Άνοιξε τα μάτια και
σε κοίταξε,
Χάθηκες στην κόρη των ματιών,
Θυμήθηκες χρόνια στοργής, χρόνια περασμένα,
Θυμήθηκες το θυμάρι πως μύριζε στους άγριους βράχους,
Το τσαμπί με το σταφύλι που ξεγύμνωνες σιγά-σιγά,
Τους πρώτους ήχους της καρδιάς σου
(τότε που για πρώτη φορά τους άκουσες),
Θυμήθηκες το ραντεβού που είχε ο ήλιος που δύει με το
φεγγάρι,
Ξανάνιωσες την αρμύρα των κυμάτων στην πρώτη σου επαφή με τη
θάλασσα,
Την πρώτη σου έκσταση μπροστά σε ήχους που λάτρεψες,
Τα πρώτα βήματα στον κόσμο!
Ακούμπησες τα χείλη της,
Αισθάνθηκες τη ζήλεια των θεών,
Το απάνεμο λιμάνι όπου έδεσες τη ψυχή σου,
Το λατομείο των ψυχών που σκάλιζαν την πέτρα
Γιατί δεν πρόλαβαν,
Είδες τα σύννεφα να φορούν τα γιορτινά τους,
Τα δέντρα να βλασταίνουν πιο γρήγορα,
Είδες τα άνθη μεσ’ το
καταχείμωνο,
Τη γη να βράζει, το σώμα της να γεννοβολά πύρινα ποτάμια,
Θυμήθηκες τις πρώτες
ώρες μιας ατέλειωτης αγωνίας
Σε μια ζωή δίχως νόημα, δίχως τέλος.
Ξεπέρασες το άπειρο επειδή είχε όρια
Κι αυτά σέρνονταν στη μοναξιά του σύμπαντος.
Χάιδεψες το κορμί της,
Ήσουν ο νικητής στην
πάλη με τον θάνατο,
Το στόμα σου πλημμύρισε αίμα, αισθάνθηκες τη γεύση του
Αλλά και τη γλυκύτητα των ορφανών ματιών,
Η επαφή σού στέρησε τον Λόγο,
Αλλά τι, σ’ αυτόν τον
κόσμο είναι λογικό,
Μίλησες με τα’ άστρα,
με την Ανάγκη που προκαθόρισε τη μοίρα τους,
Οι Μοίρες έστηναν χορό γύρω από το σώμα σου,
Πάλευαν να σε αποσπάσουν από το ανήκουστο,
Το απαγορευμένο, το μιαρό.
Που ακούστηκε ο άνθρωπος να ξεπερνά σε ευτυχία τους θεούς;
Γονάτισες μαζί της, δεν μίλαγες, έψελνες,
Ψαλμούς στο Ασυνείδητο, στο Άδυτο, στο φευγαλέο πέρασμα της
Ζωής,
Ήσουν εκεί, τη στιγμή της κοσμογονίας,
Είδες τους κύκλωπες, τους τιτάνες, τους εκατόγχειρες,
Αλλά ήσουν πιο δυνατός, δεν φοβήθηκες,
Είχες το σώμα της στα χέρια σου,
Τα χείλη της στα δικά σου,
Ήσουν εκεί, πρωτόπλαστος μαζί με τη Γυναίκα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου