Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Οι Φοιτητές γράφουν ποίηση 2


Λόγια δίχως αύριο
άρχισες πάλι να μιλάς,να λες ωραία λόγια
λόγια που δεν τα άκουγα ούτε στα πρώτα χρόνια
λόγια που στιγματίζανε συναίσθημα και σκέψη
λόγια που αντικατόπτριζαν μονάχα μία λέξη
είπες πως είχες δει πολύ βαθειά μες στην ψυχή μου
ρίγος και αναταραχή σού ‘φερνε η θύμησή μου
χαρά και λύπη και στοργή,συναίσθημα με πάθος
και όμως…τούτα εδώ ξανά μου φαίνονται σα λάθος
λόγια χωρίς αντίκρισμα,λόγια στιγμής,μεγάλα
λόγια που αν σε άφηνα θα ξεστομούσες κι άλλα
εγώ τα νοιώθω όλα αυτά,εσύ όμως νομίζω
τα λόγια που άσπρο βγάζαν φως,πλέον σου μοιάζει γκρίζο
αλήθεια,φως μου,είναι αυτό που νοιώθεις ως το τέλος
αγάπη,έρωτας,χαρά,θυμό,οργή ή μένος
αλήθεια,φως μου,είναι,που λες,να λες αυτό που νοιώθεις
να δοκιμάζεις όρια που αλλιώς δεν τα βιώνεις
αλήθεια,φως μου,είναι,που λες,το να μπορείς να νοιώθεις

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Σκέψου Ανθρωπάκο!




Σκέψου,
βαριά κουβέντα, δύσκολη λέξη,
με το μυαλό να κοιτάζει μέσα από θαμπωμένα κρύσταλλα
μια εικονική ευημερία, ένα ψεύτικο όνειρο,
σου ζητούν να σκεφτείς, να λογαριάσεις
πως θα παρουσιαστείς φτιασιδωμένος, αποδεκτός
σε μια αγέλη λύκων που καραδοκεί το λάθος βήμα σου!

Σκέψου,
ποτέ δεν το ξανάκανες, βυθισμένος σε μια αυταρέσκεια
μιας ζωής θυσιασμένης στο εφήμερο, στο παροδικό,
στην απόλαυση της στιγμής, στην κενότητα της επιλογής,
στην εικονική λατρεία μιας άθλιας παράδοσης
φτηνού και υστερόβουλου κομματισμού,
επιλογής ηγέτη – ποιμένα για το κοπάδι.

Σκέψου,
ποτέ δεν το επιδίωξες, ποτέ δεν το ήθελες
γιατί απεμπόλησες το δικαίωμα να έχεις άποψη, λόγο.
Επειδή βούτηξες διαδοχικά στο βούρκο της μεγάλης ιδέας,
της καπηλείας της πατρίδας, του εθνικο-χριστιανισμού, του φασισμού.
Γιατί αρνήθηκες την πατρίδα όπως και τον χριστό,
γιατί προσκύνησες το χρώμα του χρήματος, την προσωπική ιδιοτέλεια,
γιατί έκλεισες τα μάτια στο αίμα που πλημμύρισε τον τόπο σου,
γύρισες τη πλάτη στους έντιμους, σ' αυτούς που αντιστάθηκαν,
γιατί ποτέ δεν αναρωτήθηκες γιατί αυτός ο τόπος έχει τόσους ήρωες.

Σκέψου,
ποτέ δε στάθηκες στο ζοφερό μέλλον των παιδιών σου,
ποτέ δεν αναρωτήθηκες – επειδή δεν σκεφτόσουν – για τη θυσία της δημοκρατίας
στον τόπο που ποτέ δεν τη γνώρισε.
Ποτέ δεν κοίταξες στα μάτια τον συνάνθρωπό σου,
επειδή δεν είχες το θάρρος να αντικρίσεις τη δική σου γύμνια,
τον όλεθρο που βασίλευε στη ψυχή σου,
το σκόπελο πάνω στον οποίο οδηγούσες τόσες και τόσες ζωές,
εξασφαλίζοντας την αθλιότητα της δικής σου.

Σκέψου,
θα μπορέσεις ποτέ να μάθεις να σκέφτεσαι,
θα μπορέσεις ποτέ να σταθείς όρθιος,
ν' αγκαλιάσεις τον εχθρό σου,
να αρθρώσεις μια συγγνώμη στα θύματα που σκόρπισε
η αδιαφορία σου.

Σκέψου,
αν μπορείς,
πως αν σκεφτείς θα υπάρξεις,
θα γίνεις αυτόνομος, αυτεξούσιος, αυτόγνωτος.

Σκέψου,
δεν είναι αργά, η ιστορία δε βιάζεται...

(στον Φόβο μπροστά στην Ελευθερία / Ε. Φρομμ)

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Ανασαίνω




Ακούω το ρυθμό της καρδιάς,
τον παλμό του στήθους,
το χτύπημα στις φλέβες μου.
Ακούω το θρόισμα των μαλλιών
στο χάδι του ανέμου,
της κόρης τη διαστολή
στο φως του φεγγαριού.

Αισθάνομαι  το θαλασσινό μελτέμι
ν’ αγκαλιάζει με θέρμη
την άδεια μου ψυχή.
Το άρωμα του θυμαριού,
το βουητό του σμήνους
των μελισσών,  τον διαρκή
αγώνα για τροφή
στων λουλουδιών τις κορυφές,
στα πέταλα των ρόδων,
νοιώθω  να σιγοπερπατούν
αμέτρητοι στρατοί!

Τη μυρωδιά του γέρικου
ξύλου, του βαπτισμένου
στης θάλασσας τη φοβερή
την άλμη, τη σκληρή
που ανελέητα μαδά
κάθε ίχνος της ζωής
σαρακοτρώγοντας ιστούς, κορμιά
και λαμαρίνες από περήφανα σκαριά
που άντεξαν τους τριγμούς
μιας  άσκοπης πληγής.

Γεύομαι το νέκταρ των χειλιών σου,
το βλέμμα σου το σκοτεινό
στη θλίψη της στιγμής,
το κάθε σου ζευγάρωμα με τη ζωή
ζηλεύω, ελπίζοντας πως θα αφεθείς
ανέμελα ναρθείς,
στα γεγονότα μιας πνοής
που ζει για ν’  ανασαίνει
αυτό που από τα στήθη σου
αθόρυβα σκορπάς
στης άνοιξης το λιόγερμα,
στου θέρους τη καμπή.

Ανασαίνω, αισθάνομαι,
βιώνω και μαθαίνω
να υπομένω  αγόγγυστα
τον πόνο της σιωπής.

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

κηλίδες από αίμα...



Σταυρώθηκες στον Γολγοθά
μιας ζωής δίχως τέλος,
μιας αγωνίας φοβερής
απ' τον σαρκασμό του θανάτου.

Έφυγες γιατί η γη έμεινε στέρφα,
γιατί τ' αλέτρι σταμάτησε σε βράχους.
Το μπόλι έδωσε άγονο βλαστό
κι η άνοιξη κατάκαψε τ' άνθη μ' ένα χιόνι
ενός βοριά που ξαφνικά
σάρωσε τη ζωή μας.

Μαρτύρησες γνωρίζοντας
πως πουθενά η ψυχή μας
δεν θά 'βρει την Ανάσταση,
δεν θά 'βρει Λυτρωμό.

Το αίμα σου δεν έδωσε
λουλούδια στα λιβάδια,
οι μαθητές δεν στάλθηκαν
στα ά-λογα κοπάδια
για να κηρύξουνε πιστά
τον μέγα Γυρισμό.

Σταγόνες απ' το αίμα σου
γινήκανε σημαίες,
η μαύρη απελπισία σου
μας γέμισε ζωή
και τα καρφιά που σου 'μπηξαν
γινήκανε οι λόγχες
για τη μεγάλη εξέγερση,
της νίκης τη στιγμή.

[στον συνάνθρωπο που επέλεξε ή επιλέγει να δώσει τέλος στη ζωή του]




Ασπίδες και κράνη.




Γέμισε ο πλανήτης
εργαλεία θανάτου,
μηχανισμούς καταστολής, όπλα θηριωδίας.
Απρόσωπα όντα,
μεταλλαγμένοι άνθρωποι -
σιδερόφρακτες κενότητες,
πλημμύρισαν τη σκηνή
μιας θείας τραγωδίας.

Δεν αγωνιούν, δεν ελπίζουν.
Η ελπίδα θέλει φρόνημα, καρδιά
και πνεύμα ελευθερίας.
Συντάσσονται σε σχηματισμούς
για την καταδίωξη της αξιοπρέπειας,
για την ανάδειξη της δουλοπρέπειας,
εχθροί της φαντασίας.
Γεύονται τα ανθρώπινα σπλάγχνα
που ασταμάτητα ξεχύνονται
στο βωμό της επιβίωσης, της αγωνίας.
Οι λύκοι φόρεσαν στολίδια,
σύμβολα αρχαίων εποχών.

Ο ήλιος αρνείται το αντιφέγγισμα
στα σιδερένια πρόσωπα.
Του κεφαλιού το περικάλυμμα
έπνιξε τη σκέψη, τη δυνατότητα επιλογής.
Τα όπλα καταστολής στόμωσαν, δεν παίρνουν γέμισμα,
το αίμα έπηξε απάνω στη σκανδάλη
ενός χεριού που έγινε προέκταση, μέσα στη ζάλη,
όπλου αφανισμού, όπλου υποστολής
της ανθρωπιάς...

Κράνη κι ασπίδες, ορδές ληστών
τις συντηρούν, ορδές από αγρίμια
τις στελέχωσαν.
Ξυρισμένα κρανία, παγανιστικά σύμβολα,
ο θρίαμβος του Υπάνθρωπου
που φοβήθηκε ο Φρειδερίκος,
αναδεικνύεται στη θέση των μαχητών
που κράτησαν ατρόμητοι τα πολυβόλα της ελπίδας,
τις λόγχες ανυποχώρητων ψυχών,
τα κράνη του φωτός, τα ξίφη της ελευθερίας.

Η αγωνία και ο ιδρώτας, οι μόνοι σύντροφοί τους,
επειδή φοβούνται...
επειδή οι ψυχές τους έρπουν....
μπροστά στη λάμψη της εξέγερσης,
στον μαύρο αδερφό που έρχεται καλπάζοντας
να σαρώσει, δίχως οίκτο, τις άθλιες υπάρξεις.

Επειδή γνωρίζουν ότι η Ανατολή ποτέ δεν καταστέλλεται!

[στον φίλο μου τον Τάσο, απ' τους ελάχιστους Διανοούμενους, για το δώρο που δεν του έκανα..]

Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

οι φοιτητές γράφουν ποίηση:


Για τη Γαλλική Επανάσταση

Πρίγκηπας βαφτίστηκε ετούτη τη μέρα
που ο βασιλιάς ο ίδιος το βάρος του άφησε να πέσει-
κάσα στους ώμους του υιού.

Πρίγκηπας βαφτίστηκε ετούτη τη μέρα
καθώς το λάδι γλίστρησε διαπερατό το δέρμα ντύνοντας,
διαφανή τα βελούδα, τα χρυσοποίκιλτα ρούχα.

Πρίγκηπας βαφτίστηκε ετούτη τη μέρα 
και την επόμενη αντί να του πάρουν τα κλειδιά,
του πήραν τα χέρια.

Πρίγκηπας βαφτίστηκε ετούτη τη μέρα
και τη μεθεπόμενη αντί να του πάρουν το στέμμα,
του πήραν το κεφάλι.

Πρίγκηπας ντύθηκε ετούτη τη μέρα, την τελευταία, 
την πρώτη πνοή της νέας ζωής.

Φόρεσε τα έντερά του κορδέλα και χορεύοντας
άφησε τα μέλη του στους αυλικούς.

Η σκιά υποκλίθηκε, ο πρίγκηπας γδύθηκε
και σε φόρο τιμής άνθρωπος ντύθηκε να παραδώσει το θρόνο.


[Βίκυ / φοιτήτρια τμ. ΠΕΔΔ / Παν. Αθηνών]


Ζωή μετά την Ελπίδα.





Περπάτησε στην ακρογιαλιά παρατηρώντας το κύμα που έγλειφε, απαλά, τα βράχια που το κοίταγαν αγέρωχα από ψηλά. Το θαλασσινό νερό πότιζε την ατμόσφαιρα και τον έκανε να νοιώσει βαθιά μέσα του την αρμύρα της θάλασσας. Ένα γλυκόπικρο συναίσθημα τον πλημμύριζε εδώ και ώρα. Αισθανόταν μετέωρος, έτοιμος να παρασυρθεί με το πρώτο δυνατό φύσημα του ανέμου, ενός ανέμου που παρουσιαζόταν, διαρκώς, με τις δύο όψεις του Ιανού. Πότε γλυκός και τρυφερός σου έφερνε τις μυρωδιές της φύσης που γιόρταζε την άφιξη της άνοιξης, πότε μοχθηρός και καταστροφικός, μέσα από τα βάθη του ωκεανού, παγωμένος, επίμονος και σκληρός, να καταστρέφει τα φρεσκοπεταγμένα βλαστάρια των φυτών που πάσχιζαν να μεγαλώσουν μέσα σ' ένα περιβάλλον που πνιγόταν στο αλάτι της θάλασσας. Παρατήρησε τη διπλή όψη των φυτών και την παραλλήλισε με τις ανθρώπινες ψυχές. Μπροστά, στην πλευρά που αντίκριζαν το απέραντο άγνωστο μιας άγνωστης πραγματικότητας, στην πλευρά που αντίκριζαν την απεραντοσύνη του πέλαγους, είχαν καεί βαθιά μέχρι το σημείο που ήταν η ένωση του φύλλου με τον κορμό που άντεχε στο αδυσώπητο μαστίγωμα του θαλασσινού αέρα. Ένας κορμός που στεκόταν ορθός, απάντηση στην αγριότητα του καιρού, έχοντας καεί στη μια του πλευρά αλλά ολοζώντανος στην άλλη, στήριζε, με πείσμα, τα φύλλα που γλύτωσαν τη λυσσασμένη οργή του βοριά που επέλαυνε, ασυγκράτητος, από το πέλαγος.
Ήταν η εποχή που τα συναισθήματα γινόντουσαν πιο ήπια, η τρυφερότητα της άνοιξης αγκάλιαζε αρμονικά τη φύση, λέγοντας λόγια παρηγοριάς σ' όλα τα δημιουργήματα που δοκιμάστηκαν τις κρύες μέρες και νύχτες του χειμώνα. Η πλάση γιόρταζε, ξανά, την επιστροφή της ελπίδας, του έρωτα, των πιο γλυκών αναμνήσεων από αντίστοιχες περασμένες εποχές. Το γρασίδι είχε καταπρασινίσει και τα πιο άγονα σημεία της παραλίας. Γη ποτισμένη από τον ιδρώτα των ουρανών, τον κράτησε σφιχτά στον κόρφο της και την κατάλληλη στιγμή απελευθέρωσε το είναι του σε μια πανδαισία γονιμότητας. Πάταγε το μαλακό χορτάρι και ένοιωθε τον σιγανό θόρυβο των φρέσκων φλοιών που έσπαζαν κάτω από το ανθρώπινο βάρος. Περπάτησε βυθισμένος στις σκέψεις του. Είχε καιρό που η τρικυμία στην ψυχή του δεν τον άφηνε να ηρεμήσει. Προχώρησε και έφτασε στο αγαπημένο του μέρος, εκεί που η θέα του ορίζοντα ανακατευόταν στις ηλιαχτίδες και παιχνίδιζε ασταμάτητα σ' ένα συνεχές παιχνίδι ζωής και θανάτου. Ήταν ψηλά, πάνω σε απόκρημνα βράχια και στοχαζόταν για το μεγαλύτερο ερώτημα που έθεσε ο άνθρωπος στον εαυτό του. Έκανε διαρκή απολογισμό της πεζής πραγματικότητας την οποία βίωσε και βίωνε διαρκώς. Τον πλήγωνε απίστευτα η επιστροφή στα ανθρώπινα, η ψυχή του επαναστατούσε παρατηρώντας την αποκοπή του ανθρώπου από τον πλάστη, από την απεραντοσύνη της αρμονίας, από το μεγαλείο της καλοσύνης. Ήταν καιρός που είχε δώσει τον όρκο της μοναχικότητας, έναν όρκο που καθόρισε την ύπαρξή του. Ήταν μοναχός αλλά και μονάχος ταυτόχρονα σ' ένα κόσμο κενότητας και αδυσώπητης αποστασιοποίησης από την ανθρώπινη φύση.
Είδε τα μίση, τις σφαγές, τα εγκλήματα στο όνομα του υπέρτατου όντος, τις μηχανορραφίες, τους συμβιβασμούς με την υλική πραγματικότητα, είδε το κυνήγι του κέρδους και την απώλεια της ψυχής, βίωσε τον αποκλεισμό της αγάπης, της αρετής, γνώρισε την υποκρισία, τη θυσία του εαυτού στη δόξα, την εξουσία, το χρήμα. Αισθάνθηκε τη μετάλλαξη των οίκων της σωτηρίας σε οίκους μιας μηχανιστικής λατρείας του τυπικού, είδε την αποστροφή στην αγνότητα, την επαγγελματική, πλέον, άφεση όλων των αμαρτιών όταν το αντίτιμο γινόταν όλο και πιο ελκυστικό. Απελπίστηκε από τη διαφθορά, τη διάβρωση των ψυχών, την απαξίωση της εντιμότητας, το θάνατο του Λόγου. Απομακρύνθηκε από το λειτουργικό που τυποποίησε το άτυπο, που λάτρευε το υλικό γυρνώντας την πλάτη του στο άυλο, που δημιουργούσε πιστούς συντρίβοντας την ελευθερία της βούλησης, που κατασκεύαζε ορδές άπιστων που λάτρευαν την πίστη. Απελπίστηκε από την υστεροβουλία του ανθρώπου να εξασφαλίσει θέση στο άπειρο όταν πλησίαζε στο τέλος μιας ζωής πνιγμένης στην παραζάλη των απολαύσεων. Είδε τον άνθρωπο και γνώρισε τη ματαιότητα μιας ύπαρξης που αγωνιούσε για την ύπαρξη της κενότητας. Άρχισε να πλησιάζει τον σκεπτικισμό, τα ερωτήματα που έθετε στον εαυτό του δεν απαντήθηκαν ποτέ. Η ανθρώπινη φύση είχε στήσει πανηγύρι στην ψυχή του.
Αυτά όλα σκεπτόταν και παρατηρούσε την αρμονία της φύσης. Το θαλασσινό αεράκι του ανακάτεψε τα μαλλιά του και δρόσισε το μέτωπό του. Ένα χάδι από τη φύση του μετέδωσε μία νότα αισιοδοξίας, άρχισε να θέτει όλα τα ερωτήματα ξανά από την αρχή. Παρατήρησε τις πεταλούδες που πηδούσαν από λουλούδι σε λουλούδι και αισθάνθηκε ότι κάπως έτσι θα ήταν και ο παράδεισος των ψυχών. Το νέκταρ των λουλουδιών θα ήταν η ανταμοιβή για την επιμονή σε μια ζωή που στερήθηκε πολλά αλλά απέκτησε ακόμη περισσότερα. Φαντάστηκε τη γύρη των λουλουδιών σαν τη γνώση που ασταμάτητα γεμίζει με ευχαρίστηση τις μοναχικές ψυχές που κολυμπούν στο πέλαγος της ποίησης, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, προσπαθώντας να καλύψουν το κενό που άφηνε μέσα τους η άγνοια του αδιανόητου.
Σιγά – σιγά, κι ενώ το σούρουπο άρχισε γλυκά να κάνει αισθητή την παρουσία του, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Το κελί του τον περίμενε, ζεστό – κρύο, δεν είχε σημασία. Ήταν πάντα εκεί, με ανοιχτές αγκάλες θα του προσέφερε το καταφύγιο που αναζητούσε τις δύσκολες στιγμές. Το είχε λατρέψει αυτό το κελί. Εκεί ανέκρινε τον εαυτό του, εκεί ανέκρινε τους άλλους, σ' αυτό το μέρος συνομίλησε με τους ποιητές και τους φιλόσοφους. Εκεί, τα βράδια, στήνονταν απίστευτες συζητήσεις με όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις που χάραξαν, με το πέρασμά τους, την ανθρώπινη ιστορία. Εκεί στο φως των κεριών στοχαζόταν τις μεγάλες αλήθειες. Εκεί γνωρίστηκε με όλους τους διανοούμενους, εκεί έσφιξε στην αγκαλιά του χειρόγραφα και βιβλία, εκεί ονειρεύτηκε το μεγαλείο της ανθρώπινης ζωής και την απίστευτη ικανότητα που έχουμε να την ευτελίζουμε διαρκώς.
Εκεί στριφογύριζε το μυαλό του στον έρωτα που γνώρισε, τον έρωτα που έχασε. Δεν στενοχωριόταν για τη μοναχικότητά του, στενοχωριόταν για τη μοναχικότητα των θεών, για την αδυναμία τους να γνωρίσουν αυτό που, απλόχερα, χάρισαν στους ανθρώπους. Αυτό που εξύψωνε τους θνητούς σε θεϊκές διαστάσεις, που έκανε τους θεούς να νοσταλγούν τη γήινη πραγματικότητα. Αυτό που έκανε τους αγγέλους να εγκαταλείπουν τους ουρανούς για να το βιώσουν θυσιάζοντας την αθανασία τους. Τι τίμημα, αλήθεια! Ήταν ευτυχισμένος που τον έζησε μέσα σε μια ανθρωπότητα που ξέχασε ν' αγαπάει πραγματικά. Αυτές οι θύμισες ήταν το λιμάνι στις φουρτούνες τις ψυχής του, τότε που αισθανόταν ευάλωτος, έτοιμος να εγκαταλείψει τον εαυτό του, να διαγράψει την αλήθεια από τη ζωή του.
Εκεί γύρισε μετά τον σύντομο περίπατό του στη φύση. Στο κελί άναβαν τέσσερα κεριά δημιουργώντας μια κατανυκτική ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρα διαλογισμού και συζήτησης με το άυλο, το αδιανόητο. Κουρασμένος, έπεσε στα γόνατα και αγκάλιασε το λιτό κρεβάτι του. Άφησε τη σκέψη του ελεύθερη, τίποτε δεν τον περιόριζε μέσα σ' αυτόν τον χώρο που είχε, προ πολλού, υπερβεί τα όρια. Οι τέσσερις τοίχοι δεν υπήρχαν, δεν αισθανόταν να τον περιορίζει τίποτε. Αισθανόταν να ταυτίζεται με το άπειρο, να βιώνει την αιωνιότητα. Εκεί, σ' αυτές τις στιγμές απίστευτης ψυχικής ανάτασης, άκουσε ένα ελαφρό θρόισμα. Ο ήχος χάιδεψε τ' αυτιά του προσφέροντάς του μια μελωδία που μόνο ένας χορός των αγγέλων θα μπορούσε να μιμηθεί. Γύρισε και κοίταξε με περιέργεια. Η μορφή που αντίκρισε έσταζε γλυκύτητα, η ηρεμία στο πρόσωπό της τον πλημμύρισε με μια γαλήνη που ποτέ δεν είχε καταφέρει να γευτεί. Τα μάτια που αντίκρισε έσβησαν, μονομιάς, τις θαυμαστές εικόνες που η φύση του είχε, απλόχερα, χαρίσει. Η καρδιά του σκίρτησε αισθανόμενη την αγάπη να καταλαμβάνει και το μικρότερο κύτταρό της, το πνεύμα του παραδόθηκε στη σαγήνη της ηρεμίας και της γλυκύτητας της στιγμής. Ήταν μπροστά του, ολοζώντανος, παντοδύναμος, γαλήνιος και έτοιμος να του μιλήσει. Ο λόγος του ήταν απλός και ήπιος, δεν είχε τίποτε να φοβηθεί. Η ψυχή του ήταν ορθάνοιχτο βιβλίο γι αυτή τη θεϊκή ύπαρξη. Αναγνώρισε το πνεύμα της αγάπης, της ταπεινότητας, της ανιδιοτέλειας, της θυσίας για τους άλλους. Γεύτηκε το πλάνο βλέμμα των ματιών του, το βλέμμα που οδήγησε την ανθρωπότητα στη μέγιστη θυσία, αισθάνθηκε στα χείλη του τη γεύση του αίματος που χύθηκε για το ανθρώπινο γένος. Αντί για πίκρα ένοιωσε τη γλύκα του μελιού που τρύγησαν οι μέλισσες από τα πιο λαχταριστά άνθη, αισθάνθηκε να ξεπερνά τα γήινα δεσμά, ν' ανυψώνεται στο σύμπαν, αισθάνθηκε τη θεϊκή διάσταση της ύπαρξης.
Τα λόγια του ήταν απλά και κατανοητά. Του μίλησε για την καλοσύνη, την αγάπη, το μεγαλείο να είσαι Άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους, του είπε την ιστορία του, την παραχάραξη της διδασκαλίας του, τη μετάλλαξη των πιστών, τις ανθρώπινες πράξεις που σπίλωσαν τα λόγια του. Του μίλησε για την ανυπαρξία της ύπαρξης, για τον τρόπο που θα βιώσουν το άπειρο αυτοί που ακολουθούν αγόγγυστα την πορεία που αυτός δίδαξε. Του μίλησε για την πίστη, για τη δύναμη να προσφέρεις αγάπη εκεί που κυριαρχεί το μίσος, του μίλησε για τη δύναμη της συγγνώμης, του μίλησε για τον Λόγο. Του είπε να μην απελπίζεται, του έδειξε το δρόμο της θυσίας, του είπε ότι αυτός ήταν το παράδειγμα, κουβαλούσε μεγάλο φορτίο στις πλάτες του αλλά αυτό θα γαλουχήσει τις επόμενες γενιές. Του είπε πως δεν ήταν μόνος, η μοναχικότητα στην ψυχή του δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά τη δύναμη να είναι οδηγητής. Οδηγητής σε μια απελπισμένη ανθρωπότητα που είχε γονατίσει με το φορτίο που κουβαλούσε αδιάκοπα. Τα λόγια του ήταν βάλσαμο για την ψυχή του, του έδωσαν το κουράγιο να συνεχίσει, ν' αγωνιστεί σ' έναν αγώνα που, ίσως, ήταν ήδη χαμένος.
Όπως ήρθε έτσι έφυγε. Μόνο οι φλόγες των κεριών τρεμόπαιξαν λίγο. Η ελπίδα ξαναβρήκε θέση στη ζωή του. Κατάλαβε το μεγαλείο του αγώνα, λάτρεψε την πίστη στη θυσία, κατάλαβε το δύσκολο έργο που τον βάραινε πλέον. Όμως, η πίστη στον Άνθρωπο, η πίστη στον Αγώνα τον είχε χαλυβδώσει πια. Αισθάνθηκε ισόθεος, ένας τιτάνας που έσπασε τα δεσμά του για να απελευθερώσει κι άλλους. Κοιμήθηκε γαλήνια, ήταν η πιο ήρεμη νύχτα της ζωής του, ήξερε πως είχε δύσκολο έργο μπροστά του, ήξερε πως ο Αγώνας του μόλις τώρα άρχιζε και θα ήταν αδυσώπητος....

[στον Ντοστογιέφσκι για τον μεγάλο Αρχιεροεξεταστή και στον Έσσε για τον Κνουλπ]

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Νύχτα




Στην αγκαλιά του σκοταδιού
γελάει η πλάση όλη
γιατί ξεχνάς το όνειρο,
το ζεις μέσα στην πόλη,

λάμπουν τα φώτα της θολά,
θυμίζουνε τα κρίνα
στην άμμο που φυτρώνουνε
χωρίς νερό κι ελπίδα.

Ξέρουνε πως θα μαραθούν στη λάμψη της ημέρας,
στου θέρους την καυτή πνοή,
στου ήλιου το θυμό.
Τα φώτα λαμπυρίζουνε, ολόκληρο το βράδυ
στα σπλάγχνα
πόλης π' αγαπάς, π' αγρύπνησε
για να γευτεί τα άστρα.

Ελπίδες, πόνοι, έρωτες,
δεν έχουν σημασία όταν στην άσφαλτο
γιορτή στήνει η φωταψία,
ψυχών, φώτων, επιγραφών,
που σκιάζουν τη ματιά σου, γιατί φοβάσαι
πως εκεί ματώνετ' η καρδιά σου.

Μεσ' τον υπόγειο ακούς, μ' απίστευτη βιασύνη,
τον ήχο κάποιας προσευχής, το σφύριγμα της λήθης,
καπνός βαρύς και αλκοόλ είναι ο σύντροφός σου
στο μακρινό ταξίδι σου, στο τέλος της ευθύνης.

Δεν είσαι μόνος, ξαγρυπνά μαζί σου όλο το σύμπαν,
τ' άστρα σού φαίνονται κοντά ίσαμε ένα βήμα,
αφήνεις πίσω το μυαλό, σμίγεις με το σκοτάδι,
βρίσκεις διαστάσεις άφαντες που σε κερνούν το χάδι

του έρωτα που καρτεράς ναρθεί μεσ' τη ζωή σου,
να λάμψει κάθε της πλευρά, να νοιώσει η θύμησή σου,
την άβυσσο ανθρώπινης ψυχής που δεν διστάζει
να λειώνει,
ν' αγωνίζεται για κείνο π' ασταμάτητα
τη θλίψη τής σταλάζει,

γιατ' είναι το άλλο της μισό, αυτό που αιώνια ψάχνει,
δίχως ποτέ να συναντά, δίχως ποτέ να φτάνει...


[στον Γιώργο Λ., για τη νύχτα που τόσο του αρέσει]

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Αυτός ο ήλιος..




Γλύφει τα μάρμαρα που πότισε
ιδρώτας  ηρώων, μαραθωνομάχων,
αγκαλιάζει τα κιονόκρανα
ναών αφιερωμένων στη λατρεία της Ύπαρξης.

Παίζει με τους τιτάνες και τις νύμφες,
χορεύει διονυσιακούς  χορούς
στην παραζάλη εορτών αφιερωμένων
στις χθόνιες θεότητες.

Τραγουδά στα τοπία των μαχών
τη δόξα των ηρώων,
κρατά νωπή τη θύμισή τους,
τα επικά κατορθώματά τους.

Σιγοψιθυρίζει  στην ανθρωπότητα
θυσίες και κραυγές
που βγαίνουν από τη κλαγγή των όπλων,
μαχητών του ήλιου.

Ανατέλλει σκορπώντας το μεγαλείο του φωτός,
διδάσκοντας τη νίκη του στο σκότος,
απαγγέλει στίχους αρχαίων τραγωδιών
που αποκαλύπτουν το παιχνίδι των θεών απάνω στους θνητούς.

Ορίζει τη γη, τον ορίζοντα της σκέψης,
την πάλη τού Είναι με το Χάος.
Ζεσταίνει τις ψυχές που ισορροπούν
ανάμεσα στη λογική και την παράνοια.

Θυμίζει άλλες εποχές,
αποκαλύπτει το ασύλληπτο.
Είναι ο ήλιος μας, το άστρο της ζωής μας.
Είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας.

Υμνήθηκε απ’ τους ποιητές,
θαυμάστηκε απ’  τους αιώνες,
στον Χρόνο έδειξε τη  σημασία
της στιγμής.

Αυτός ο ήλιος είναι δικός μας,
πηγή ζωής, πηγή ελπίδας, μας ανήκει.
Δεν μπορούν να μας τον πάρουν…

Ανάσταση




Το μέταλλο των καρφιών ποτίστηκε από το αίμα
του Άνθρωπου που η ζωή τον έκανε θεό.
Καινούργιος Προμηθέας στον ξύλινο Καύκασο
κι ανθρώπινα πτηνά, ανελέητα, κατασπαράζουν
τη σάρκα του.

Πράγμα συνηθισμένο, πράγμα αποδεκτό,
να κουβαλάς ένα σταυρό βαδίζοντας για του κρανίου τον τόπο.
Μάτια πολλά να σε κοιτούν γεμάτα απορίες,
γιατί επέλεξες τη ζωή κι όχι τον θάνατο, που ζουν,
τον καθημερινό.

Λιωμένος ορείχαλκος μιλάει στα ουράνια πλάσματα,
όταν η γλώσσα της καμπάνας χτυπά τα σωθικά της,
καλεί τη φύση όλη ν' αρματωθεί ελπίδες
στον ήχο της εξέγερσης ενάντια στα τάγματα
του ολέθρου .

Κοίταξες από ψηλά και είδες τους ανέστιους,
τους πεινασμένους, τους άρρωστους, της απελπισίας
τους πιστούς,
είδες ψυχές αδέσποτες, στη γη ναν' καρφωμένες,
είδες να ουρλιάζουν φοβερά σ' επιθανάτιους λυγμούς.

Γνώρισες της ανθρωπότητας την άθλια ματαιοδοξία,
την παραίτηση, της ζωής τον συμβιβασμό.
Είδες σπηλιές απύθμενες να δίνουν καταφύγιο
σ' αυτούς που απαρνήθηκαν τη σύγκρουση
των ουρανών.

Ενστάλαξες, στους εκλεκτούς, την πίστη για το μέλλον,
δάκρυ στο δάκρυ ξέπλυνες αόρατες πληγές.
Το αίμα σου πρόσφερες, νάμα των πεταλούδων,
να πιουν και να σκοτώσουνε τον Ιανταλμπαώθ,

σηκώθηκες κι ανέτειλε από τη δύση ο ήλιος,
της ελπίδας ο στρατός βροντοχτυπά τα όργανα
ενός ξεσηκωμού,
στον άνθρωπο χάρισες, απλόχερα, τη δύναμη να βλέπει,
να στέκεται ορθός μπροστά στον χαλασμό,

ασυμβίβαστος, ορθός, αμείλικτα ταγμένος,
στη σωτηρία των ψυχών, στην επανάσταση των μαζών!


[σ' όλους αυτούς που σταυρώνονται καθημερινά]

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Οι μαθητές γράφουν ποίηση.

Ευτυχία

Τι είναι λοιπόν ... η ευτυχία;
Ξυπνάω το πρωί, νοιώθω όμορφα
επειδή υπάρχω, χαμογελάω και ας είμαι
μόνος μου, η αισιοδοξία καθρεφτίζεται
σε μία λέξη: Καλημέρα!

Μπορώ να είμαι ευχαριστημένος με τα πιο απλά.
Βλέπω τον κόσμο διαφορετικά, ξεχωριστό
δεν έχει σημασία αν είναι ή όχι,
νομίζω πως ξέρω ν'  αγαπώ.

Χαίρομαι με ό,τι ευχάριστο συμβαίνει,
έχω τη δύναμη ν'  αντιμετωπίζω τις δυσκολίες!
Αλλά το πιο σημαντικό είναι πως
νοιώθω όμορφα με τον εαυτό μου,
δεν τον πολεμάω, τον αγαπάω.

Ευτυχία είναι ό,τι αισθάνεσαι.
Γνώρισέ το...


[Μαρία Μ. / 1ο Γυμνάσιο Παλλήνης :
 "καλή δύναμη Μαρία", καλωσόρισες στην Ποίηση]

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Il pleure dans mon coeur



                    Il pleure dans mon coeur
Comme il pleut sur la ville ;
Quelle est cette langueur
Qui pénètre mon coeur ?

Ô bruit doux de la pluie
Par terre et sur les toits !
Pour un coeur qui s'ennuie,
Ô le chant de la pluie !

Il pleure sans raison
Dans ce coeur qui s'écoeure.
Quoi ! nulle trahison ?...
Ce deuil est sans raison.

C'est bien la pire peine
De ne savoir pourquoi
Sans amour et sans haine
Mon coeur a tant de peine !

Βρέχει στην καρδιά μου
[ελεύθερη απόδοση]

Η καρδιά μου σπαράζει
όπως βρέχει πάνω στην πόλη,
ποιος πόνος καλπάζει
διαπερνώντας τη όλη;


Ω, της βροχής νότα γλυκιά,
στις στέγες και πάνω στη γη,
για μια καρδιά που αγωνιά,
Ω, της βροχής νότα γλυκιά!


Φωνάζει δίχως λόγο,
η καρδιά που στενάζει.
Τι! στης προδοσίας την απουσία;
το πένθος δεν ταιριάζει.


Είναι ο κρυστάλλινος πόνος
να μη γνωρίζεις γιατί!
Δίχως αγάπη ή φθόνο
να πληγώνεσαι τόσο!
{στον Paul VERLAINE για το ποίημα που σημάδεψε τη ζωή μου}