Ακούω το ρυθμό της καρδιάς,
τον παλμό του στήθους,
το χτύπημα στις φλέβες μου.
Ακούω το θρόισμα των μαλλιών
στο χάδι του ανέμου,
της κόρης τη διαστολή
στο φως του φεγγαριού.
Αισθάνομαι το θαλασσινό μελτέμι
ν’ αγκαλιάζει με θέρμη
την άδεια μου ψυχή.
Το άρωμα του θυμαριού,
το βουητό του σμήνους
των μελισσών, τον διαρκή
αγώνα για τροφή
στων λουλουδιών τις κορυφές,
στα πέταλα των ρόδων,
νοιώθω να σιγοπερπατούν
αμέτρητοι στρατοί!
Τη μυρωδιά του γέρικου
ξύλου, του βαπτισμένου
στης θάλασσας τη φοβερή
την άλμη, τη σκληρή
που ανελέητα μαδά
κάθε ίχνος της ζωής
σαρακοτρώγοντας ιστούς, κορμιά
και λαμαρίνες από περήφανα σκαριά
που άντεξαν τους τριγμούς
μιας άσκοπης πληγής.
Γεύομαι το νέκταρ των χειλιών σου,
το βλέμμα σου το σκοτεινό
στη θλίψη της στιγμής,
το κάθε σου ζευγάρωμα με τη ζωή
ζηλεύω, ελπίζοντας πως θα αφεθείς
ανέμελα ναρθείς,
στα γεγονότα μιας πνοής
που ζει για ν’ ανασαίνει
αυτό που από τα στήθη σου
αθόρυβα σκορπάς
στης άνοιξης το λιόγερμα,
στου θέρους τη καμπή.
Ανασαίνω, αισθάνομαι,
βιώνω και μαθαίνω
να υπομένω αγόγγυστα
τον πόνο της σιωπής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου