Κάτω από τα κύματα του
πορφυρού πελάγους
της λήθης και της
μοναξιάς,
ατενίζει αγέρωχα την
ειμαρμένη,
χλευάζοντας τα όνειρα
των ζωντανών,
αυτή που χάθηκε νωρίς.
Το αίμα της είναι η
αρμύρα του θαλασσινού νερού,
ο άνεμος που περνοδιαβαίνει
τις στήλες και τα ερείπιά της
είν' το μουρμουρητό
των πλασμάτων της θάλασσας
που μεταφέρουν τις
ειδήσεις του απάνω κόσμου
που τη μνημόνευε εξαρχής.
Η πολιτεία του ήλιου,
το πρόσωπο της ισχύος,
η παντοκράτειρα κυρίαρχος
όλων των μύθων,
αγκαλιάζει το απρόσωπο
των υδάτων
στον ήχο μιας αδιάκοπης,
μοναχικής,
σιγαλιάς βουβής.
Θύμησες παλιές, έρωτες
μεγάλοι,
ταξίδεμα στην άκρη του
φωτός,
αγνάντεμα των μακρινών,
αχόρταγων, ορίων
που την περίμεναν να
'ρθει, κατακτητής,
στα πέρατα της γης.
Μα οι θεοί γελούσανε
και στήνανε καρτέρι
στ' αχαλίνωτα όνειρα
προκλητικής ορμής,
σχεδίασαν και έπνιξαν
με δόλο, δίχως οίκτο,
τη λάμψη αυτού του
αστεριού
που πρόσμενες να δεις.
Χρυσόσκονη πλημμύρισε
το πελαγίσιο κύμα,
λάβα χυμένη στο βυθό
απ' του πλάστη το υλικό,
μέταλλα πολύτιμα και
αίματα της γης
σκορπίσαν, βάψαν τον
βυθό και φτιάξανε τον μύθο
του αλύτρωτου
που έγινε θυσία της
στιγμής.
Η θάλασσα σαβάνωσε το
αρχαίο μαυσωλείο,
μα τροφοδότησε, κρυφά,
από ανήλιαγες πηγές,
το αίμα και το πνεύμα
της,
τη θέληση, το θείο
μεγαλείο,
για να ανδρωθεί και να
καρπίσει στις επόμενες γενιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου