Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Η Αποκάλυψη πάλι.


Στο αυτί μου ψιθύρισε το ερπετό,
μου φύσηξε ο βοριάς κύματα ψύχους,
η θάλασσα μου αποκάλυψε τ' άβατα μυστήριά της
και ο ουρανός, μαινόμενος, μου φώναξε:
Γράψε...


Τυφλός αντίκρισα το σύμπαν,
στους δρόμους του Ωρίωνα είδα τις λαξεμένες πέτρες,
στον αστερισμό της Ανδρομέδας άκουσα τις σάλπιγγες από τις φάλαγγες
των συγκρουόμενων μαινάδων και των πορφυρών στρατιών!
Στην κόμη της Σελήνης αντίκρισα τις οπισθοφυλακές
των τελευταίων λείψανων των Αγίων,
είδα, πέρα στους χαοτικούς γαλαξίες,
το αιματοκύλισμα των Φτερωτών Υπάρξεων,
άσπρα και μελανά φτερά σε κύκλο έναστρου δίνης
έκαιγαν τις Υπάρξεις πέφτοντας σαν μαύρες νιφάδες χιονιού.

Το αίμα των αγγέλων απογαλάκτισε τον Πλάστη
από το Δημιούργημά του,
άκουσα τον επιθανάτιο ρόγχο ενός Αγαθού
που τέμνονταν σε αλυσιδωτούς βρόγχους
σερνόμενης λάσπης και τέλματος,
άκουσα τα ουρλιαχτά των δαιμόνων έξω από το Κάστρο
του μοναδικού κληρονόμου της Αποκάλυψης,
το φτερούγισμα άδειων ψυχών,
τους ασπάλαθους κατακόκκινων κεφαλών
που πρόβαλαν σαν άνθη του Ύστερα, της Λήθης.

Μύρισα τη νωπή αποσύνθεση των γιγάντων και των τιτάνων,
τον βούρκο που πλημμύρισε από χαμένες ψυχές,
το άγουρο χρώμα μιας λαθεμένης ηλιαχτίδας,
τους φρικτούς πόνους της γέννας του τέρατος,
το αμνιακό υγρό και το περιτύλιγμα του λώρου
στην πλάτη Χιμαιρών και Πλασμάτων της Νύχτας.
Η φλόγα της απόκρυφης οσμής του Χάους
έκαψε τα ρουθούνια που οσμίστηκαν την ευωδιά του Θάνατου.

Είδα το δάχτυλο που εμφυσούσε την ψυχή
να κατευοδώνει τα πλάσματα στα Τάρταρα,
είδα τη λεπίδα του κτήνους ν' αστράφτει
στο ματοκυλισμένο πεδίο των απομειναριών
της νύμφης που λησμόνησε να μεταλλαχτεί,
να υπερβεί το γήινο και να ξαναφτερουγίσει
στο πορφυρογάλαζο ατέρμονο σύμπαν.

Είδα τα σφάγια να μουγκανίζουν εναγώνια
εμπρός στο βωμό του Μίσους,
στο Ολοκαύτωμα των ουρανών είδα πλανήτες να γίνονται πλάνητες,
είδα τις Μαύρες τρύπες να ρουφάνε τον αέρα μα και τα σωθικά
μιας Φύσης που πλάγιασε με τον Προκρούστη
σε κρεβάτι πλεγμένο από τα φτερά του Πήγασου.
Είδα τις Βαβυλώνες να ορμάνε για λάφυρα στις εσχατιές της Πλήξης
και τους στρατούς τους να καταβροχθίζονται
από τις Άρπυιες και τις Ερινύες,
είδα το θεϊκό αίμα να λιμνάζει πίσω από το παραβάν
της Ολικής Αποστροφής.

Το Σκότος ολοκλήρωσε την περιφορά του Επιτάφιου,
τα λάβαρα της εκταφής φτερούγισαν ξανά,
παιάνες και ωδές συνόδεψαν τη λατρεία νέων θεών
σφραγίζοντας το φως του ήλιου με μαύρες φλόγες.
Προκατακλυσμιαία όντα ξεπρόβαλαν σέρνοντας
ουρές που ξέσκιζαν τα σπλάγχνα του Ανείπωτου.
Είδα το Έκτρωμα να με προστάζει:
Γράψε,
Γράψε για το θάνατο του Ζώου,
Γράψε για τον θάνατο του άνθρωπου!

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

ΓΙΕ ΜΟΥ...


Πέρασαν μέρες και χρονιές, αγώνες κι αγωνίες,
τα χώματα που ζούμε πια, τρέφονται με θυσίες
αυτών που περπατούν εμπρός και δεν λυγούν ποτέ τους,
αυτών που βίωσαν σκληρά τη ζήση πάνωθέ τους.

Ήσουν μικρό παιδί, μωρό, χωρούσες στην αγκάλη,
ήσουν ανέμελο πουλί,
ψυχούλα αθώα, τρυφερή,
δεν ήξερες τι πα' να πει ζωή και βιοπάλη.

Γιέ μου, στ' αγγελικά τα μάτια σου
έβλεπα τις ελπίδες, τους πόθους μας, τα πάθη μας,
τις πρώτες μας ρυτίδες,
να ζωγραφίζουν πάνω σου τα ξωτικά εικόνες,
να μεταγγίζουν οι θεοί το αίμα τους αιώνες,
να φτερουγίζουν δίπλα σου,
αγγέλοι, φωτεινές σκιές, ξέφωτα μεσ' τα δάση
σ' έναν αγώνα που η ζωή θα 'θελε να δαμάσει
μία καινούργια ύπαρξη,
έναν καινούργιο κόσμο,
μία καινούργια σύναξη
π' ανίχνευε του σύμπαντος
το πρίσμα και τον θόλο.

Γιέ μου, όταν μεγάλωνες, έβλεπα στη ζωή σου
τα ξάστερα τα μάτια σου να δείχνουν την ψυχή σου,
ν' ανησυχείς,
ν' αγκομαχάς,
να ψάχνεις για να βρίσκεις
δρόμους που έκρυβ' η ζωή μην την ανησυχήσεις!

Το γέλιο σου, το κλάμα σου, ο φόβος ο δικός σου
ήταν το άφαντο κλειδί και ο μικρός θεός σου,
ήταν η λάμψη αστραπής μέσα στην καταιγίδα,
ήταν η λήθη της αυγής στα βάσανα που είδα,
ήταν το νέκταρ των θεών,
ο μόχθος του ανθρώπου,
το βάδισμα ανέστιων, αδέσποτων
και άδολων ανθρώπων!

Γιέ μου, μέσα σ' αυτή την κόλαση
έπλασες την ψυχή σου, ατσάλωσες το νήμα της
έφτιαξες τη ζωή σου.
Γιέ μου, στα μιαρά τα πράγματα φάνηκ' η αποστροφή σου,
τράβαγες μόνος σου μπροστά,
άνοιγες νέους δρόμους,
γιέ μου, μέσα στα μάτια σου βλέπαμε τη ζωή μας,
τα λάθη μας, τις έγνοιες μας μα και τη θαλπωρή μας,
βλέπαμε τη μικρή ψυχή,
δειλά να γιγαντώνει,
να στέκεται αδάμαστη
στου πόνου το αλώνι,

γιέ μου τώρα που εισ' ορθός, που μαγνητίζεις τ' άστρα,
γιέ μου μέσα στην ύπαρξη, στη γη την ξελογιάστρα,
σε βλέπω και δεν σκιάζομαι,
δεν τρέμω, δεν κρυώνω.
δεν αλλαλιάζω, δεν πονώ,
δεν τρέχω, δεν ματώνω,
γιατί γνωρίζω πια καλά, στ' ορυμαγδό της μάντρας,
στον ίσκιο τόσων αγωνιστών,
πως μέσα στην αγκάλη μας, μεγάλωσε ένας Άντρας!

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

ΒΑΡΥΤΗΤΑ...


τσιγάρο, δυνατό κρασί
ξαναγυρνάμε στα παλιά,
μονάχοι πάλι εγώ κι εσύ
τραγούδια λέμε στα πουλιά,


βαρύς, μουντός ο ουρανός,
κι εσύ να μου θυμίζεις πως
η ζωή τερματίζει έτσι-αλλιώς
κι εγώ να σκύβω σαν τυφλός,

σκοτάδια, χάος, μοναξιά,
παρέα μου είν' από παλιά,
μονάχος ψάχνω για να βρω
τον ήχο αυτόν τον μυστικό,

αυτόν που ψέλνουν οι αγγέλοι
όταν η γη ολάκερη θέλει
να ησυχάσει, να κρυφτεί,
να βγει στον ήλιο και να πει

εσύ κι αυτή θα είστε μόνοι
γιατί στης πίκρας το αλώνι
σπαρτά αλωνίζουν οι θεοί
και σπαρταράει όλη η γη,

αίμα και δάκρυ ειν' η ζωή,
το μήνυμα που μου 'χουν πει
στα πιο κρυφά τα όνειρά μου
αυτοί που βρίσκονταν κοντά μου.

τώρα σαν ξένος τριγυρνώ
σε μια πλαγιά μονάχος ζω,
τρώω τα σπλάγχνα τα δικά μου
ανανταριάζει η καρδιά μου,

έζησα, δεν έζησα, κανείς δεν θα το πει
ποτάμι μέσα μου κραυγές, λυγμοί,
το σύννεφο που με ποτίζει
είναι το μόνο που δακρύζει,

γιατί σ' αυτή την άσπιλη αυγή
ο ήλιος δεν θα ξαναβγεί,
τίποτα πια δεν φανερώνει
τον τρόμο μας που μάς πλακώνει!!

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

ταξίδια...


ταξίδεψα στα μάτια σου,
στην πλώρη άμπαρκου, πλωτού ναού,
συνάντησα τις θύελλες που μ' άφησαν προτού
να δω τα άλυκα παλάτια σου,


στις άκρες, μέσ' τα κύμματα
μικρών, πρωτόπλαστων θεών,
στα δάκρυα που φάνηκαν στον ήχο των λυγμών,
αντάμωσα και φίλησα τα θύματα

συντριπτικών κραυγών
που σκόρπιζαν το γαλανό κομμάτι
τ' ουρανού που φώλιαζε στο μάτι, απάτη
ανάρμοστων κι αλύπητων ξύλινων υαχών.

ταξίδεψα στα μάτια σου,
ταξίδια μακρυνά, ταξίδια πλανεμένα,
κι άφησα να βυθίζομαι αέναα σ' εμένα,
προτού φανούν τα ξάρτια σου,

στο πέλαγο, στο άδυτο
κομμάτι των ματιών σου,
ταξίδεψα στο άγνωστο,
στο μύρο των μαλλιών σου,

συνάντησα και έζησα την πίκρα
τη δική μου, της ξενητειάς την αίσθηση,
τη φτώχεια της ζωής μου, παραίσθηση
πως ό,τι αναζητούσα, καποια στιγμή, το βρήκα,

ταξίδεψα στα μάτια σου,
κι έπνιξα τον καημό μου,
ανάσανα την άρμη σου
κι έπλασα τον χαμό μου!

Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Όχι Ελπίδες.


κάποιος φύσηξε μέσα και σου έδωσ' ελπίδα,
κάποιος είπε: "μονάχος δεν μπορώ πια να ζω",
κάποιος μονάχα μ' ένα νεύμα, έφτιαξε ό,τι κι αν είδα,
κάποιος σου 'πε: "προχώρα κι ειμαι πάντα εδώ"!


έστριψες δόλια και γύρισες σ' αυτόνα την πλάτη,
αυτομόλησες σ' ό,τι πιο πλάνο έχεις βρει,
θεωρείς πως εσύ είσαι το ψωμί και τ' αλάτι,
πως εσύ είσαι της Ζωής η ουσιώδης φραγή!

περιπλάνηση μέσα στο έρεβος μοιάζει
η ζωή που μονάχος διαλέγεις και ζεις,
σ' ένα σκήνωμα ψεύτικα είδωλα στιβάζει
το μυαλό που κουφαίνει στο ουρλιαχτό της βροντής,

μόνος, άπολις, ανέραστος, πένης,
σε λαγούμια προσμένεις να βρεις θαλπωρή,
μα αποσύνθεση, φρίκη και θάνατο σπέρνεις
στα νερά που στραγγίζει στην κοιλιά της η γη!

περιμένεις κι αρπάζεσαι από μία σανίδα
στο απέραντο πέλαγος προσπαθείς να σωθείς,
κάθε λόγος για σένα φαντάζει Ελπίδα
επειδή δεν γνωρίζεις πως να βγεις νικητής.

γύρω σέρνονται ανθρωπόμορφα κτήνη
που ανθρώπινη σάρκα πολλαπλά έχουν γευτεί,
βυθισμένος, χαμένος, περιμένεις εκείνη
που θα δώσει ζωή σ' ό,τι έχεις ονειρευτεί,

κι όμως χρόνια τώρα το γνώρισες, ξέρεις
πως ποτέ λυτρωμό δεν θα βρεις τη στιγμή
που σε άλλον πιστεύεις, αναθέτεις, και δίνεις
στις Ελπίδες σου όλες να σπείρει Ζωή!



Προδοσίες.





Στη μοναξιά μιλήσαμε ξυπόλητοι στους βράχους,
μαύρο πουλί, στριφνό βιολί στον ήχο του θανάτου,
τη μοναξιά βιώσαμε παλεύοντας στους κάμπους
ακούγοντας ν' αντιλαλεί μεσ' το κεντρί, παν' στο κορμί
τ' ολάνθιστου ασπαλάγχθου. 


Ερμα, φτωχά κι ανήλιαγα είναι τα όνειρά μας,
προδότρα μνήμη μας γελάς και σέρνεσαι αποκάτου,
άγριος καιρός, σκληρός αρμός μποδίζει τη σειρά μας
ν' αντιστραφεί η μοίρα μας, να κλάψει η χαρά μας
στη θέα του θανάτου.

Ιδρώτας, αίμα και χολή πότισαν την ψυχή μας,
κάθε αυγή, πικρή αυγή, συνθλίβει τ' άσπιλο κορμί
και χαρακώνει πάνω μας σημάδια απ' τη ζωή μας
να βλεπουν όσοι τριγυρνούν, λοξές ματιές, άδειες ματιές
στην άδεια ύπαρξή μας.

Δεν προδοθήκαμε ποτέ, πιστέψαμε σ' εκείνους
που βγήκαν γύρω παγανιά μ' ένα χαμόγελο τους
και 'μεις, ορφανεμένοι από κακό, φωτιά από τους μίμους
δεχτήκαμε πισώπλατα χτυπήματα αποτρόπαια
που τσάκιζαν τους μίσχους

μιας φαντασίας ονειρικής, πλάσματος του αγέρα,
κόρη της γης που σκιάχτηκε απ' των νεκρών το αίμα ,
πλάσμα του κάτω κόσμου που γυρνά με πορφυρή παντιέρα
για να μας δείξει, να φανεί, να οδηγήσει πάντα
το άψυχο κουφάρι μας στης πλάσης τα καρτέρια.

Πηχτή βουή, σκληρή κοψιά πάνω στ' ανάστημά μας
χορέψαν οργιαστικούς χορούς στους λύχνους των καιρών,
κλέφτες και ψεύτες χαίρονται από τη συμφορά μας,
άδολοι, αψεγάδιαστοι πιστοί εμείς στα όνειρά μας
την προδοσία βιώνουμε των εξουσιαστών.

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

άγγελος

(για τον Βαγγέλη)

ανάκατα τα δάκρυα σχημάτισαν κορδέλλες,
άλυκα μάτια, λαμπερά, λιγόκορμες κοπέλλες,
άσπρα φτερά που μάδησαν στο φως του αποσπερίτη,
σήμερα ειν' η μέρα π' έφυγες παιδί μου απ' το σπίτι


λιγοψυχώ και σέρνομαι σ' ανήλιαγα σοκάκια,
σε λασπουριές, ξερολιθιές, σε φτέρες και δρομάκια,
ανακουμπώ, στοχάζομαι και αλυχτώ σαν σκύλος
τον θρήνο που τα δάκρυα ξαρμύρισαν στο χείλος

εκείνο που σε φίλαγε, εκείνο που κοιτούσε
τα γαλανά τα μάτια σου στη ρόγα που τρυγούσε,
ανάσαινε και θάμπωνε της μοίρας τον καθρέπτη
να μη ζηλέψει κι άξαφνα προβάλλει σαν τον κλέφτη

να κλέψει απ' την αγκάλη μου την άσπιλη ζωή σου,
να φτερουγίσει μακριά, να κρύψει την ψυχή σου,
ν' ανασκαλέψει χώματα, να βγάλει από τους τάφους,
σάπια κουφάρια, όρθια, με ανοιχτούς κροτάφους

στρατιές απρόσωπων νεκρών, αδίστακτων μαινάδων
που έχουν μόνο για χαρά το θρήνο των μανάδων,
αυτών που χάνουν στη ζωή ρουμπίνια και ζαφείρια,
μαλαματένια κι ασημιά, της γέννας τους στολίδια.

σήμερα χάθηκ' η αυγή, γονάτισε ο ήλιος,
σήμερα ο ίδιος ο θεός προσκύνησε σα φίλος,
γιατί στον κόσμο ετούτο να, ο πόνος ο δικός σου
τη σταύρωση αντάμωσε κι απλώθηκε ομπρός σου

σήμερα χάθηκ' η λαλιά, τα πάντα βουβαθήκαν
γιατί δυο μάτια σαν κι αυτά παντοτεινά χαθήκαν...


Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

αιώνια επιστροφή



Τα χείλη που συναντήθηκαν
στα χείλη του ποτηριού,
άφησαν το φως του ήλιου
να περάσει μέσα από τα σκονισμένα μάρμαρα,
αφέθηκαν στο άρωμα του λευκού κρασιού,
στην αγωνία του χρόνου
και στο αναπάντεχο της συνάντησης.
Αγέρωχα, αντάμωσαν το άγνωστο
μέσα στις καρδιές που πρωτογνωρίστηκαν,
στα χέρια που ακούμπησαν τις ψυχές
για πρώτη φορά.
Εκεί, ανακατεύοντας τα μυστικά τους
ξαναγνωρίστηκαν,
στην αιώνια επιστροφή
σε ένα σύμπαν πεπερασμένο
αλλά γι αυτά, απέραντο!

Les lèvres qui se rencontrèrent
aux  lèvres de la vitre,
ont laisse’  la lumière du soleil
passer à travers le marbre poussiéreux,
ils ont plonge’ dans l'arôme du vin blanc,
a’ l'agonie du temps
et de la rencontre inattendue.
Impérieuses, rencontrent l'inconnu
dans les cœurs qui ont été’ déjà rencontrés,
aux mains qui ont touché les âmes
pour la première fois.
La’, en remuant leurs secrets
se sont reconnus a’ nouveau,
au retour eternel,
dans un univers
limite’
mais pour eux, sans fin!

Απόσταση





Στη ζωή διανύεις αποστάσεις,
στη ζωή ονειρεύεσαι την Ιθάκη, το πέρας
του ταξιδιού που ποτέ δεν θα τελειώσει!
Αποστάσεις, αποστάσεις και χωρίς μια στάση,
χωρίς ένα καφέ κι ένα τσιγάρο,
ανάμνηση για την αφετηρία, αυτή που λησμόνησες
αυτή απ’ όπου έφυγες, ορίζοντας καινούργιους ορίζοντες!

Η απόσταση του Θεού από τον άνθρωπο
μερικά εκατοστά, κι όμως ατέλειωτη πορεία,
πρέπει συνέχεια να περπατάς,
να σκύβεις και να μυρίζεις το χώμα,
το άρωμα της φύσης!
Κι εκεί οι άγγελοι σου βάζουν καινούργια σύνορα,
σου δείχνουν, άσπιλοι, άμεμπτοι, αγνοί,
ένα προορισμό που αγνοείς, ένα μυστήριο
στο πέρας του ταξιδιού.

Αποστάσεις, αποστάσεις, συνέχεια περπατάς
και συνέχεια αισθάνεσαι μόνος.
Σκορπάς το Είναι σου στον δρόμο,
στην πυρωμένη άσφαλτο, στον χωματόδρομο,
στα μοναχικά μονοπάτια,
εκεί που τα φύλλα σου ψιθυρίζουν, σου μιλάνε,
σου λένε για τις αποστάσεις, για τον δρόμο,
για τη φρίκη του απλησίαστου,
του μοναχικού, του ονειροπόλου, του ξεχωριστού,
τα φύλλα ψελλίζουν την Ύπαρξή σου, την αγωνία σου,
το δράμα να προχωράς μόνος, να ψάχνεις τον σταθμό
για τη ζωή σου, αυτή που έζησες διανύοντας αποστάσεις,
καλύπτοντας ατέλειωτες διαδρομές, ανεκπλήρωτα όνειρα!

Κι εκεί κάπου, σε κάποια στροφή του δρόμου αναζητάς
τον άγνωστο που βρίσκεται χρόνια μέσα σου,
τον γνωστό που ξέρεις χρόνια αλλά δεν γνώρισες ποτέ,
γιατί ήταν οι αποστάσεις,
οι δρόμοι.
η ζωή που έζησες,
το φως που δεν είδες,
κι όμως ήταν πάντα δίπλα σου, πάντα μαζί
αλλά εσύ είχες αποστάσεις να διανύσεις,
σκοπούς να πετύχεις,
όνειρα να πραγματοποιήσεις,
κι όμως ήταν δίπλα σου
και θα είναι για πάντα, εκεί δίπλα σου,
πέντε πόντους από το άγγιγμα του Θεού
στο ανθρώπινο χέρι…..

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Σιωπή


στη βόλτα με τον άνεμο, συνάντησα τη σιωπή,
απρόσωπη, μελαγχολική και δύστροπη,
κοιτούσε με θολά μάτια το απέραντο κενό,
με βλέμμα που διέσχιζε τον καπνό απ' τα τσιγάρα
των ανθρώπων.


έπιασα τους κόκκους της άμμου που κυλούσαν
απ' το χέρι μου, προσπάθησα να ακούσω
τον ήχο τους όπως σάρωναν τα φθαρμένα μάρμαρα,
παρατήρησα τις στάλες της βροχής, άηχες, νότες
σε πιάνο χαλασμένο.


βημάτισα πάνω στο νοτισμένο γρασίδι,
η απουσία του ήχου ταυτίστηκε με την απουσία
του ήχου των παλμών της καρδιάς, μιας καρδιάς
που είχε αυτονομηθεί, είχε επιλέξει να σπάσει
σε χίλια κομμάτια.


ήμουν στο κέντρο της πολύβουης πόλης,
ο ήχος των πολύχρωμων φώτων ήταν ο μόνος
που μου μίλαγε, τ' απόκρυφα σοκάκια,
τα στενά με τις περίεργες φιγούρες συμπλήρωναν
το παζλ της σιωπής.


παντού ο θόρυβος της σιωπής, ο θόρυβος της μοναξιάς,
ο ήχος ενός άηχου σύμπαντος βαπτισμένου στη μοναδικότητα
της απουσίας, προσπάθησα να της μιλήσω,
να της πω λόγια που κρύβαν τα μυστήρια
του σύμπαντος.


με κοίταξε αγέρωχη, σκληρή, με περιφρόνηση
για το θάρρος μου να της απευθύνω τον λόγο,
για την ερώτηση που της έκανα, για τον ήχο
που έβγαινε απ' το λαρύγγι μου, γέλασε προκλητικά
και μου απάντησε: "σώπαινε"....

και γυρνώντας μου την πλάτη, την άκουσα
να ψιθυρίζει: "άνθρωπε".

ΣΕΙΡΑ ΜΑΣ...


Απολαμβάνω τη μυρωδιά του πρωϊνού καφέ, το πρώτο τσιγάρο, τη σκέψη της περασμένης ημέρας, το χάραμα που γλύφει σιωπηλά τα σίδερα του μπαλκονιού!
απολαμβάνω το χυμό της νοσταλγίας, τις παραμυθένιες ώρες των παιδικών αναμνήσεων, τ' ατελείωτα ταξίδια στις ονειρικές ακρογιαλιές και στην ξένοιαστη νιότη!
απολαμβάνω τη γλύκα του βραδινού κρασιού, την κόπωση της μέρας, τη μουσική των ήχων, τα χρώματα που στριφογυρίζουν στο μυαλό μας!
απολαμβάνω τον σύντροφό μου, την ανάσα του, τις κουβέντες που δεν ειπώθηκαν και τα πικραμένα μάτια, την κρυφή γλώσσα των παιδιών μου, τα ξέφρενα νιάτα τους, το βλέμμα που σε θωρακίζει, την κουβέντα που περιμένεις και τη συντροφιά που είχες την ευλογία να έχεις!
απολαμβάνω το σύμπαν, το μοναχικό ταξίδι των αστεριών, τη μηδαμινότητα της ύπαρξης, το αέναο πέρας και την επαναλαμβανόμενη αρχή!
απολαμβάνω την ανθρώπινη επαφή, τον άλλο, το άρωμα της σκέψης του, τη μοναξιά των κανόνων που έθεσε στον εαυτό του, το κοινό μας ταξίδι στην ουτοπία!
απολαμβάνω το χέρι του φίλου, την ανάσα της ειλικρίνειας, το βλεφάρισμα της συνταύτισης, την αναγνώριση του προσωρινού, την αποδοχή της αιωνιότητας και της αέναης επιστροφής!
απολαμβάνω την Αποκάλυψη, το περπάτημα πάνω στις μάσκες που έπεσαν, στην προσωπική αγωνία για το εφήμερο, το απάνθρωπο, το περατό!
απολαμβάνω το φόβο της αλλαγής,τον τρόμο των μικροαστών που γνώρισαν τη δροσιά της θαλασσινής αγκάλης αλλά δεν γνωρίζουν να κολυμπούν, το αφιέρωμα της ζωής στο θησαυρισμό, στην αλλαζονεία, στην πνευματική φτώχια!
απολαμβάνω το πέπλο της άγνοιας που τυφλώνει τις διχασμένες συνειδήσεις, το τρεμούλιασμα στη φωνή του θηρίου που αναγκάζει τον μικροαστό να σκύψει μπροστά στη μυρωδιά του χάρτινου σκευάσματος που ονόμασε χρήμα!
απολαμβάνω το αδυσώπητο κυνηγητό μιας ζωής βουτηγμένης στον θάνατο, μιας ματαιότητας που πλημμυρίζει τα στήθια των χυδαίων που ασελγούν στις μνήμες αυτών που λάτρεψαν τη ζωή, αυτών που έζησαν μετά τον θάνατο!
απολαμβάνω την αύρα της ελευθερίας, τον ορυμαγδό του μαύρου στρατόπεδου, την αγκαλιά της ελπίδας!
απολαμβάνω - όσο και να κρατήσει - τη συντριβή σας, την ήττα σας, τον τρόμο σας, τον πανικό και την απελπισία σας, το τραγικό γύρισμα της Μοίρας που καρφώσατε στο σταυρό και ρουφάγατε το αίμα της!
απολαμβάνω τον θάνατο γιατί προαναγγέλλει τη ζωή!!

ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ!

ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ!
ή
συν Ελπίδα και χείρα κίνει!
(τραγουδιέται στο ρυθμό: ω έλατο, ω έλατο)

ω Έλληνα, ω Έλληνα,
μ' αρέσεις, πως μ' αρέσεις!
το βράδυ πίνεις και μεθάς
και το πρωϊ παραμιλάς,
ω Έλληνα, ω Έλληνα,
τι δίδαγμα η ζωή σου!
σε ανηφόρες και στροφές,
σε κατηφόρες εύκολες,
ω Έλληνα, ω Έλληνα,
το κόμμα σου ψηφίζεις!
Την άλλη μέρα βλαστημάς,
σε κοροϊδεύουν και γελάς,
ω Έλληνα, ω Έλληνα,
τι δίδαγμα η ζωή σου!
φιλοσοφίες και αρχές,
ιδεολογίες κι αρετές,
τις έχεις ξεπουλήσει!
ψηφίζεις ό,τι σου βρεθεί
για να φιλάς και πισινή,
ω Έλληνα, ω Έλληνα,
μ΄ αρέσεις, πως μ' αρέσεις!!
τους άλλους βάζεις να μοχθούν
και στον αγώνα να ριχτούν
κι εσύ το διασκεδάζεις!
όλα τα ξέρεις και μιλάς,
βρίζεις, φωνάζεις και γελάς
στους άλλους τα φορτώνεις!
Κι όταν πρέπει να ορθωθείς
στη μάχη να ατσαλωθείς,
ω Έλληνα, ω Έλληνα,
την πάρτη σου βολεύεις!
ω Έλληνα, ω Έλληνα,
μ΄αρέσεις, πως μ' αρέσεις!
με μύθους οχυρώνεσαι,
πανεύκολα σκλαβώνεσαι,
με γλώσσα έξω τριγυρνάς
να γλύφεις ξένους προτιμάς,
ω Έλληνα, ω Έλληνα,
τι φρίκη ειν' η ζωή σου!