Τύλιξες το κορμί σου στις λάμψεις της απελπισίας,
ούρλιαξες για την αγριότητα του ξένου,
περπάτησες στον ορίζοντα των ματωμένων πέλαγων,
αφέθηκες στην αγκαλιά του άγριου όλεθρου.
Βίωσες την ταπείνωση, την απαξίωση της ύπαρξης,
έστησες, γυμνή, χορό στα συντρίμμια των αισθήσεων.
Αγκάλιασες την αγριότητα της αθλιότητας,
τη δύναμη του θεού του πόλεμου,
είδες,
είδες το ανύπαρκτο...
Πρόβλεψες την οδύνη, το άγριο μακελειό,
της εκδίκησης τη στείρα λειτουργία.
Ζώστηκες τους εφιάλτες μιας ολόκληρης γενιάς,
άρπαξες τα χαλινάρια του άρματος του ήλιου,
κάηκες...
Έζησες το εξευτελισμό της γυναικείας φύσης,
τη μοίρα του ηττημένου, την τύχη του αδύνατου.
Ακολούθησες το πέρας της ζωής σου θριαμβεύοντας στον θάνατο,
άκουσες τις άγριες σάλπιγγες της κόλασης,
είδες,
είδες το αόρατο...
Αφέθηκες στην ηδονή του άλλου, στην καταλήστευση της αγνότητας,
καταράστηκες την αναίδεια, το μίσος, την υπερβολή.
Ανάστησες ελπίδες εκδίκησης, έδωσες νόημα στο τρωικό σύμβολο,
στη διαρκή και επίμονη τιμωρία της Ύβρεως,
πάλεψες...
Μετέωρη στην πραγματικότητα και τη φαντασία
περιπλανήθηκες στους απαγορευμένους χώρους του αύριο,
τριγύρισες στα περιβόλια των θεών,
το πέρασμά σου στιγμάτισε τη Μοίρα.
Είδες,
είδες το μέλλον...
Δεν στάθηκες, δίπλα σου, στους φόνους,
στην υπέρβαση των ορίων.
Δεν στάθηκες στη σφαγή του Αστυάνακτα,
στης μάνας σου τον εξευτελισμό.
Πρόβλεψες την εκδίκηση,
δεν είδες την καταστροφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου