Στην αγκαλιά του σκοταδιού
γελάει η πλάση όλη
γιατί ξεχνάς το όνειρο,
το ζεις μέσα στην πόλη,
λάμπουν τα φώτα της θολά,
θυμίζουνε τα κρίνα
στην άμμο που φυτρώνουνε
χωρίς νερό κι ελπίδα.
Ξέρουνε πως θα μαραθούν στη λάμψη της ημέρας,
στου θέρους την καυτή πνοή,
στου ήλιου το θυμό.
Τα φώτα λαμπυρίζουνε, ολόκληρο το βράδυ
στα σπλάγχνα
πόλης π' αγαπάς, π' αγρύπνησε
για να γευτεί τα άστρα.
Ελπίδες, πόνοι, έρωτες,
δεν έχουν σημασία όταν στην άσφαλτο
γιορτή στήνει η φωταψία,
ψυχών, φώτων, επιγραφών,
που σκιάζουν τη ματιά σου, γιατί φοβάσαι
πως εκεί ματώνετ' η καρδιά σου.
Μεσ' τον υπόγειο ακούς, μ' απίστευτη βιασύνη,
τον ήχο κάποιας προσευχής, το σφύριγμα της λήθης,
καπνός βαρύς και αλκοόλ είναι ο σύντροφός σου
στο μακρινό ταξίδι σου, στο τέλος της ευθύνης.
Δεν είσαι μόνος, ξαγρυπνά μαζί σου όλο το σύμπαν,
τ' άστρα σού φαίνονται κοντά ίσαμε ένα βήμα,
αφήνεις πίσω το μυαλό, σμίγεις με το σκοτάδι,
βρίσκεις διαστάσεις άφαντες που σε κερνούν το χάδι
του έρωτα που καρτεράς ναρθεί μεσ' τη ζωή σου,
να λάμψει κάθε της πλευρά, να νοιώσει η θύμησή σου,
την άβυσσο ανθρώπινης ψυχής που δεν διστάζει
να λειώνει,
ν' αγωνίζεται για κείνο π' ασταμάτητα
τη θλίψη τής σταλάζει,
γιατ' είναι το άλλο της μισό, αυτό που αιώνια ψάχνει,
δίχως ποτέ να συναντά, δίχως ποτέ να φτάνει...
[στον Γιώργο Λ., για τη νύχτα που τόσο του αρέσει]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου