Τι κι αν είσαι κομμάτια,
τι κι αν είσαι πια μόνος,
τι κι αν σκάει στο βλέμμα
ο δικός σου ο πόνος,
τι κι αν βγήκες στη γη
για κυνήγι θηρίων,
τι κι αν οργανώνεις σφαγή
εκατοντάδων νηπίων,
τι κι αν αίμα στη λάρνακα
τρέχει μεσ' απ' το θόλο
που ο Δίας πια άκαρδα
ξεσκεπάζει στον πόλο
μιας νυχτιάς παγωμένης,
σ' έναν ίσκιο διαβάτη,
μιας μηλιάς μεστωμένης
που δεν νοιάζεται κάτι,
τι κι αν βλέπεις το φίδι
που γοργά σαγηνεύει
τον ανήκουστο κόσμο
που τριγύρω σαλεύει,
τι κι αν είσαι τη νύχτα
σιωπηλος ονειροβάτης,
τι κι αν είσαι μονάχος
στη σπηλιά αναβάτης,
τι κι αν κάτω απ' τη χόβολη
του πιο κρύου χειμώνα
σε ξερνάει η φύση
που γυρίζει λεχώνα
ενός κόσμου που πλάθεται,
ενός κόσμου που πάει,
ενός κόσμου που σκιάζεται
πως ποτέ δε μεθάει,
τι κι αν όρθιος έλυσες
της Σφιγγός το μυστήριο
τι κι αν ήπιες στα χρόνια
π' ακολούθησαν δηλητήριο,
τι κι αν άραξες μόνος
σε απάνεμο στέκι,
τι κι αν κάθε αραξοβόλι
στους αιώνες δεν στέκει,
τι κι αν άκουσες πάλι
τη βουή, την αντάρα,
των κυκλώπων φωνή,
λαιστρυγόνων κατάρα,
τι κι αν φτιάχνεις μονάχος
διαρκώς τόσους μύθους,
τι κι αν είπες πως σκίασες
τους θεούς με τους λίθους
σαν ηφαίστειο που έλαμπε
και τη λάβα πετούσε,
τι κι αν στάθηκες πάντα
στη ζωή εικονοκλάστης
μιας ζωής που φυσούσε
(μεσ' στο στόμα)
ο αιώνιος πλάστης,
τι κι αν γέλασες κάποτε
πριν βρεθεις με τη μοίρα
μα ποτέ σου δεν εκλαψες
κι ας συσσώρευσες πείρα,
για τα πρίν και τα τώρα
και για όσα θα 'ρθούνε,
για όλα όσα τη ζωή μας,
αδιάκοπα σκιάζουν
και διαρκώς τη τρυγούνε,
τι κι αν κρύφτηκες
στ' ουρανού το προσκέφαλο,
τι κι αν είπες πως βλέπεις
ένα πλάσμα ακέφαλο,
ένα σκιάχτρο πλανήτη
της ζωής οδοιπόρο
σε σταθμούς να προσφεύγει
σα δενδρί κωνοφόρο,
τι κι αν είπες πως τάχατες
η αγάπη λυτρώνει,
τι αν σκέφτηκες πως η απώλεια
διαρκώς θα πληγώνει,
τι κι αν είχες μπροστά σου
τον τρανό στρατηλάτη,
τι κι αν μόνος σου έψαξες
για να βρεις την Εκάτη,
τι κι αν γέμισες κάποτε
το στομάχι με πέτρες,
τι κι αν έτρωγες στο μύθο
τα παιδιά σου για μέρες,
τι κι αν έγινες τ' ουρανού καβαλάρης,
τι κι αν πίστεψες, του Φαέθωνα λάτρης,
τι κι αν οσμίζεσαι μεσ' τη σάρκα το κτήνος,
τι κι αν ξέρεις να λικνίζεσαι στου αιώνα το ίχνος,
τι κι αν έκανες το λυγμό σου λειμώνα,
τι κι αν είπες στη Φαίδρα πως θα ζει στον χειμώνα,
τι κι αν έκοψες τη γενιά σου κομμάτια,
τι κι αν έβγαλες του τεράτου τα μάτια,
τι κι αν έκαψες πολιτείες κι ανθρώπους,
τι κι αν ρήμαξες και ορφάνεψες τόπους,
τι κι αν είσαι της μητρός σου καμάρι
η ζωή σε προσμένει να στηθείς στο νταμάρι,
σε προσμένει ν' ακούσεις,
σε προσμένει να νοιώσεις,
σε προσμένει να δεις
των αιώνων τις στρώσεις
των νεκρών που στηθήκαν
κι αναπνεύσαν μολύβι,
των νεκρών που νικήθηκαν
μεσ' το θείο καλύβι
εκεί που η γέννα με πάθος
προσδοκούσε το φως
εκεί Κτήνος γεννήθηκε
κι όχι μόνο Αμνός.
Μια αέναη πάλη
και μιας σταχτης βρουχός
ξαφνικά αναδύθηκε
αναβίωσε ο νεκρός,
σε μιας απόλαυσης άκαρπης,
διαρκούς τραγωδίας,
τους ανθρώπους φοβήθηκε
κι εκρύφτηκε ο Δίας.
Δεν υπάρχει πια μάντης,
δεν υπάρχει πηγή,
το νερό δεν μιλάει,
ο δαυλός ειν' στη γη!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου