Ανοίξανε οι ουρανοί χλευάζοντας το σύμπαν,
στον αιώνιο αγώνα του ενάντια στο χάος,
αναδείχτηκαν γωνιές, πλατείες και ταράτσες,
δρόμοι ρυπαροί κι ελεεινοί, ορυκτέλαια γεμάτοι.
Στους κάδους στήσανε χορό τ' ατέλειωτα σκουπίδια
προσμένοντας, ειρωνικά, ελπίδες και ψυχές.
Σε κάθε στενοσόκακο τα παιδικά παιχνίδια
παρέλασαν και σκόρπιζαν μακάβριες κραυγές.
Τη φλόγα της αντίστασης,
τη φλόγα της ψυχής μας,
σκιές της καλοπέρασης
αρνήθηκαν ξανά
αποστρέφοντας το πρόσωπο
στο βάθος της πληγής μας.
Όταν οι φλέβες του νερού
απάνω μας κυλούσαν,
όταν ψυχές και σώματα
με πάθος τού μιλούσαν,
εκείνο νόμισε γλυκά
πως σιγοψιθυρίζαν
και την οργή δεν ένοιωσε
που το 'κανε ατμό!
Η βροχή που ξέπλυνε τις έρημες πλατείες,
ξέπλυνε, βιαστικά, το άρρωστο μυαλό
μα όχι τις ψυχές μας που θαρραλέα
έβρεχαν τα χείλη με νερό.
Πλακάτ, πανό, συνθήματα ματώθηκαν
στην μπόρα,
μα 'κείνο που μας πόνεσε κι ήτανε πιο πικρό
ήταν η απουσία σας την ώρα του αγώνα
όταν στη γη μας έβρεχε σκοτάδι και κακό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου