Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Το παράπονο του ήλιου.




Είδα τις τελευταίες του ματιές στο φέγγος της νυχτιάς,
ένοιωσα το παράπονο που ανάβλυσε μέσα από την ψυχή του,
μύρισα την ευωδιά των νυχτολούλουδων που άνοιγαν μονομιάς,
που τον αποχαιρέτησαν,
κι' αισθάνθηκα πνιχτούς λυγμούς σ' εκείνη τη στιγμή του.

Μουρμούρισε λόγια πικρά, λόγια της προδοσίας,
έσφιξε την καρδιά του σαν ένοιωσε φλόγα της μοναξιάς,
περπάτησε στα σύνορα μιας σκοτεινής ανίας
του δειλινού που έρχονταν,
κι ένοιωσε το ζευγάρωμα της νύχτας και της σκιάς.

Ήξερε πως ότι πέρασε δεν πρόκειται να ξαναδεί το φως του,
ήξερε πως έρωτας και πόνος βαδίζουνε μαζί,
ήξερε πως η κραυγή των ζωντανών θα σβήσει στο χαμό του,
πως ότι κι αν ειπώθηκε για πάντα έχει χαθεί,
μαζί μ' αυτό κι ο άνεμος που πέρασε δεν θα ξαναφανεί.

Ένοιωσε το παιχνίδισμα της τελευταίας αχτίδας,
στου πέλαγου το άπειρο, στης ώρας τη σιωπή,
ήξερε πως το σήμερα κι η πρόσκαιρη ελπίδα
που χόρεψε, περίχαρη, στη θέρμη του φωτός,
μαζί του θα εξαφανιστεί στου ονείρου τη κλαγγή.

Μάτωσε και πλημμύρισε τη θάλασσα με σκόνη
που τ' άστρα σκόρπισαν πλατιά στις σκοτεινές γραμμές
ορίζοντα που δάκρυσε γιατ' η ψυχή του μόνη
(βάσκανα, ξόρκια, μαγικά) 
έμεινε να στοχάζεται ασύλληπτες στιγμές.

Κι' όμως, ο νοσηρός παλμός των ποιητών,
μέσα στο λίκνο άγρυπνων, αθάνατων ψυχών,
στου έρωτα τ' αγιάζι, παιχνίδισμα του φεγγαριού,
κάστρο ξεχωριστών υπάρξεων και βωμών,
τού ανάγγειλε πως σύντομα η ανατολή θ' αλλάξει,
στη φλογερή ανάσα του, τη θλίψη των καιρών.

[στον Ιβάν Τουργκένιεβ και τον Ρούντιν]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου