισα εικόνες μου να στέκουν σιωπηλές.
Πίστεψα, απ’ τον άνεμο που τα βουνά αγκαλιάζει
θε να ‘ρθει και σε μένανε κουβέντα μαγική,
το ‘φχαριστώ που χτίσαμε σαν λύση τελική
ν’ ακούσω και να ορκιστώ «τίποτα δεν αλλάζει».
Βαρύς, ασήκωτος, μουντός ο ήχος της σιωπής
μου θύμισε πως την ψυχή, τη φλόγα της ζωής μας,
μόνοι μας τη στηρίζουμε και θα ‘ναι η ύπαρξή μας
δίχως κανένα «ευχαριστώ», των άλλων κιβωτός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου