Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

ΓΙΕ ΜΟΥ...


Πέρασαν μέρες και χρονιές, αγώνες κι αγωνίες,
τα χώματα που ζούμε πια, τρέφονται με θυσίες
αυτών που περπατούν εμπρός και δεν λυγούν ποτέ τους,
αυτών που βίωσαν σκληρά τη ζήση πάνωθέ τους.

Ήσουν μικρό παιδί, μωρό, χωρούσες στην αγκάλη,
ήσουν ανέμελο πουλί,
ψυχούλα αθώα, τρυφερή,
δεν ήξερες τι πα' να πει ζωή και βιοπάλη.

Γιέ μου, στ' αγγελικά τα μάτια σου
έβλεπα τις ελπίδες, τους πόθους μας, τα πάθη μας,
τις πρώτες μας ρυτίδες,
να ζωγραφίζουν πάνω σου τα ξωτικά εικόνες,
να μεταγγίζουν οι θεοί το αίμα τους αιώνες,
να φτερουγίζουν δίπλα σου,
αγγέλοι, φωτεινές σκιές, ξέφωτα μεσ' τα δάση
σ' έναν αγώνα που η ζωή θα 'θελε να δαμάσει
μία καινούργια ύπαρξη,
έναν καινούργιο κόσμο,
μία καινούργια σύναξη
π' ανίχνευε του σύμπαντος
το πρίσμα και τον θόλο.

Γιέ μου, όταν μεγάλωνες, έβλεπα στη ζωή σου
τα ξάστερα τα μάτια σου να δείχνουν την ψυχή σου,
ν' ανησυχείς,
ν' αγκομαχάς,
να ψάχνεις για να βρίσκεις
δρόμους που έκρυβ' η ζωή μην την ανησυχήσεις!

Το γέλιο σου, το κλάμα σου, ο φόβος ο δικός σου
ήταν το άφαντο κλειδί και ο μικρός θεός σου,
ήταν η λάμψη αστραπής μέσα στην καταιγίδα,
ήταν η λήθη της αυγής στα βάσανα που είδα,
ήταν το νέκταρ των θεών,
ο μόχθος του ανθρώπου,
το βάδισμα ανέστιων, αδέσποτων
και άδολων ανθρώπων!

Γιέ μου, μέσα σ' αυτή την κόλαση
έπλασες την ψυχή σου, ατσάλωσες το νήμα της
έφτιαξες τη ζωή σου.
Γιέ μου, στα μιαρά τα πράγματα φάνηκ' η αποστροφή σου,
τράβαγες μόνος σου μπροστά,
άνοιγες νέους δρόμους,
γιέ μου, μέσα στα μάτια σου βλέπαμε τη ζωή μας,
τα λάθη μας, τις έγνοιες μας μα και τη θαλπωρή μας,
βλέπαμε τη μικρή ψυχή,
δειλά να γιγαντώνει,
να στέκεται αδάμαστη
στου πόνου το αλώνι,

γιέ μου τώρα που εισ' ορθός, που μαγνητίζεις τ' άστρα,
γιέ μου μέσα στην ύπαρξη, στη γη την ξελογιάστρα,
σε βλέπω και δεν σκιάζομαι,
δεν τρέμω, δεν κρυώνω.
δεν αλλαλιάζω, δεν πονώ,
δεν τρέχω, δεν ματώνω,
γιατί γνωρίζω πια καλά, στ' ορυμαγδό της μάντρας,
στον ίσκιο τόσων αγωνιστών,
πως μέσα στην αγκάλη μας, μεγάλωσε ένας Άντρας!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου