Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

ΚΟΣΜΟΣ





σ' ένα κόσμο ανάπηρο, σ' ένα κόσμο σακάτη
στη ζωή ανηφορίζεις, ζεις σκυφτά στην απάτη,
σ' ένα κόσμο που ολονυχτίς στον Ηρώδη θυσιάζει
όπου το βρέφος γενιέται να σφαχτεί κι ας ουρλιάζει,


σ' ένα κόσμο που στον ήλιο γυρίζει την πλάτη,
σ' ένα κόσμο οπού τον ξένο ονομάζουν αντάρτη,
σ' ένα κόσμο που γυρνά με σπασμένα ισχία,
σ΄ ένα κόσμο φευγάτο σε μια πλάνα ευδαιμονία,

σ' ένα κόσμο που θωρεί βασιλιάς πως θα γίνει
που διαρκώς συσσωρεύει και ποτέ του δε δίνει,
σ' ένα κόσμο που βαδίζει θολωμένος στη στάχτη
που δεν ξέρει η Σελήνη ειν' η άλλη Αστάρτη,

σ' ένα κόσμο όπου το γέλιο έχει πλέον χαθεί,
όπου στρατιές αλωνίζουν και σφαγιάζουν τη γη,
σ' ένα κόσμο που φαντάζουν διαρκώς Κρανίου Τόποι,
σ' ένα κόσμο που οι μανάδες δεν ειν' πλέον ανθρώποι,

μεσ' τον κόσμο π' ανασταίνουν όσοι έχουν μαυσωλεία,
μπρος στο χρήμα η ψυχή σου γίνετ' εύκολη λεία,
μεσ' τον κόσμο που παντού τριγυρνούν σαλτιμπάγκοι,
που οι παλιάτσοι γελάνε για να κλάψουνε άλλοι,

σ' ένα κόσμο που αστέρια δεν κοιτάζει τη νύχτα
που γερνά και πηγαίνει αναπαράγωντας ίδια,
που στο βούρκο γεννάει και στον βούρκο πεθαίνει
που ποτέ δεν θα μάθει τη ζωή ν' ανασταίνει,

σ' ένα κόσμο παγίδα μεσ' του νέφους τη λήθη
όπου ο Ορφέας δεν θα δει τη χαμένη Ευρυδίκη,
σ' ένα κόσμο γεμάτο κλινικές, φυλακές για σχολεία
όπου αγύρτες ουρλιάζουν διεκδικώντας βραβεία,

μεσ' τον κόσμο όπου τύμβοι ξεπροβάλλουν διαρκώς,
και μαζι τυμβωρύχοι ξεσκαλίζουν το φως,
σκάβουν, ψάχνουν, ματώνουν, πονούν και ουρλιάζουν,
διαρκώς αναζητούν Αυτό στο οποίο θα μοιάζουν,

σ' ένα κόσμο με φώτα που τη νύχτα θαμπώνουν,
σ' ένα κόσμο που τη μέρα ποιητές πια σκοτώνουν,
σ' ένα κόσμο που'χει βγει παγανιά με το χάρο
για να κάψει βιβλία, πυρωσιά να κρατήσει
για να κάψει τον Άλλο,

στη μασχάλη κρατάς τον Μπωντλέρ και διαβαίνεις,
στο Παρίσι του Μπένγιαμιν νοσταλγεις ν' ανασαίνεις,
κι αν στα σύννεφα πέρα αναζητάς συντροφιά
ισως βρισκεις ελπίδα στου Κόλριτζ, του Μπλέικ και του Σέλευ
τα καταραμένα γραπτά,

με το βλέμμα θολό και σκυφτός σαν αλήτης
τριγυρνάς μεσ' τους δρόμους του πλανήτη της θλίψης,
αγκομαχάς και βαδίζεις μ' ένα βήμα σπασμένο
με τα χέρια παράλυτα, το μυαλό ναρκωμένο,

μεσ' τη μέγγενη σφίγγεται συνεχώς η ζωή σου,
σ' ένα κόσμο που γελάς για να κλαίει το παιδί σου,
σ' ένα κόσμο που σχίζει-φρένα διαρκώς η μανία
στης απόλαυσης ζεις τη διαρκή αγωνία.

αγωνία προς θάνατο, αγωνία για το τέλος
αυτό που'ρχεται αναβάτης, σε στοχεύει με βέλος,
σαν τους δούλους ανάποδα σε σταυρώνει ξανά,
στο κορμί σου βυθίζει πυρωμένα καρφιά,

όμως ξέρεις καλά κ' ειν' βαθιά ριζωμένο,
σ' ένα βάθος ατέρμονο, σ' ένα όνειρο χαμένο,
πως το βάθος τ' ουρανού δεν ειν' πάντα βαμμένο
με τα χρώματα που'χεις στο λάβαρο πάνω
που κρατάς υψωμένο....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου