Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Η διαλεκτική των μύθων.





Η γη άνοιξε διάπλατα και απεγκλώβισε τιτάνιες δυνάμεις. Το Σκότος και ο Έρεβος επικάλυψαν ολόκληρη τη πλάση που γονιμοποιούσε το καινούργιο, αυτό που πρόβαλε με μιαν αδήριτη αναγκαιότητα. Οι Τιτάνες φυλακίστηκαν στα έγκατα της γης δονώντας με τους παλμούς μιας φυλακισμένης φύσης ολόκληρο το σύμπαν. Η Τιθύς και ο Ωκεανός διασκόρπιζαν το γήινο κύμα που θα κατέκλυζε το σύμπαν. Θεοί και δαίμονες συγκρούστηκαν για να μορφοποιήσουν αυτό που σήμερα βλέπουμε μπροστά μας, αυτό που έπρεπε να δαμάσουμε.
Οι αρχαίοι Έλληνες προσωποποίησαν τη φυσική πάλη των αντιθέτων και με επιστημονική ανεπάρκεια μορφοποίησαν αυτό που η σημερινή επιστήμη ερμηνεύει και αναλύει αδιάκοπα. Το άγονο λουλούδι στο δέντρο της γνώσης ολοκλήρωσε τον κύκλο του δίνοντας τον καρπό του μύθου. Το μυθικό, από εδώ και μπρος, θα κατακτούσε την ανθρώπινη νόηση που εναγώνια αναζητούσε τον μίτο για να βγει απ' τον λαβύρινθο της άγνοιας. Ο μύθος απλώς έκανε υποφερτό το ταξίδι της, αναιρούσε τα αδιέξοδα και ερμήνευε με μια λογικοφανή προσπάθεια το ανερμήνευτο. Ο μύθος έγινε όπλο που χειραγώγησε για αιώνες το ανθρώπινο μυαλό, έγινε το εργαλείο υφαρπαγής του γόνιμου τμήματος της ανθρώπινης σκέψης και της καθήλωσής του σε περιοχές ακίνδυνες για τις κυρίαρχες ομάδες. Μύθος και εξουσία γίνανε δίδυμα αδέλφια στην ανθρώπινη ιστορία.
Ο μύθος, βέβαια, έχει ιστορικότητα. Δεν μπορεί να στηρίζεται σε ξεπερασμένα θεμέλια όταν ένα τεράστιο εποικοδόμημα έχει κτιστεί πάνω του, οφείλει να αναζωογονείται, να ανασκευάζεται και να προσαρμόζεται στις συνθήκες. Ποτέ ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα δεν ανέδειξε τέτοιες τρομακτικές ικανότητες αυτονομούμενο από τον δημιουργό του και ανακαλώντας στη μνήμη μας τη ρήση του Ζίμμελ για την τραγικότητα του έργου της τέχνης. Ο μύθος, κορυφαία στιγμή στην ιστορία της ανθρώπινης δημιουργικότητας, αυτονομήθηκε από τον δημιουργό του και κατασκεύασε μια εικονική πραγματικότητα στην οποία βύθισε ολάκερη την οικουμένη. Ο μύθος έγινε τρόπος σκέψης και ζωής, έγινε αναπόσπαστο κομμάτι από την ανθρώπινη καθημερινότητα.

Στην εποχή μας έχουμε να αντιμετωπίσουμε παλιούς και νέους μύθους στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε κριτικά την ύπαρξή μας αλλά και την κοινωνική μας συσσωμάτωση. Το σώμα της λερναίας ύδρας αναπαράγεται πολλαπλασιαζόμενο με έναν αποκρουστικό τρόπο που διασκορπίζει τρόμο στο κάλεσμα για την αντιμετώπισή του. Ο Λόγος, το σημαντικότερο όπλο του ανθρώπου, δεν είναι πλέον τόσο αποτελεσματικός όσο παλιότερα. Η ανθρώπινη σκέψη οφείλει να επεξεργαστεί και να αναδείξει νέα όπλα. Ο Λόγος δεν κατέστρεψε το τέρας, το τρόμαξε, προς στιγμήν, αλλά του έδωσε τη δυνατότητα να επιστρέψει ισχυρότερο και πιο θανατηφόρο. Ο Χορκχάιμερ, ο Αντόρνο και ο Μαρκούζε κ.α. αποκάλυψαν τα όρια του ανθρώπινου όπλου και στιγμάτισαν την ανορθολογική χρήση του Λόγου! Ο ύπνος της Λογικής δεν γέννησε τέρατα, γέννησε μύθους. Αποξενωμένη από το μοναδικό της εργαλείο, η ανθρώπινη σκέψη επέστρεψε στον μύθο για να χτυπήσει το τέρας. Τη φωτιά με τη φωτιά, όπως θα έλεγαν και οι παλαιότεροι.
Αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την οργανωμένη και εξουσιαστική κυριαρχία του μύθου, η ανθρώπινη σκέψη, επιχειρώντας να επιβεβαιώσει την ύπαρξή της σκεπτόμενη, αναίρεσε από το βασικό οπλοστάσιό της το μοναδικό όπλο που θα μπορούσε να στειρώσει το θηρίο και να το οδηγήσει στον αυτομαρασμό και την εξαφάνιση. Η κριτική σκέψη, μέσα από τις καντιανές, μετακαντιανές, φαινομενολογικές και υπαρξιακές παλινωδίες της συγκρούστηκε μετωπικά με τον εαυτό της. Έπρεπε να αυτοαναιρεθεί για να προχωρήσει μπροστά, για να καλύψει το κενό που άφησε η περιπλάνηση του Λόγου στα άγονα χωράφια μιας άκαρπης ερμηνείας της πραγματικότητας.

Η κριτική αυτοαναιρούμενη εγκατέλειψε το εργαλείο που την οδηγούσε σε δύσβατα μονοπάτια, προσπαθώντας, να ξεκαθαρίσει και να ξαναορίσει τη διαλεκτική κίνηση της ύπαρξης, έτσι όπως την όριζε. Η κριτική έγινε θεωρία και ως θεωρία γονιμοποίησε την πράξη. Με την πράξη επιτέθηκε κατά μέτωπο στον μύθο πιστεύοντας ότι θα τον εξαφανίσει αποκαθιστώντας τη φυσική ισορροπία και τη λογική συνοχή στις ανθρώπινες ενέργειες και την ανθρώπινη ζωή. Προς στιγμή έδειξε να κερδίζει τακτικές νίκες, όμως, το αποτέλεσμα ανέτρεψε τις φιλοδοξίες της. Αγνοώντας και περιφρονώντας την κριτική σκέψη, δογματίζοντας και περιφρονώντας τον προπάτορά της Λόγο, επιλεκτικά ορμώμενη από τα ίδια της τα σπλάγχνα και – κυρίως – αεροβατούσα, ως νέος κυνηγός του κτήνους δεν αντιλήφθηκε το αυτονόητο. Ο μύθος υποχώρησε αλλά μεταβίβασε σ' αυτήν το σπέρμα του που η ίδια γονιμοποίησε ως ξενιστής. Αγωνιζόμενη, τόσο καιρό ενάντια στον μύθο, η ανθρώπινη σκέψη μεταλλάχτηκε και αναπαράχθηκε ως Νέος Μύθος. Ο Ανορθολογισμός επέστρεψε από την ίδια πύλη απ' όπου επιχειρήθηκε η άλωση του παρελθόντος. Ο πολιορκητικός κριός έγινε το εργαλείο που γκρέμισε την πύλη αλλά άφησε ευάλωτη την ανθρώπινη σκέψη στο ίδιο μικρόβιο που τη βασάνιζε αιώνες.
Το κάστρο δεν αλώθηκε, το θηρίο δεν νικήθηκε, πως άλλωστε θα ήταν δυνατόν αφού αναπαράγεται διαρκώς μέσα από αυτόν τον αδυσώπητο αγώνα. Τα όπλα και τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν αποδείχτηκαν ελαττωματικά και αναποτελεσματικά. Ο μύθος θριάμβευε στην πάλη του με την ανθρώπινη σκέψη, ήταν πάντοτε παρών και – σχεδόν πάντα – νικηφόρος. Ίσως ο αριστοτελικός Νους να αδυνατεί να συλλάβει την πραγματικότητα ως όντως-ούσα και να χρειάζεται διαρκώς τη στήριξη του άσπονδου φίλου του, του κόσμου του μύθου (των ιδεών). Ίσως η ανθρώπινη ιστορία να αναπαράγεται, πράγματι όπως υποστήριξαν οι αρχαίοι, ως αέναος κύκλος, ως διαρκής αγώνας του Λόγου και του Μύθου.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, βιώνουμε μια εποχή όπου οι μύθοι αποκαθηλώνονται παραχωρώντας τη θέση τους σε νέους μύθους. Κοσμογονικές και κοσμοσωτήριες θεωρίες που θα κατατρόπωναν τον μύθο, δημιούργησαν τον δικό τους μύθο, πιο στέρεο, καλοχτισμένο, με επιστημονική-διαλεκτική βάση, με αναφορές στην ιστορικότητα της ανθρώπινης συνείδησης, με ανακάλυψη και ανάδειξη ενός αμείλικτου ντετερμινισμού, με αποδιάρθρωση της κριτικής σκέψης και με ανάδειξη του Ά-λογου στη θέση του Λόγου. Η περιτοίχιση στο κάστρο των νέων μύθων συγκλόνισε το σύμπαν αποκαλύπτοντας τη μοναδικότητα της μίας-αλήθειας, την περιδίνηση της φύσης στον ερχομό της μεσσιανικής θεωρίας και την απαγκίστρωση από τον Λόγο. Ο Λόγος, ως παρά-λογος πλέον, εξορίστηκε στο εξω-μυθικό περιβάλλον, κατασυκοφαντήθηκε και καταλεηλατήθηκε από τους πλανόδιους σαλτιμπάγκους της επερχόμενης αποκάλυψης. Όμως, ο Λόγος, όπως και ο Μύθος, διάγουν βίους παράλληλους. Ο νέος Μύθος αποκαλύπτεται διαρκώς ως καρικατούρα του παλαιού, εμμένει στο προσωπείο που υπεξαίρεσε, στις λέξεις του παλιού, στην αναποτελεσματικότητα του χειραγωγούμενου. Ο νέος μύθος ξεβράστηκε στις ακτές της θάλασσας της απελπισίας, της ηττοπάθειας και του αλυτρωτισμού. Ο νέος μύθος αναζωογονήθηκε με τη μορφή του παλιού και απεβίωσε με την όψη του νέου.
Ο Μύθος παρακολουθεί την ύπαρξή μας, βιώνει την πραγματικότητα και προσαρμόζεται πάνω της, είναι σαν το όστρακο που παραμένει προσκολλημένο στον βράχο, δεν είναι, όμως, ανίκητος. Ο Μύθος είναι δικός μας, δημιούργημα της ανθρώπινης σκέψης, εκφράζει την αδιάκοπη αναγκαιότητα και την πάλη μας απέναντί της. Ο Μύθος δεν θα ηττηθεί μ' ένα νέο μύθο. Θα ηττηθεί από τον Άνθρωπο όταν, επιτέλους, θα αρχίζει να λογίζεται ως Άνθρωπος. Θα ηττηθεί από την Πράξη όταν αυτή θα καταστεί Πράξη του Λόγου. Στο χέρι μας είναι.

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Η θάλασσα θα είναι πάντα εκεί...




Οι πάγοι λιώνουν σιωπηλά και μέσα απ' την ορμή τους,
η θάλασσα ανυψώνεται κι αυτή σιγά – σιγά,
και το νερό αχόρταγα, ξέφρενα, θα ξεπλύνει
τόπους, σημάδια και ψυχές,
λυτρωτικό σα βάλσαμο, στις άγριες στιγμές,
θα αδράξει από την ασύλληπτη τάξη
που συναντάς στο σύμπαν
την απελπισία των καημών
που ξεπερνά τα σύνορα του κόσμου του,
σύνορα των καιρών.

Το νερό θα σβήσει τις φωτιές,
θα πλύνει τις πληγές μας,
θα δώσει πάλι τη χαρά στα πικραμένα χείλια,
θ' ανοίξει τις αγκάλες του να δείξει τα κοχύλια
που κρύβουν τα διαμάντια τους
που γίνανε κομμάτια από τα δάκρυα των λυγμών
των προδομένων, αλύτρωτων, μοναχικών καρδιών.

Θα βλέπεις κάπου από ψηλά το απέραντο γαλάζιο,
θα θέλεις ν' αποκτήσεις τις πέρλες απ' τον πλούτο του,
το άγριο συναίσθημα που κατακλύζει την ψυχή
αυτού του ατελείωτου όγκου θαλασσινού νερού
που λυσσομανά κι αλύπητα, αιώνια, ξεσκίζει
τις σάρκες του στις άγριες πλαγιές των βράχων των ακτών,
θα βλέπεις την αέναη κίνηση που ορίζει
τη θλιβερή ματαιότητα στο πέταγμα των γλάρων,
στων αστεριών την κάλπικη εικόνα στο νερό,
στη φοβερή, απέλπιδα προσπάθεια των παλμών
τόσων ψυχών που έψαξαν να βρουν πάνω στη γη
τη λύτρωση απ' τους καημούς μιας θλιβερής ζωής.

Η θάλασσα θα 'ναι εκεί,
θα στροβιλίζει πάντα,
τα δάκρυα που κύλησαν και έγιναν ποτάμια
γιατί ετούτο το νερό που έλειωσε τους πάγους
είν' οι καημοί υπάρξεων που πλημμυρίζουν λόχους,
μεραρχίες και στρατόπεδα, συντάγματα και όρχους
αλύτρωτων, μοναχικών, ανθρώπινων ψυχών.

Είναι η πηγή που ζήλεψαν στον ουρανό οι αγγέλοι,
φτεροκοπώντας, μάταια, γυρεύοντας εντέλει,
αυτό που ξέφρενα κτυπά
μεσ' τις θνητές καρδιές.

Ο καιρός μας πάει πρίμα.




“στο κτήνος ορμάτε, ψυχή βαθιά”,
στα χείλη των Ελλήνων ξαναψυθιρίζεται το όνειρο,
στα χείλη των Ελλήνων οι ελπίδες στήνουν χορό.
Ο άνεμος φυσάει πρίμα, τα όνειρα καλπάζουν γοργά,
ξανά.

Ο άνεμος σαρώνει την ηττοπάθεια,
τον συμβιβασμό, την αίσθηση της ήττας,
τον οχετό της λάσπης, τα τάγματα των ανθρωποειδών.
Ο άνεμος φυσάει πρίμα,
στα λόγια του χτίζει τη ρίμα:
“στο κτήνος ορμάτε, ψυχή βαθιά,
για την όμορφη τη λευτεριά”!

Οι εποχές βογγούν στη στροφή τους,
γκρεμίζουν και χτίζουν τη γη τους,
τ' ανθρώπινο όνειρο κρατάνε σφιχτά
στ' ανέμου το φύσημα σφυρίζουν κλεφτά:
“στο κτήνος ορμάτε, ψυχή βαθιά”!

Ο άνεμος μας πάει πρίμα,
αυτός θα φουντώσει το κύμα,
θα πνίξει, θα λιώσει τα μαύρα σκυλιά
θ' ανοίξει το θρίαμβο στη λευτεριά.

Κι όταν θα βρούμε λιμάνι,
στης γης μας την όμορφη αγκάλη,
κοιτάζοντας πίσω με μία ματιά
θα στήσουμε γλέντια στη λευτεριά
φωνάζοντας πάλι,
στων Ελλήνων την πάλη,
τις λέξεις που κάρπισαν τα στέρφα βουνά,
για τους πατεράδες μας:
Ψυχή βαθιά!


(στους γονείς μου,
ελπίζω να είναι ευτυχισμένοι εκεί που βρίσκονται)

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Οι μαθητές γράφουν:

Αναμνήσεις 

Ο,τι πιο ομορφο στην ζωη μας. Ειτε ειναι ευχαριστες ειτε δυσαρεστες , διοτι οι αναμνησεις ειναι σαν ενα cd στο οποιο ειναι αποθηκευμενες στιγμες απο την ζωη μας. Ισως μας προκαλουν μελαγχολια, φοβο, αισιοδοξια και ελπιδα ταυτοχρονα. Για να εχουμε αναμνησεις πρεπει να ζησουμε καθε στιγμη της ζωης μας και ας ειναι δυσκολη. Με αυτο τον τροπο θα μαθουμε να εκτιμαμε περισσοτερο τα ευχαριστα γεγονοτα, ακομη μπορει να καταλαβουμε το νοημα της ζωης. Βεβαια ο καθενας αντιλαμβάνεται το νοημα της ζωης αναλογα με τα πιστευω του και μαλλον αυτη είναι και η μαγεία!




Μ.Μ. 

Η κραυγή του ανέμου.




Ψηλά, στ' άγρια μονοπάτια απάτητων κορφών,
τα δάκρυα των βράχων, των σπήλαιων των θεριών
τα βράδια κάνουν απολογισμό στων αιώνων τις στροφές,
δικάζουν κι αθωώνουνε αθάνατες ψυχές.

Ποτέ μια τέτοια χέρσα γη, μια πέτρα λαβωμένη,
δεν βράχηκε μ' ιδρώτα απλών ανθρώπων ποτισμένη,
ποτέ, στο σύμπαν ολάκερο, ένα κομμάτι γης
τόσους δεν φιλοξένησε καημούς ανθρώπινης φυλής.

Το δίκιο και το άδικο, χιλιάδες χρόνια τώρα,
μ' αίμα, καημούς και στεναγμούς θεμέλιωσαν μια χώρα.
Τιτάνες, Εκατόγχειρες, Άρπυιες, Γρύπες, Σφίγγες,
οι χθόνιες θεότητες τη μίσησαν, την χτύπησαν, της έκοβαν τις λίγες
αχτίδες θεϊκού φωτός που πλέκαν τα κλαδιά τους
στην αγκαλιά του πέλαγου, στις όχθες, στα νερά του.

Πάνω από άγονες πλαγιές πλημμυρισμένες φύλλα
λιόδενδρων και κυπαρισιών, ιτιών και σφενδαμήλων,
λυσσομανάει ο άνεμος που φίλησε στα χείλια
ψυχές και μέτωπα ανδρών που άπλωσαν το νήμα
ανθρώπινων αγωνιών για λευτεριά και πόνο,
αντίσταση, αξιοπρέπεια, 
αδιάκοπο αγώνα για δίκαιο και μόνο.

Αυτός ο ίδιος άνεμος ξανασφυρίζει πάλι,
μας ξεκουφαίνει, μας πονά και μας γεμίζει ζάλη,
γιατί μέσ' απ' τα χώματα σηκώνεται τυφώνας
που θα σαρώσει τις ψυχές που προσκυνούν, ξεχνώντας
πως ζουν σε τόπο αδάμαστο, σε τόπο ιχνηλάτη
στου ανθρώπου την ακόρεστη για λευτεριά αγάπη.


[στους αγώνες αυτού του τόπου]

Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Καρδιά από μέταλλο.




Πάρε ένα ακόμη κομμάτι από την καρδιά μου,
φώναζε το βινύλιο με τερματισμένα τα μεγάφωνα
στο μικρό, σκοτεινό δωμάτιο.
Στη μεγάλη νύχτα που κράτησε χρόνια,
τα κομμάτια πλήθυναν
λες κι η καρδιά προμήθευε, ασταμάτητα,
ιστούς και αρτηρίες που χτυπούσαν ρυθμικά,
που κρατούσαν ζωντανή μια ολόκληρη χώρα.

Πάρε ένα ακόμη κομμάτι
κραύγαζε κάθε ύπαρξη που δεν συμβιβαζόταν
με τη διαρκή σκοτεινιά του φωτός
που αργούσε, καθημερινά, ν' ανατείλει,
να παίξει παιχνίδια με τον τόπο
που κάποτε πνιγόταν στη λάμψη του.

Πάρε ένα ακόμη κομμάτι,
έχω ατελείωτα αποθέματα,
είμαι σκληρή καρδιά,
καρδιά από εκλεκτό μέταλλο,
καρδιά από φλέβα χρυσού.

Το αίμα ποτέ δεν στραγγίστηκε από την πηγή,
ποτέ δεν έπαψε να κυλά,
σιγά – σιγά το ρυάκι θέριευε,
άπλωνε τα μικρά, αδύναμα, χέρια του
πάνω σε άγονη γη, σε βράχια, σε κατατόπια
που είχαν, με επιμέλεια, κρυφτεί
από το αδυσώπητο κυνηγητό της ιστορίας.

Σιγοψιθύριζε στον ηλιοκαμένο τόπο,
πάρε ακόμη ένα κομμάτι από μένα,
έχω δυνατά χαρακτηριστικά,
θα γονιμοποιήσω τις πλαγιές σου,
τ' άβατα σωθικά σου.
Θα θερίσεις ελπίδες, προσδοκίες, ζωή.
Θα μου ξαναδώσεις δύναμη.

Πάρε ακόμη ένα κομμάτι,
θα γίνουμε ένα, θα νικήσουμε την καταχνιά,
θα δημιουργήσουμε μια τεράστια καρδιά,
καρδιά από εκλεκτό μέταλλο,
καρδιά που θα τσακίσει τις φαιοπράσινες ορδές,
καρδιά ανίκητη, πάνοπλη, παλλόμενη στο κόκκινο ποτάμι,
καρδιά που συντρίβει τους μελανούς χιτώνες και τις σβάστικες,
τους εξουσιαστές και τους υπάνθρωπους,
τους καταστολείς ελεύθερων κραυγών.

Ο τόπος άκουσε την καρδιά,
σιγά – σιγά πλημμύρισε απ' τα κομμάτια της,
ξανοίχτηκε στην πλάση, κυρίευσε την παθητικότητα
κι έγινε μια τεράστια καρδιά από πολύτιμο μέταλλο.
Η αγωνιζόμενη καρδιά. Η καρδιά μας.

[στην Janis Joplin και στο τραγούδι της Take another piece of my heart]


Τι είναι αυτό...




..αυτό που καίει την παλάμη μας
σαν πυρωμένο βότσαλο
του καλοκαιρινού ήλιου;
Που σε τυλίγει με την ανοιξιάτικη αύρα
στο παγωμένο δειλινό του χειμώνα,
αυτό που σε ταξιδεύει στα σύννεφα
και σε συντρίβει στα τάρταρα;

Τι είναι αυτό
που λαμπυρίζει όπως η κάφτρα του τσιγάρου,
ευωδιάζει σαν δροσερό πρωινό
στο νοτισμένο χώμα του φθινόπωρου;
Αυτό που συνθλίβει την ψυχή
στο δέος του θανάτου,
αυτό που χάραξε, ανεξίτηλα,
στο ματωμένο σώμα του βρέφους
που μόλις γεννήθηκε,
μια λέξη και μοναδική: Ελπίδα;

Τι είναι αυτό
που σ' έκανε συνοδοιπόρο του Προμηθέα
στον όρκο του ενάντια στους θεούς,
αυτό που σ' εξολοθρεύει, σε μειώνει,
σ' εγκλώβισε – νομίζεις -
στης κόλασης τους καπνούς;
Αυτό που έκανε τον Άνθρωπο Δημιουργό
μα και θεριό, συνάμα,
αυτό που ξέσκισε τις σάρκες σου,
το άρρωστο μυαλό;
Που έδωσε τη δύναμη στους γέροντες
να δώσουνε την ύστατη μάχη
για μια ακόμη ανάσα, ένα χαμόγελο;

Τι είναι αυτό
που κάνει τα κορμιά ν' αγκαλιάζονται
στη μέθεξη του έρωτα, στον ιδρώτα της ηδονής;
Αυτό που σ' έσπρωξε να ερωτευτείς τα άκρα της ζωής,
πλοίο στα μολυβένια νερά μιας άγριας θάλασσας
στο βαθύ ασημένιο φως ανταριασμένου φεγγαριού;
Αυτό που σ' αγκαλιάζει και σ' ανυψώνει
όταν πιστεύεις πια πως έφτασε το τέλος,
πως τίποτε δεν θα σωθεί,
μήτε θεός μήτε η φύση;

Τι είναι αυτό
το ασύγκριτο, υπέροχο, μεγαλειώδες,
σαν το ονειρικό περπάτημα του Πάνα
στων λουλουδιών τις τρυφερές κορφές;

Ακούς τον ήχο του ή ήπιες της λήθης το νερό;


[στον Χ. Έσσε για τον Σιντάρτα του] 2000.

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

ΤΟΥΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑΜΕ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ





Ανθρωπόμορφα πλάσματα της νύχτας,
θρεμμένα με ανθρώπινα σπλάγχνα,
αποστρέφονται τον Λόγο,
μισούν τον διάλογο, τη σκέψη.
Γονατίζουν μπροστά στον Ηγέτη,
μισούν τη διαφορετικότητα,
μισούν τον εαυτό τους.
Επέλεξαν το μαύρο του σκότους,
της τυφλής υποταγής, του μίσους.
Απελευθέρωσαν τον άνθρωπο των ενστίκτων,
των χαμηλών προσδοκιών.
Ξυρισμένα κεφάλια σε ξυρισμένες ψυχές.

Τους συναντήσαμε στη Ρώμη,
στο Άουσβιτς, στο Νταχάου,
στις λευκές πλαγιές της Πίνδου,
στα δάση των οροσειρών των Βαλκανίων,
στη Μαδρίτη, στη Βαρκελώνη,
τους αντιμετωπίσαμε στις πεδιάδες
της μαχόμενης Ελλάδας,
στα μπουντρούμια της Γυάρου, του Άη-Στράτη,
στα κολαστήρια της Μακρόνησου,
στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου μύριζαν αίμα.
Είναι δίπλα μας, παραμονεύουν την ανάσα μας,
στηρίζονται στο φόβο του μικροαστού,
στη λατρεία της μικροϊδιοκτησίας,
στον θρίαμβο του Εγώ απάνω στη συλλογικότητα.
Έρπουν, συνωμοτούν, χτυπάνε
ανύποπτα θύματα, απομονωμένες υπάρξεις.
Είναι δειλοί, τρομάζουν μπροστά στη δύναμή μας,
επανδρώνουν τα Τάγματα Ασφάλειας
επειδή λατρεύουν τον θάνατο.

Τους νικήσαμε παντού,
οι συγκρούσεις μας ήταν πάντα νικηφόρες, πάντα συγκλονιστικές.
Ο Άνθρωπος απέναντι στο Θηρίο,
ο Άνθρωπος απέναντι στις στρατιές του Διαβόλου.
Δεν τους φοβόμαστε,
θα ξανανικήσουμε,
και η πορεία του Θριάμβου μας θα συγκλονίσει τους ουρανούς.
Βαδίζουμε μπροστά, βαδίζουμε ενωμένοι.

Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Βαθύ Κόκκινο

Συνάντησα μια βουκαμβίλια
στη δύση του ήλιου,
πορφυρό χρώμα σαν πιτσιλιές σε πολύχρωμο πίνακα,

σκαρφάλωνε ψηλά στο γκρι τσιμέντο μιας βουβής πόλης,
στο γκρι της ψυχής μας,
χάιδεψα τ'  άνθη της,
αγκάλιασα τον κορμό της,

της είπα λόγια αγάπης,
στίχους ποιητών, σταγόνες ζωής των ανθρώπων.

Την είδα...ανατρίχιασε,

σπάραξε, ταλαντεύτηκε, τινάχτηκε,
άφησε δυο λουλούδια
και ύστερα
έχωσε βαθιά τ'  αγκάθια της στα χέρια μου.

1995.

Άσπρη σκόνη.




Άσπρη σκόνη,
μαύρα μάτια,
ταξίδι στο άπειρο, πολύχρωμα όνειρα,
καρδιά κομμάτια.

Χαμένος στο διάστημα,
στο σύμπαν γαλαξίας,
αστέρια, πλανήτες, φεγγάρια,
φυγή απ' τον κόσμο της ανίας.

Μαύρο χιόνι,
ίλιγγος θανάτου,
σκληρά βλέφαρα, παγωμένη όψη,
ψυχή εφτάψυχου γάτου!

Πλαστικό κι ατσάλι,
τ' όνειρο κρυμμένο
στη γωνιά και πάλι,
μάγισσα τρελή σ' έχει μαγεμένο.

Είκοσι χρονών,
μακρυά μαλλιά,
χάντρες στ' αυτί, πετράδια στο σώμα
μα αλυσίδα στην καρδιά.

Ζωή με νεκρούς,
γειτονιές με θηλιές, κάμποι πληγές,
η φύση αιμορραγεί, η πλάση βουρκώνει,
μέσ' από σένα σουτάρουν ζωές...

[στα παιδιά που μας άφησαν νωρίς]

Το παράπονο του ήλιου.




Είδα τις τελευταίες του ματιές στο φέγγος της νυχτιάς,
ένοιωσα το παράπονο που ανάβλυσε μέσα από την ψυχή του,
μύρισα την ευωδιά των νυχτολούλουδων που άνοιγαν μονομιάς,
που τον αποχαιρέτησαν,
κι' αισθάνθηκα πνιχτούς λυγμούς σ' εκείνη τη στιγμή του.

Μουρμούρισε λόγια πικρά, λόγια της προδοσίας,
έσφιξε την καρδιά του σαν ένοιωσε φλόγα της μοναξιάς,
περπάτησε στα σύνορα μιας σκοτεινής ανίας
του δειλινού που έρχονταν,
κι ένοιωσε το ζευγάρωμα της νύχτας και της σκιάς.

Ήξερε πως ότι πέρασε δεν πρόκειται να ξαναδεί το φως του,
ήξερε πως έρωτας και πόνος βαδίζουνε μαζί,
ήξερε πως η κραυγή των ζωντανών θα σβήσει στο χαμό του,
πως ότι κι αν ειπώθηκε για πάντα έχει χαθεί,
μαζί μ' αυτό κι ο άνεμος που πέρασε δεν θα ξαναφανεί.

Ένοιωσε το παιχνίδισμα της τελευταίας αχτίδας,
στου πέλαγου το άπειρο, στης ώρας τη σιωπή,
ήξερε πως το σήμερα κι η πρόσκαιρη ελπίδα
που χόρεψε, περίχαρη, στη θέρμη του φωτός,
μαζί του θα εξαφανιστεί στου ονείρου τη κλαγγή.

Μάτωσε και πλημμύρισε τη θάλασσα με σκόνη
που τ' άστρα σκόρπισαν πλατιά στις σκοτεινές γραμμές
ορίζοντα που δάκρυσε γιατ' η ψυχή του μόνη
(βάσκανα, ξόρκια, μαγικά) 
έμεινε να στοχάζεται ασύλληπτες στιγμές.

Κι' όμως, ο νοσηρός παλμός των ποιητών,
μέσα στο λίκνο άγρυπνων, αθάνατων ψυχών,
στου έρωτα τ' αγιάζι, παιχνίδισμα του φεγγαριού,
κάστρο ξεχωριστών υπάρξεων και βωμών,
τού ανάγγειλε πως σύντομα η ανατολή θ' αλλάξει,
στη φλογερή ανάσα του, τη θλίψη των καιρών.

[στον Ιβάν Τουργκένιεβ και τον Ρούντιν]


Τρίτη 1 Μαΐου 2012

ΖΩ!




Ζω την ανάσα του μέλλοντος
που φτερουγίζει στις πύλες του άγνωστου,
στην καρδιά των έφηβων
που άδραξαν τη μυσταγωγία του όνειρου
στην αυλή των θαυμάτων της καθημερινότητας,
στον πρόναο της ελπίδας.

Ζω το θρόισμα των φύλλων
στην κοιλάδα του παρελθόντος,
τον ήχο του νερού που ξεπηδά από την γη
ανθρώπων που στοχάστηκαν
την ύπαρξη της Ύπαρξης,
την ελευθερία
και το πέρας του Άπειρου.

Ζω τη φαντασίωση της πεταλούδας
που τριγυρνά στα αρχαία ερείπια,
φτεροκοπώντας πάνω από αρχέγονα μυστικά,
ψηφιδωτά άγνωστων δημιουργών
που απεικόνισαν την αθανασία του εφήμερου,
τον θρίαμβο πάνω στον χρόνο.

Ζω το περιδέραιο της ματαιοδοξίας
στους τύμβους λαμπρών ονομάτων,
ζω τη λάμψη του χρυσού που στεφάνωσε
τη δίψα για λατρεία, για εξουσία και ισχύ,
τα ψήγματα πολύτιμων μετάλλων
που ανέδειξαν το απλό, το συνηθισμένο
μέσα από τον μόχθο των στρατιών των δημιουργών.

Ζω το γαλάζιο του ελληνικού πελάγους,
το παιχνίδισμα της ανατολής με τα ολόλευκα βότσαλα,
αφουγκράζομαι τη δύναμη του χείμαρρου,
την απειλή της ανεξέλεγκτης δύναμης
που ταξίδεψε να συναντήσει τη θάλασσα.
Ζω τον ύμνο της φύσης, τον ύμνο της φιλίας,
τον ύμνο του έρωτα, τη λατρεία της ζωής.

Ζω και μαθαίνω, ζω και διδάσκω τον τρόπο ζωής.

[σε όλους τους μαθητές που μας συνόδεψαν στην εκδρομή του 2012]