Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Νοσταλγία.






Ο «νόστος» κάθε ποιητή ειν’ η στροφή του στίχου
όταν γυρνώντας πίσω του, στην άσκημη στιγμή,
ψάχνει την έξοδο να ‘βρει στα όρια του τοίχου.

Η νοσταλγία στο παιδί μυρίζει άγριο κρίνο
γιατί μάταια αναζητεί αυτό που το συντρόφεψε και έχει πεταχτεί
και με λυγμούς τ’ αναπολεί στον βραδινό τον ύπνο.

Στους εραστές η θύμηση του πάθους της στιγμής
ουράνια καμώματα φέρνει στη θύμησή της,
το άγριο φτερούγισμα μιας ώρας που πονά, μιας ώρας μαγικής
θα τους θυμίζει πάντοτε την ώρα της καρδιάς τους,
τότε που συγκλονίζονταν ο ορίζοντας κι η γης
στον χαρωπό μικρόκοσμο της άγριας αγκαλιάς τους.

Στον άνθρωπο που μοναχός τραβά δύσβατο μονοπάτι,
η νοσταλγία συντροφιάς κι ο πόνος των δικών  του
στριφογυρίζει πάνω του, στραγγίζοντας φρικτά
ότι χαρά του στέρησε  ο χτύπος των καρφιών του.

Η θύμηση αμέριμνων και παιδικών στιγμών,
τ’ άγρυπνα βραδινά, τη μάνα την τσακίζει
γιατί θωρεί πως έχασε αυτό που ασταμάτητα
φρόντιζε σαν κλαρί και βόηθαγε,
 αγέρωχα, ποτέ του μη λυγίζει.

Ο άνθρωπος που ξέχασε το νόημα της ζωής,
αυτός που εγκατέλειψε το νήμα της ψυχής του,
αυτός που ξέχασε: μοναδικός δε βρίσκεται κανείς
αλλά με άλλους κουβαλά τα βάρη της ζωής του,
αυτός ο λύκος μοναχός δεν νοσταλγεί ποτέ
γιατί δεν έζησε ποτέ τον μύθο της κραυγής του,
δεν είδε το ξημέρωμα, δε μύρισε, στη μοναξιά,
 το ξέσπασμα των λουλουδιών
 και πουθενά δεν άκουσε να τραγουδούν πουλιά
φωνάζοντας πως ξέχασε να ζήσει τη ζωή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου