Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

ΣΚΙΕΣ






σκιές πλακώνουν τις ψυχές μας,
σκιές αχόρταγες, κρυμμένες στα στενά,
στου προσωπικού μας φόβου τ' αδιάβατο μονοπάτι,
σκάλες, σκάλες, σκάλες και πίσω από κάθε στροφή σκιές,
σκιές, μαύρες ερινύες, φτερωτά, μοχθηρά πλάσματα
ζητούν να σε εγκλωβίσουν στο αδιέξοδο
μιας ζωής που πληρώνεις αδιάκοπα και ασύστολα,
σκιές, μαύρες, πυκνές, μουντές, άηχες,
σκιές κατεβάζουν την αυλαία μιας ζωής
που αποστρέφει το βλέμμα από το φως
επειδή αρνείται να δει
τον άστεγο στην άθλια, πολυχρησιμοποιημένη κουβέρτα,
ξαπλωμένο στον δρόμο με το χέρι παγωμένο
κρατώντας μισό πλαστικό μπουκάλι
για ν' ακούσει τον ήχο του χρήματος
και να κουνήσει τα δάχτυλα του ζωντανού-νεκρού,
σκιές που κρύβουν το σώμα του παιδιού
που κοιμάται μέσα στον κάδο των σκουπιδιών
γεμάτο τομές και πρόχειρες συρραφές του κρέατος
για να μη φανούν οι σκιές μιας πλάσης που ασφυκτιά
σ' ένα κόσμο όπου το εμπόρευμα έγινε θεός
κι ο θεός εμπόρευμα,
σκιές που καλύπτουν μια άθλια συνείδηση
που αρέσκεται ν' αποστρέφει το βλέμμα στο απάνθρωπο,
στα εγκιβωτισμένα, λαθραία, βάναυσα αφαιρεμένα
όργανα των μικρών αγγέλων,
σκιές που κρύβουν έντεχνα ένα κόσμο που σαδιστικά
απολαμβάνει το κατακρεούργημα των φτερών
των μικρών πουλιών που δεν πρόλαβαν να πλανηθούν
στους λερούς ουρανούς μιας τρικυμισμένης φύσης,
που αναζητά με οργή και ξέφρενο πάθος
την οποιανδήποτε ηδονή αρκεί να προσφέρει στον άλλο πόνο,
που παραδόθηκε στις σκιές,
σκιές που κρύβουν το φως της αυγής
για να μη δεις τον συνάνθρωπο που κοιμήθηκε
έξω στην αυλή σου για να μη σ' ενοχλήσει
και να σου ζητήσει βοήθεια όταν πια,
έχοντας πιεί τον μαύρο, σκέτο σου καφέ,
όταν θα έχεις καπνίσει το πρώτο τσιγάρο
οργισμένος γιατί πρέπει να φύγεις από το καταφύγιο
στο οποίο ζεις και να βγεις έξω σε μια βάρβαρη,
απάνθρωπη πραγματικότητα,
θωρώντας την αυγή με μάτια πλανεμένα,
αγνοώντας το φως, ζητώντας τις σκιές
επειδή εκεί αισθάνεσαι τη θέρμη, τη στοργή, τη θαλπωρή
μιας ζωής που έπνιξες στις σκιές,
σκιές θανάτου που μετέτρεψες σε υποψία ζωής,
σκιές που πλάνεψαν τις αυθεντικές σου ανάγκες
και σου χάρισαν σκιώδεις απολαύσεις, σκιώδεις αγάπες,
σκιώδη ζωή, σκιώδεις πλάνες για μια σκιώδη ευτυχία,
σκιές παντού, ο ήλιος αρνιέται να αγωνιστεί
για να σου δείξει το απύθμενο βάθος
μιας διεστραμμένης ζωής, μιας αλλοτριωμένης ύπαρξης,
ενός ανέραστου έρωτα, μιας αδυσώπητης εναλλαγής
συναισθημάτων που κολυμπούν στις σκιές,
ζεις αρνούμενος να σηκώσεις την αυλαία,
αρνείσαι να δεις το πάλκο με τους ηθοποιούς
που σου πετούν λόγια-φωτιές, που σου δείχνουν τις σκιές,
σκιά μέσα στις άλλες,
ζεις σαν ίσκιος,
ίσκιος κι η ζωή σου,
ίσκιος τα χρήματα,
ο έρωτας,
η ζωή,
ίσκιος τα λόγια των σκιών στο σχολείο,
στη διασκέδαση, στην ανάγνωση,
στο ποτό που ρουφάς μέσα στις σκιές ανήλιαγων,
πνιγμένων στη νικοτίνη, μικρών, κρυφών δωματίων
εκει που πιστεύεις ότι το σκοτάδι είναι το φως,
εκεί που πιστεύεις ότι ζεις, ότι ανασαίνεις
την ψευδαίσθηση της ελευθερίας,
εκεί που, όμως, βιώνεις το σκότος,
ταυτίζεσαι μ' αυτό,
εκεί συνηθίζεις τον διαρκή θάνατό σου,
εκεί που θάρθουν οι σκιές και θα σου πουν:
"τελείωσες, είσαι μόνος"......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου