Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

ΣΑΡΚΟΒΟΡΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ





σαρκοβόρες καρδιές
με βρύα ντυμένες,
σαρκοβόρες καρδιές
στον χάρο ταγμένες,


σαρκοβόρες καρδιές
πόσα θύματα σκιάζετε
μεσ' τις άδειες νυχτιές
που τις πλάνες μοιράζετε,

σαρκοβόρες καρδιές
που τα κρίνα μαραίνετε,
σαρκοβόρες καρδιές
με τη θλίψη πορνεύεστε,

μεσ' του μαύρου θυμιατού
το λιβάνι ανασαίνετε,
μεσ' τη λήθη γερνάτε
και ποτέ δεν θυμάστε

πως κι εσείς θύματα είσαστε
μιας άγριας απληστίας,
μιας μάταιης θυσίας,
μιας αιώνιας αγωνίας,

σαρκοβόρες καρδιές,
πυρωμένες λόγχες,
κρυμένες οχιές
σε βαλτώδεις λόχμες,

τ' ουρανού αποκαϊδια,
κομήτες π' αστράφουνε
προτού να λατρευτούν,
στ' άπειρο διαγράφονται,

σαρκοβόρες καρδιές
ολούθε τριγυρνάτε,
τριγύρω μάς κολάζετε
κι αιώνια μάς γελάτε,

σαρκοβόρες καρδιές
ο κόσμος μας κατακτήθηκε,
τις άναστρες βραδιές
ο κόσμος μας ηττήθηκε

τότε που πιστεύαμε
πως στ' όνειρου την πλάτη
θάμασταν καβαλάρηδες
μ' ελπίδα ιχνηλάτη,

σαρκοβόρες καρδιές
ολοβραδίς θα πίνουμε,
για πάντα στην υγειά σας,
τη νιότη μας τη χάσαμε,
χάσαμε τη λαλιά μας,

σαρκοβόρες καρδιές,
τρικέφαλοι του Άδη,
άνισα μας νικήσατε
σκορπίσατε σκοτάδι

ποτέ να μη δακρύσουμε,
ποτέ μας να μην πούμε
πως οι δικές μας οι καρδιές
δεν ειν' για να μισούνε...

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

ΔΥΤΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ.







Χαλκευμένα δεσμά μας δένουνε για λίγο με τον ήλιο,
βουτώντας  γνέφουμε  δειλά στο γήινο βασίλειο,
εκεί που όλα χάνονται κι ειν’ όλα νεκρωμένα,
εκεί θα ψάξουμε ξανά ,
εκεί στα άπατα νερά,
μήπως κι  ανακαλύψουμε όλα τα περασμένα,

το φως μ’ ανταύγειες  γλυκερές, σημάδια μιας ζωής,
απλόχερα μας χαιρετά μέσ’ απ’ αφρού
την άκαρπη κι αιώνια προσπάθεια διαφυγής,
από αυτό που του’γραψε η μοίρα να παλεύει,
να σέρνεται, να αλυχτά, να κοπανιέται, να βοά,
σε βράχια απόκρημνα, σκληρά σε ανοιχτές πληγές,

εκεί σε σκοτεινές φωλιές τα όνειρα θα βρούμε,
όλα αυτά που πνίγηκαν μεσ’  σε θολά νερά,
εκεί, στης άβυσσου το φως τίποτα δε θωρούμε
παρά τις πίκρες, τους λυγμούς που βούλιαξαν γοργά,

αχλή η λάμψη των νεκρών, των ξεχασμένων θρήνων,
σαν ψάρι έξω απ’ το νερό αιώνια σπαρταρά,
μεσ’  σε σκοτάδια ανείπωτα  ερωτευμένων στίχων
τον χτύπο ανθρώπινης καρδιάς ακούει και βοά,

είναι  τεράστια η σιωπή που χάσκει μεσ’  το χάος,
μέσα εκεί στ’  ατέρμονο  πλάτεμα του βυθού,
για πάντα θα αιμορραγεί,
για πάντα θα φωνάζει
γιατί την εγκατέλειψαν  στης λήθης τη σιγή.

Δύτες χωρίς καλώδια και δίχως σωληνώσεις
βουτάμε σ’  αφιλόξενα και άγρια νερά,
το οξυγόνο μας λειψό, δεν έχουμε μονώσεις
για να αντέξουμε πολύ σε βάθη παγερά,

κι ολημερίς βουλιάζουμε, σειρήνες μας καλούνε,
και πίσω μας αφήνουμε ό,τι μας ξεπερνά,
βουλιάζουμε και κρύβουμε τα δάκρυα μη δούνε
οι τιμητές που στη ζωή  ψάχνουνε μονάχα τη χαρά.

Ω πλάσματα του έρεβους, εσείς θαλάσσιοι μύστες,
εσείς που χρόνια ολάκερα ξεπλένετε ψυχές,
εσείς, τάχατες πουθενά μεσ’ τη ζωή θωρείτε
από τα βάθη ν’  αναδύονται αλώβητες  στρατιές,

όλων αυτών που χάσαμε,
αυτών που μας σταλάξανε
σταγόνες πορφυρές,
αυτών που αγαπήσαμε
και διαρκώς θρηνούμε,
αυτών, που για χατίρι τους,
αιώνια βουτούμε
σε πέλαγα, σε θάλασσες,
σε δίνες τρομερές;
Αυτών που μας αφήσανε άσκοπα να γυρνούμε
δύτες εμείς, χωρίς πνοή, σε σκοτεινές σπηλιές…

Δύτες, κουφάρια ζωντανά, πλάνητες σ’  ερημιές,
μέσα στο άδυτο σκυφτοί ψάχνουμε σιωπηλά
να βρούμε αυτό που οι ποιητές σε ξεχασμένες ρίμες
στοχάστηκαν κι ονόμασαν  του νόστου η χαρά…

in memoriam





πήρα τηλέφωνο στον παράδεισο (μη ρωτάτε πως, μη ρωτάτε πότε...πολλά μηδενικά, παλιά συσκευή, μεγάλο νούμερο, πολύ οινόπνευμα στο αίμα). Ακουσα τη γλυκειά φωνή της "γειά σου παιδί μου, γιατί είσαι τόσο λυπημένος;". Μάνα μια φορά, για πάντα μάνα! Σε ξέρει απέξω πριν προλάβεις να πεις κουβέντα! "Μάνα της λέω μάλλον έχεις επισκέπτη, μικρό τετράποδο, τεράστια καρδιά! Δεν ξέρω αν εκεί πάνω μιλάτε την ίδια γλώσσα αλλά σίγουρα θα τον καταλάβεις"...
"Για το σκυλάκι σου μιλάς μου είπε; μα ήρθε εδώ και 38 μέρες, χάρμα οφθαλμών, μια κινούμενη καρδούλα, ένα βλέμμα που σε καρφώνει στη στιγμή, σε ακινητοποιεί και σε κάνει να θέλεις να κυλιστείς μαζί του στο πάτωμα. Απ' ότι βλέπω δεν μπορουσε να μείνει εκει κάτω, η τεράστια καρδιά του ήταν μεγάλη για τον κόσμο σας! Μου διηγήθηκε την ιστορία σας. Πόνος, θλίψη, στενοχώρια, αδιέξοδα και αυτός ήταν η επιλογή που έπρεπε να τα θεραπεύσει, αυτός ανάμεσα σε δεκάδες άλλα θα ήταν - έτσι κι αλλιώς - η επιλογή σου. Μικρό, αθόρυβο, ξαφνιασμένο κουτάβι αλλά εσύ άκουσες τον χτύπο της καρδιάς του. Τύμπανα στον ουρανό, άρπα αγγέλων στην άστατη βοή των άλλων κουταβιών. Ηξερε πως θα τον επιλέξεις επειδή αυτός σε περίμενε, σε είχε ήδη επιλέξει. Γι αυτό ήρθε εκεί κάτω"...
Στοχάστηκα και έψαξα στο λαβύρινθο της μνήμης να συνδέσω τα γεγονότα. Ήρθε για να θεραπεύσει, ήρθε για να προστατέψει και να ευλογήσει τον πολύπαθο τόπο της καθημερινότητάς μας. Ήρθε, βγαίνοντας από μια τσάντα πλάτης, μικρός σαν τη παλάμη μου και έπιασε αμέσως δουλειά. Βλέματα και αναταραχή τριγύρω, αφηρημένες σκέψεις, απορημένες εκφράσεις, αιφνιδιασμένες καρδιές. πρώτο βράδυ, μοναχός στο μπαλκόνι και στον μικρό χώρο της κουζίνας. Λέρωνε παντού και μέχρι να συμβιβαστεί με την "ανάγκη", χαμογελούσε ξεδιαντροπα σε κάθε παρατήρηση. Πέρασαν μήνες και μας γνώρισαν τα βουνά, οι παραλίες, η μια αγκαλιά για την άλλη. Πρωινή, καθημερινη υποχρέωση. ξύσιμο και απαιτηση για αγκαλιά....χανόσουν στην ζεστή φωλίτσα που σου πρόσφερα, εγώ, μόνο έγώ.... σε μένα ερχόσουν (υπήρχαν βεβαια και εναλλακτικές λύσεις αν αρνιόμουν τις ελάχιστες φορές που έγινε). Κοιμισμένος, άγρυπνος στη δική μου αγκάλη στοχαζόσουν το ανείπωτο, το αιώνιο, το απέραντο...κανείς δεν μπορουσε να σε ενοχλήσει αυτές τις στιγμές...
"Γιατί ρε μάνα, ρώτησα, γιατί τόσος πόνος, γιατί η απώλεια να χαρακώνει τις υπάρξεις μας διαρκώς και αμείλικτα μέχρι να σε συναντήσουμε, στους τόπους των μακάρων;; και πως να διαχειριστείς τόσο πόνο, τέτοια δοκιμασία;; περίγελος των ορθολογιστών και ανθρώπινα σκεπτόμενων όντων;; γιατί ρε μάνα, τόσος λυγμός, τέτοια αβάσταχτη αναταραχή στο σύμπαν;;;"
Δεν απάντησες, γέλασες και μου είπες ύστερα από λίγα λεπτά: " η αιωνιότητα δεν χαρίζεται, κερδίζεται αλλά το τίμημα είναι βαρύ. Ό,τι κρατάς βαθειά φυλαγμένο στην καρδιά σου θα εμφανιστεί σους ουρανούς, σε μια υπέρτατη Κρίση που θα δείξει αν άντεξες να είσαι Άνθρωπος ή όχι. Αν μπόρεσες να χαλκεύσεις τα δεσμά με το καλό, την ηρεμία, την ολιγάρκεια, την ευδαιμονία!"
τότε και μόνο τότε θα τον ξαναβρείς, να τριγυρνά στους λαμπερούς κάμπους της ευτυχίας, τρέχοντας με τα δυο μακριά του αυτιά να ανεμίζουν σαν μηχάνημα σε μυθιστόρημα φαντασίας, τότε θα ξανάρθει να κοιμηθεί δίπλα σου, να σου ζητήσει απ' αυτό που τρως, από αυτό που αναπνέεις, από την αγαπη που του χρωστάς και δεν προλαβες να του δώσεις! Τότε θα βρεθούμε όλοι μαζί εκεί όπου ο πόνος είπε "γειά", εκεί όπου οι δροσερές σταγόνες του πρωινού γίνονται νέκταρ για τον αθώο, το τέκνο της οργής που δεν πλανήθηκε, τον άπατρη και τον ανέστιο, τον πλάνητα! Εκει γιε μου - είπε και με αποχαιρέτησε - ο Τσάρλυ σου θα γίνει ένα συμπαντικό κορμί με όλες τις ψυχές που ήρθαν εκει κάτω για να σας λυτρώσουν, να βοηθήσουν να ξεπεράσετε τη θνητότητά σας. Τότε το μικρό σκυλί σου θα ζει μέσα σου, θ' αναπνέει και θα στοχάζεται μαζί σου επειδή δεν θα υπάρχει καμία ανάγκη για τη γήινη αγκαλιά. Η ουράνια, μεταφυσική, αναπαράσταση του Εγώ σου θα εμπεριέχει και αυτόν και όσους αγάπησες και σε αγαπησαν ειλικρινά!! Σε περιμένουμε γιέ μου...μη βιαστείς, τα σχέδια γράφονται από άλλους, το πέρας έχει σημασία και εκεί θα μας βρεις όλους, όλους μαζί σε μια συγκέντρωση όπου το κλείστρο που απασφαλίζεται θα στοχεύει μόνο στο κέντρο, στις καρδιές μας, με σφαίρες αγάπης κι ευτυχίας. Μόνο η λύτρωση φέρνει το πέρας και μόνο το πέρας φέρνει το Απόλυτο, το μοναδικό, άφθαρτο και αιώνιο στοιχείο: την Αγάπη. Εδώ θα είμαστε και θα σε περιμένουμε"!
"Ο τεράποδος φίλος σου είναι απόλυτα ευτυχισμένος, κοιτάζει τ' άστρα και θυμάται τη μοναδική ζεστασιά της δικής σου αγκαλιάς¨!
Δεν έκλεισα το τηλέφωνο, ένας αλλόκοτος, θεσπέσιος ρυθμός χιλίων μουσικών οργάνων μου πλημμύρισε το μυαλό, ακούμπησα το ακουστικό και αποκοιμήθηκα στη καρέκλα. Εκει σε είδα μικρέ μου φίλε, μέτραγες τ' άστρα αλλά ήξερες ότι πίσω σου ήμουν εγώ, εγώ που αργά ή σύντομα θα σε ξαναβγάλω βόλτα στα βουνά...χωρίς λουρί αυτή τη φορά επειδή τώρα εσύ θα προσέχεις εμένα να μη χαθώ!!!......

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

ΜΑΥΡΑ ΠΟΥΛΙΑ





Μαύρα πουλιά στοιχιώνουνε τα πιο βαθειά ονειρά μας,
μαύρα πουλιά χλευάζουνε την κάθε μας στιγμή,
μαύρα πουλιά καραδοκούν ν' αρπάξουν τη χαρά μας
αυτή που μας κληροδοτεί η κάθε μας αυγή,


μαύρα πουλιά πετούν ψηλά και γνέφουν στα παιδιά μας
πως τίποτα δεν πρόκειται όρθιο να σταθεί.
Μαύρα πουλιά, κακόψυχα, θρηνούν στο γήτεμά μας
από την ξαφνική κι ελάχιστη ελπίδα στη ζωή.

Πετούν ψηλά και κρώζουνε, άγρια αλυχτούνε,
τη φοβερή τους ύπαρξη, σκιά τους στη ζωή,
μας συντροφεύουν και πουλούν το κρίμα που βαστούμε
απο γενιά τους σε γενιά να μας ακολουθεί.

Μαύρα πετούμενα φρικτά, αιώνιες Ερινύες,
τα σπλάχνα μας ορέγονται κι αιώνια τρυγούν
απ' τον καιρό που στήθηκαν στον Καύκασο αλυσίδες
για να μας κατατρέχουνε και μας τρομοκρατούν,

ω πλάσματα του σκοταδιού, εκτρώματα της θλίψης,
σπήλαια ξεσκαλίζετε στ' ανθρώπινο μυαλό,
ω τέρατα της νόησης, τέκνα της συντριβής,
την ύπαρξη στοιχειώνετε να μη γευτεί καλό,

στην κόλαση του καθενός, σειρήνες του αέρα,
με άγριο φτερούγισμα, άγριο παφλασμό
στης απεραντοσύνης του μυαλου θυμίζετε πατέρα
που με οργή ορύεται, σαρκάζει με θυμό.

Τι τάχατες να φταίξαμε τόσο σκληρά να ζούμε,
γιατι σε κάθε μας στροφή βρίσκουμε τον γκρεμό,
γιατί σε κάθε μας χαρά φτερούγες θ' ανοιχτούνε
να μας θυμίζουν ολοταχώς πως πάμε στον χαμό;

Γιατί ο θάνατος να ζει από την πρώτη γέννα,
γιατί τα πλουμιστά σκεπάσματα να'ναι πλάνα στη ζωή,
γιατί να το πληρώνουμε αυτό που αγαπούμε
με θλίψη, τρόμο, συντριβή την έσχατη στιγμή;

γιατί πλάσματα της νυχτός με τα ορθάνοιχτα φτερά
με σκότος θα καλύπτετε τ' ανθρώπου τη ζωή,
γιατί τη δυσωδία σας θα κρύβετε, την κάνετε σκιά,
γιατί το κάθε ουρλιαχτό κρύβει μία αποστροφή;

αν ειναι η ζωή αυτό που απάνω φτερουγίζει,
αν είναι του ονείρου μας το πέρας το φρικτό,
χίλιες ζωές θα δίναμε να μη σας ξαναδούμε,
χίλιες φορές θ΄ ανάβαμε στην Αγάπη θυμιατό....

Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

ΑΠΩΛΕΙΑ








(στον Τσαρλούκο μας)

αόρατος, απών, τωρα μόνος,
συντροφιά που μας άφησες ο δικός μας ο πόνος,
στα κυμματα σβήνουν τα πικρα μας τα δάκρυα,
μακρυά ατενίζει η καρδιά μας κομμάτια,
ήρθες κι έλαμψε στην ψυχή μας αχτίδα
κι άλλα βάρη κουβάλησες για να δώσεις ελπίδα,
ζωντανοι-πεθαμένοι αγαλλιάσαμε στη φωνή σου
μυστικά δεν μας είπες
τα κρατούσες κλειστα, μοναχός, στη ψυχή σου.
Θαλπωρή, ξεγνοιασιά και εκείνο το χάδι
στο μικρο σου το σώμα λαμπερό μας πετράδι,
αγκαλιές και φιλιά κάθε μέρα στη μέρα
που περνούσε χωρίς ν' ανασαίνουμ' αέρα,
και το βράδυ, καημός μας, συντροφιά στο σκοτάδι
συ γινόσουν το φως μας, το μικρό μας φεγγάρι,
οι καημοί και οι λύπες αυλακώναν το βιός μας
κι εσύ ήσουν πιστός, ο μικρός ανθρωπός μας,
έν' ακόμα παιδί στη δικη μας αγκάλη,
ένα άστρο που θωρούμε διαρκώς να προβάλλει,
μεσ' τη μιζερη, στέρφα και χαμένη ζωή μας
ξαναέβαλες όρια και σκοπούς στη χαμένη υπαρξή μας.
Δεν μας ηρθες σα δώρο καποιανού που γιορτάζει,
ήταν δύσκολη γέννα στη ζωή που καλπάζει,
σ' έν' ατέρμονα κύκλο, σε μια φαύλη πορεία
μας εχάραξες δρόμους, ξαναβρήκαμε νόημα
στο ρολόι του κόσμου που κτυπά με μανία...
Πόνος, πόνος, αβάσταχτη θλίψη
η απώλεια είναι, πάντα, της ζωής μας η στίξη.
Δεν γνωρίζω που πήγες, δεν θα μάθω τι κάνεις,
ένα μόνο προσμένω πότε πίσω θε νάρθεις,
κι αν αυτό είναι μέρος ενός τεράστιου μύθου
τη ζωή μου θα έδινα να ξανάμουν μαζί σου.....