Χριστέ μου σαν θα σταυρωθείς
κοίτα να μην αναστηθείς,
μείνει 'κει πέρα στο σκοτάδι
γιατί τη γη την κάναν' Άδη,
Χριστέ μου τώρα στο μαρτύριο
μη συγχωρέσεις το θηρίο
αυτό που έχει ανταριάσει
και κόλαση έκανε την πλάση,
αθώο πνεύμα στο σταυρό σου
μη σκύψεις, κοίταξε ομπρός σου,
δες και πεσ' μου αν αξίζει
ο κόσμος όλος να δακρύζει,
φωτιές, κατάρες και πολέμοι,
του μίσους όλοι οι ανέμοι,
χτυπούν και σπρώχνουν τα καρφιά σου
να μπούν πιο μέσα, στην καρδιά σου,
ω συ που στους σφαγείς σου
χάρισες άδολα την άφεσή σου,
κοίτα και πες μου "ποιος στον κόσμο
θα μπει ξανά σε τέτοιο κόπο,
ποιός της αγάπης, της ειρήνης,
της φτώχειας, της αδελφοσύνης,
ποιός με καρδιά αλλοπαρμένη
θα στρέψει αλλού την ειμαρμένη,
ποιός, μεσ' του σκοτωμού το θέρος,
θα γίνει σφάγιο σ' αυτό το μέρος,
ποιος θα μαντρώσει το θηρίο,
ποιος θα ζεστάνει αυτό το κρύο";
Γιέ μας απάνω στο σταυρό σου,
γεύσου το αίμα το δικό σου,
γεύσου και πες μας αν αξίζει
αντι νερό να δίνεις ξύδι,
ω του καιρού ουράνιο πλάσμα,
στήσου και δες το μαυρο χάσμα
αυτό που φτιάχνουνε με δόσεις
εκείνοι που 'ρθες για να σώσεις,
Χριστέ μου πάνω στο σταυρό σου
αναλογίσου, συγκεντρώσου,
ξανάβρε 'κείνη την οργή σου
που τρέμουν όλοι οι εχθροί σου,
πιασ' το κεφάλι απ' το κτήνος
κόφτο, σηκώσου γίνε Εκείνος
που ποδοπάτησε σ' όλη τη γης
εμπόρους, φαρισαίους, γραμματείς,
Χριστέ μου, στο ξύλο καρφωμένος
σταμάτα πια να'σαι θλιμμένος,
ακου η γη σου σού φωνάζει
πέφτει παντού φωτιάς χαλάζι,
βγάλε το σίδερο απ' τα χέρια
καν'το ρομφαία, καν' το σφαίρα,
σημάδεψε και μη διστάσεις,
ο θάνατος δεν κάνει στάσεις,
δες τώρα η φύση όλη
του Εχθρού σου έγινε η Πόλη,
η κόλαση, το δίχως άλλο,
από 'κει κάτω ήρθε πάνω
κι όταν θαρθεί εκείνη η ώρα
με όπλο στήσου και προχώρα
γιατί ο μέγιστος εχθρός σου
είναι Αυτός, ο άνθρωπός σου!
μη συγχωρέσεις το θηρίο
αυτό που έχει ανταριάσει
και κόλαση έκανε την πλάση,
αθώο πνεύμα στο σταυρό σου
μη σκύψεις, κοίταξε ομπρός σου,
δες και πεσ' μου αν αξίζει
ο κόσμος όλος να δακρύζει,
φωτιές, κατάρες και πολέμοι,
του μίσους όλοι οι ανέμοι,
χτυπούν και σπρώχνουν τα καρφιά σου
να μπούν πιο μέσα, στην καρδιά σου,
ω συ που στους σφαγείς σου
χάρισες άδολα την άφεσή σου,
κοίτα και πες μου "ποιος στον κόσμο
θα μπει ξανά σε τέτοιο κόπο,
ποιός της αγάπης, της ειρήνης,
της φτώχειας, της αδελφοσύνης,
ποιός με καρδιά αλλοπαρμένη
θα στρέψει αλλού την ειμαρμένη,
ποιός, μεσ' του σκοτωμού το θέρος,
θα γίνει σφάγιο σ' αυτό το μέρος,
ποιος θα μαντρώσει το θηρίο,
ποιος θα ζεστάνει αυτό το κρύο";
Γιέ μας απάνω στο σταυρό σου,
γεύσου το αίμα το δικό σου,
γεύσου και πες μας αν αξίζει
αντι νερό να δίνεις ξύδι,
ω του καιρού ουράνιο πλάσμα,
στήσου και δες το μαυρο χάσμα
αυτό που φτιάχνουνε με δόσεις
εκείνοι που 'ρθες για να σώσεις,
Χριστέ μου πάνω στο σταυρό σου
αναλογίσου, συγκεντρώσου,
ξανάβρε 'κείνη την οργή σου
που τρέμουν όλοι οι εχθροί σου,
πιασ' το κεφάλι απ' το κτήνος
κόφτο, σηκώσου γίνε Εκείνος
που ποδοπάτησε σ' όλη τη γης
εμπόρους, φαρισαίους, γραμματείς,
Χριστέ μου, στο ξύλο καρφωμένος
σταμάτα πια να'σαι θλιμμένος,
ακου η γη σου σού φωνάζει
πέφτει παντού φωτιάς χαλάζι,
βγάλε το σίδερο απ' τα χέρια
καν'το ρομφαία, καν' το σφαίρα,
σημάδεψε και μη διστάσεις,
ο θάνατος δεν κάνει στάσεις,
δες τώρα η φύση όλη
του Εχθρού σου έγινε η Πόλη,
η κόλαση, το δίχως άλλο,
από 'κει κάτω ήρθε πάνω
κι όταν θαρθεί εκείνη η ώρα
με όπλο στήσου και προχώρα
γιατί ο μέγιστος εχθρός σου
είναι Αυτός, ο άνθρωπός σου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου