Περπάτησε στην ακρογιαλιά παρατηρώντας το κύμα που έγλειφε, απαλά, τα βράχια που το κοίταγαν αγέρωχα από ψηλά. Το θαλασσινό νερό πότιζε την ατμόσφαιρα και τον έκανε να νοιώσει βαθιά μέσα του την αρμύρα της θάλασσας. Ένα γλυκόπικρο συναίσθημα τον πλημμύριζε εδώ και ώρα. Αισθανόταν μετέωρος, έτοιμος να παρασυρθεί με το πρώτο δυνατό φύσημα του ανέμου, ενός ανέμου που παρουσιαζόταν, διαρκώς, με τις δύο όψεις του Ιανού. Πότε γλυκός και τρυφερός σου έφερνε τις μυρωδιές της φύσης που γιόρταζε την άφιξη της άνοιξης, πότε μοχθηρός και καταστροφικός, μέσα από τα βάθη του ωκεανού, παγωμένος, επίμονος και σκληρός, να καταστρέφει τα φρεσκοπεταγμένα βλαστάρια των φυτών που πάσχιζαν να μεγαλώσουν μέσα σ' ένα περιβάλλον που πνιγόταν στο αλάτι της θάλασσας. Παρατήρησε τη διπλή όψη των φυτών και την παραλλήλισε με τις ανθρώπινες ψυχές. Μπροστά, στην πλευρά που αντίκριζαν το απέραντο άγνωστο μιας άγνωστης πραγματικότητας, στην πλευρά που αντίκριζαν την απεραντοσύνη του πέλαγους, είχαν καεί βαθιά μέχρι το σημείο που ήταν η ένωση του φύλλου με τον κορμό που άντεχε στο αδυσώπητο μαστίγωμα του θαλασσινού αέρα. Ένας κορμός που στεκόταν ορθός, απάντηση στην αγριότητα του καιρού, έχοντας καεί στη μια του πλευρά αλλά ολοζώντανος στην άλλη, στήριζε, με πείσμα, τα φύλλα που γλύτωσαν τη λυσσασμένη οργή του βοριά που επέλαυνε, ασυγκράτητος, από το πέλαγος.
Ήταν η εποχή που τα συναισθήματα γινόντουσαν πιο ήπια, η τρυφερότητα της άνοιξης αγκάλιαζε αρμονικά τη φύση, λέγοντας λόγια παρηγοριάς σ' όλα τα δημιουργήματα που δοκιμάστηκαν τις κρύες μέρες και νύχτες του χειμώνα. Η πλάση γιόρταζε, ξανά, την επιστροφή της ελπίδας, του έρωτα, των πιο γλυκών αναμνήσεων από αντίστοιχες περασμένες εποχές. Το γρασίδι είχε καταπρασινίσει και τα πιο άγονα σημεία της παραλίας. Γη ποτισμένη από τον ιδρώτα των ουρανών, τον κράτησε σφιχτά στον κόρφο της και την κατάλληλη στιγμή απελευθέρωσε το είναι του σε μια πανδαισία γονιμότητας. Πάταγε το μαλακό χορτάρι και ένοιωθε τον σιγανό θόρυβο των φρέσκων φλοιών που έσπαζαν κάτω από το ανθρώπινο βάρος. Περπάτησε βυθισμένος στις σκέψεις του. Είχε καιρό που η τρικυμία στην ψυχή του δεν τον άφηνε να ηρεμήσει. Προχώρησε και έφτασε στο αγαπημένο του μέρος, εκεί που η θέα του ορίζοντα ανακατευόταν στις ηλιαχτίδες και παιχνίδιζε ασταμάτητα σ' ένα συνεχές παιχνίδι ζωής και θανάτου. Ήταν ψηλά, πάνω σε απόκρημνα βράχια και στοχαζόταν για το μεγαλύτερο ερώτημα που έθεσε ο άνθρωπος στον εαυτό του. Έκανε διαρκή απολογισμό της πεζής πραγματικότητας την οποία βίωσε και βίωνε διαρκώς. Τον πλήγωνε απίστευτα η επιστροφή στα ανθρώπινα, η ψυχή του επαναστατούσε παρατηρώντας την αποκοπή του ανθρώπου από τον πλάστη, από την απεραντοσύνη της αρμονίας, από το μεγαλείο της καλοσύνης. Ήταν καιρός που είχε δώσει τον όρκο της μοναχικότητας, έναν όρκο που καθόρισε την ύπαρξή του. Ήταν μοναχός αλλά και μονάχος ταυτόχρονα σ' ένα κόσμο κενότητας και αδυσώπητης αποστασιοποίησης από την ανθρώπινη φύση.
Είδε τα μίση, τις σφαγές, τα εγκλήματα στο όνομα του υπέρτατου όντος, τις μηχανορραφίες, τους συμβιβασμούς με την υλική πραγματικότητα, είδε το κυνήγι του κέρδους και την απώλεια της ψυχής, βίωσε τον αποκλεισμό της αγάπης, της αρετής, γνώρισε την υποκρισία, τη θυσία του εαυτού στη δόξα, την εξουσία, το χρήμα. Αισθάνθηκε τη μετάλλαξη των οίκων της σωτηρίας σε οίκους μιας μηχανιστικής λατρείας του τυπικού, είδε την αποστροφή στην αγνότητα, την επαγγελματική, πλέον, άφεση όλων των αμαρτιών όταν το αντίτιμο γινόταν όλο και πιο ελκυστικό. Απελπίστηκε από τη διαφθορά, τη διάβρωση των ψυχών, την απαξίωση της εντιμότητας, το θάνατο του Λόγου. Απομακρύνθηκε από το λειτουργικό που τυποποίησε το άτυπο, που λάτρευε το υλικό γυρνώντας την πλάτη του στο άυλο, που δημιουργούσε πιστούς συντρίβοντας την ελευθερία της βούλησης, που κατασκεύαζε ορδές άπιστων που λάτρευαν την πίστη. Απελπίστηκε από την υστεροβουλία του ανθρώπου να εξασφαλίσει θέση στο άπειρο όταν πλησίαζε στο τέλος μιας ζωής πνιγμένης στην παραζάλη των απολαύσεων. Είδε τον άνθρωπο και γνώρισε τη ματαιότητα μιας ύπαρξης που αγωνιούσε για την ύπαρξη της κενότητας. Άρχισε να πλησιάζει τον σκεπτικισμό, τα ερωτήματα που έθετε στον εαυτό του δεν απαντήθηκαν ποτέ. Η ανθρώπινη φύση είχε στήσει πανηγύρι στην ψυχή του.
Αυτά όλα σκεπτόταν και παρατηρούσε την αρμονία της φύσης. Το θαλασσινό αεράκι του ανακάτεψε τα μαλλιά του και δρόσισε το μέτωπό του. Ένα χάδι από τη φύση του μετέδωσε μία νότα αισιοδοξίας, άρχισε να θέτει όλα τα ερωτήματα ξανά από την αρχή. Παρατήρησε τις πεταλούδες που πηδούσαν από λουλούδι σε λουλούδι και αισθάνθηκε ότι κάπως έτσι θα ήταν και ο παράδεισος των ψυχών. Το νέκταρ των λουλουδιών θα ήταν η ανταμοιβή για την επιμονή σε μια ζωή που στερήθηκε πολλά αλλά απέκτησε ακόμη περισσότερα. Φαντάστηκε τη γύρη των λουλουδιών σαν τη γνώση που ασταμάτητα γεμίζει με ευχαρίστηση τις μοναχικές ψυχές που κολυμπούν στο πέλαγος της ποίησης, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, προσπαθώντας να καλύψουν το κενό που άφηνε μέσα τους η άγνοια του αδιανόητου.
Σιγά – σιγά, κι ενώ το σούρουπο άρχισε γλυκά να κάνει αισθητή την παρουσία του, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Το κελί του τον περίμενε, ζεστό – κρύο, δεν είχε σημασία. Ήταν πάντα εκεί, με ανοιχτές αγκάλες θα του προσέφερε το καταφύγιο που αναζητούσε τις δύσκολες στιγμές. Το είχε λατρέψει αυτό το κελί. Εκεί ανέκρινε τον εαυτό του, εκεί ανέκρινε τους άλλους, σ' αυτό το μέρος συνομίλησε με τους ποιητές και τους φιλόσοφους. Εκεί, τα βράδια, στήνονταν απίστευτες συζητήσεις με όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις που χάραξαν, με το πέρασμά τους, την ανθρώπινη ιστορία. Εκεί στο φως των κεριών στοχαζόταν τις μεγάλες αλήθειες. Εκεί γνωρίστηκε με όλους τους διανοούμενους, εκεί έσφιξε στην αγκαλιά του χειρόγραφα και βιβλία, εκεί ονειρεύτηκε το μεγαλείο της ανθρώπινης ζωής και την απίστευτη ικανότητα που έχουμε να την ευτελίζουμε διαρκώς.
Εκεί στριφογύριζε το μυαλό του στον έρωτα που γνώρισε, τον έρωτα που έχασε. Δεν στενοχωριόταν για τη μοναχικότητά του, στενοχωριόταν για τη μοναχικότητα των θεών, για την αδυναμία τους να γνωρίσουν αυτό που, απλόχερα, χάρισαν στους ανθρώπους. Αυτό που εξύψωνε τους θνητούς σε θεϊκές διαστάσεις, που έκανε τους θεούς να νοσταλγούν τη γήινη πραγματικότητα. Αυτό που έκανε τους αγγέλους να εγκαταλείπουν τους ουρανούς για να το βιώσουν θυσιάζοντας την αθανασία τους. Τι τίμημα, αλήθεια! Ήταν ευτυχισμένος που τον έζησε μέσα σε μια ανθρωπότητα που ξέχασε ν' αγαπάει πραγματικά. Αυτές οι θύμισες ήταν το λιμάνι στις φουρτούνες τις ψυχής του, τότε που αισθανόταν ευάλωτος, έτοιμος να εγκαταλείψει τον εαυτό του, να διαγράψει την αλήθεια από τη ζωή του.
Εκεί γύρισε μετά τον σύντομο περίπατό του στη φύση. Στο κελί άναβαν τέσσερα κεριά δημιουργώντας μια κατανυκτική ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρα διαλογισμού και συζήτησης με το άυλο, το αδιανόητο. Κουρασμένος, έπεσε στα γόνατα και αγκάλιασε το λιτό κρεβάτι του. Άφησε τη σκέψη του ελεύθερη, τίποτε δεν τον περιόριζε μέσα σ' αυτόν τον χώρο που είχε, προ πολλού, υπερβεί τα όρια. Οι τέσσερις τοίχοι δεν υπήρχαν, δεν αισθανόταν να τον περιορίζει τίποτε. Αισθανόταν να ταυτίζεται με το άπειρο, να βιώνει την αιωνιότητα. Εκεί, σ' αυτές τις στιγμές απίστευτης ψυχικής ανάτασης, άκουσε ένα ελαφρό θρόισμα. Ο ήχος χάιδεψε τ' αυτιά του προσφέροντάς του μια μελωδία που μόνο ένας χορός των αγγέλων θα μπορούσε να μιμηθεί. Γύρισε και κοίταξε με περιέργεια. Η μορφή που αντίκρισε έσταζε γλυκύτητα, η ηρεμία στο πρόσωπό της τον πλημμύρισε με μια γαλήνη που ποτέ δεν είχε καταφέρει να γευτεί. Τα μάτια που αντίκρισε έσβησαν, μονομιάς, τις θαυμαστές εικόνες που η φύση του είχε, απλόχερα, χαρίσει. Η καρδιά του σκίρτησε αισθανόμενη την αγάπη να καταλαμβάνει και το μικρότερο κύτταρό της, το πνεύμα του παραδόθηκε στη σαγήνη της ηρεμίας και της γλυκύτητας της στιγμής. Ήταν μπροστά του, ολοζώντανος, παντοδύναμος, γαλήνιος και έτοιμος να του μιλήσει. Ο λόγος του ήταν απλός και ήπιος, δεν είχε τίποτε να φοβηθεί. Η ψυχή του ήταν ορθάνοιχτο βιβλίο γι αυτή τη θεϊκή ύπαρξη. Αναγνώρισε το πνεύμα της αγάπης, της ταπεινότητας, της ανιδιοτέλειας, της θυσίας για τους άλλους. Γεύτηκε το πλάνο βλέμμα των ματιών του, το βλέμμα που οδήγησε την ανθρωπότητα στη μέγιστη θυσία, αισθάνθηκε στα χείλη του τη γεύση του αίματος που χύθηκε για το ανθρώπινο γένος. Αντί για πίκρα ένοιωσε τη γλύκα του μελιού που τρύγησαν οι μέλισσες από τα πιο λαχταριστά άνθη, αισθάνθηκε να ξεπερνά τα γήινα δεσμά, ν' ανυψώνεται στο σύμπαν, αισθάνθηκε τη θεϊκή διάσταση της ύπαρξης.
Τα λόγια του ήταν απλά και κατανοητά. Του μίλησε για την καλοσύνη, την αγάπη, το μεγαλείο να είσαι Άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους, του είπε την ιστορία του, την παραχάραξη της διδασκαλίας του, τη μετάλλαξη των πιστών, τις ανθρώπινες πράξεις που σπίλωσαν τα λόγια του. Του μίλησε για την ανυπαρξία της ύπαρξης, για τον τρόπο που θα βιώσουν το άπειρο αυτοί που ακολουθούν αγόγγυστα την πορεία που αυτός δίδαξε. Του μίλησε για την πίστη, για τη δύναμη να προσφέρεις αγάπη εκεί που κυριαρχεί το μίσος, του μίλησε για τη δύναμη της συγγνώμης, του μίλησε για τον Λόγο. Του είπε να μην απελπίζεται, του έδειξε το δρόμο της θυσίας, του είπε ότι αυτός ήταν το παράδειγμα, κουβαλούσε μεγάλο φορτίο στις πλάτες του αλλά αυτό θα γαλουχήσει τις επόμενες γενιές. Του είπε πως δεν ήταν μόνος, η μοναχικότητα στην ψυχή του δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά τη δύναμη να είναι οδηγητής. Οδηγητής σε μια απελπισμένη ανθρωπότητα που είχε γονατίσει με το φορτίο που κουβαλούσε αδιάκοπα. Τα λόγια του ήταν βάλσαμο για την ψυχή του, του έδωσαν το κουράγιο να συνεχίσει, ν' αγωνιστεί σ' έναν αγώνα που, ίσως, ήταν ήδη χαμένος.
Όπως ήρθε έτσι έφυγε. Μόνο οι φλόγες των κεριών τρεμόπαιξαν λίγο. Η ελπίδα ξαναβρήκε θέση στη ζωή του. Κατάλαβε το μεγαλείο του αγώνα, λάτρεψε την πίστη στη θυσία, κατάλαβε το δύσκολο έργο που τον βάραινε πλέον. Όμως, η πίστη στον Άνθρωπο, η πίστη στον Αγώνα τον είχε χαλυβδώσει πια. Αισθάνθηκε ισόθεος, ένας τιτάνας που έσπασε τα δεσμά του για να απελευθερώσει κι άλλους. Κοιμήθηκε γαλήνια, ήταν η πιο ήρεμη νύχτα της ζωής του, ήξερε πως είχε δύσκολο έργο μπροστά του, ήξερε πως ο Αγώνας του μόλις τώρα άρχιζε και θα ήταν αδυσώπητος....
[στον Ντοστογιέφσκι για τον μεγάλο Αρχιεροεξεταστή και στον Έσσε για τον Κνουλπ]