Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Μετανάστης.




Έβλεπες τη γραμμή του ορίζοντα
και σκέφτηκες αν θάν' παντού η ίδια,
αν ο ουρανός κι γη, το φως και το σκοτάδι,
θα σου χαρίζουνε παντού της χώρας σου το χάδι.

Είδες εκεί από ψηλά, πετώντας στον αέρα,
κορφές, λαγκάδια, ρεματιές, λίμνες και βοσκοτόπια,
γονάτισες και έψαξες να βρεις αυτό το πράγμα
που σ' έκανε να σκέφτεσαι με τι ψυχή, ποια δύναμη,
θα έκλεινες το φρέσκο σου το τραύμα.

Έφευγες κι ήξερες καλά, πως ότι κι αν γνωρίσεις,
ότι κι αν έβρεις μακρυά, ότι κι αν σε θαμπώσει,
ένας θα είν' ο στόχος σου στον τόπο να γυρίσεις.
Άκουγες έτσι σιγανά το αίμα να παγώνει,
να σφίγγει τους κροτάφους σου
και να σε μαρμαρώνει.

Έφυγες κι είχες πάντοτε δίπλα για σύντροφό σου,
την πίκρα, την απελπισιά, τη μοναξιά του κόσμου.
Έφυγες και σπατάλησες στου μόχθου τον αγώνα,
τα νιάτα σου, τη θύμηση, τη θαλπωρή του νόστου.
Έφυγες γιατί πίσω σου ήρθε βαρύς χειμώνας,
μας έπιασε ανέτοιμους, μας κύλησε στο χώμα,
μας χώρισε, μας τσάκισε, είδαμε στα στερνά μας,
το άγνωστο και την οργή να παίρνει τα παιδιά μας.

Αυτ' όμως που δεν πρόβλεψε το μένος των θεών,
αυτό που η Μοίρα άφησε να κλείσει το κουτί
μίας Πανδώρας που όριζε τη μοίρα των θνητών,
στον κόσμο όλον έγινε σημαία και ελπίδα
οι Έλληνες να σμίξουνε ξανά μεσ' την αχτίδα
που λούζει, παλεύει,αγωνιά,
χτίζοντας πάντα απ' το μηδέν,
το μέλλον στην πατρίδα.

Γιατί όπου κι αν βρίσκεσαι, ότι κι αν μας ματώνει,
το ξέρουμε όλοι μας καλά πόσο μας γιγαντώνει...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου