Σ’ ένα ψεύτικο κόσμο που διαλέγεις να ζεις
τις κραυγές του ανέμου αποφεύγεις να ακούς,
αποφεύγεις να νοιώσεις την αρμύρα της μέρας
προχωράς και θαυμάζεις το πολύμορφο τέρας,
κλείνεις πόρτες, σφαλίζεις του φωτός χαραμάδες
γιατί βγαίνεις και κλείνεις στις σκιές τις λαμπάδες
που σε κράταγαν όρθιο ν’
αντιπαλέψεις τον πόνο
που σκορπούσαν κραυγές που παγώνουν τον κόσμο.
Ξεκινάς κάθε μέρα με σκυμμένο κεφάλι
και γνωρίζεις πως κάνεις ό,τι κάνουν κι άλλοι,
κλείσαν μάτια, αυτιά, ακολούθησαν δρόμους
που παλιά καταριώνταν
γιατί κύρτωναν ώμους
με φορτία που κραύγαζες ότι ήτανε σάπια,
ότι σπρώχναν τον κόσμο στην υποταγής την απάθεια.
Τώρα έτσι σκυμμένος
κάνεις – τάχα – πως δεν ξέρεις
ποιος κραυγάζει, ποιος κλαίει, ποιος ελπίδα δεν έχει,
σκύβεις, σκύβεις, ζαρώνεις, δεν ακούς και δεν βλέπεις
τις κραυγές που συντρίβεις γιατί επέλεξες να έχεις
πορτοφόλι γεμάτο, μια ζωή βολεμένη
και αντί να κραυγάζεις πολεμάς να χορταίνεις!
Ελησμόνησες όλες τις κραυγές π’ ακουστήκαν
απ’ το στόμα που είχες για κραυγές π’ ορκιστήκαν
πως τον ψίθυρο του κόσμου που ακούς σα ρυάκι
δεν θ αφήσεις να στερέψει του αγώνα το δάκρυ.
Ψιθυρίζεις και πας και με άλλους πληθαίνεις
την αγέλη ενός κόσμου που μ’
αγκάθια τον ραίνεις.
Ψιθυρίζεις και πας, προχωράς και μυρίζεις
ό,τι σάπιο πετιέται, ό,τι σάπιο χαρίζεις
σε αυτούς που κι εκείνοι ψιθυρίζουν και ξέρουν
πως στον κόσμο ετούτο κάθε μέρα μικραίνουν,
κάθε μέρα πεθαίνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου