δεν έχω
πατρίδα, δεν έχω σημαία,
ελπίδα
καμία, καμία ιδέα,
στα άστρα
γυρίζω με φθόνο το βλέμμα
γιατί μας
θάμπωσαν μη δούμε το αίμα,
βραδιάζει
στον πλανήτη,
η νύχτα
είναι 'δω και είναι βαριά,
το πέπλο της
σκεπάζει
ανθρώπινα
ουρλιαχτά,
ο ήλιος
κρύφτηκε μακριά, του έστησαν καρτέρι
το όπλο που
τον κυνηγά γυρίζει χέρι-χέρι,
λειχήνες,
μούσκλα, βρύα κάλυψαν ολάκερη τη φύση
ο παγετός τα
σκόρπισε, λουλούδι δεν θ' ανθίσει,
ξαναρχινάει
απ' την αρχή τ' ανθρώπου η ιστορία
τότε που
ζούσε στις σπηλιές, ούρλιαζε κι ακουγότανε
μόνο απ΄ τα
θηρία,
σάπιο, ωμό
το κρέας ξέσκιζε, το 'τρωγε κι ορκιζότανε
στους ήχους
καταιγίδας, στο φως του ήλιου, στη φωτιά
σ' αυτό που
είχε αντικριστά, στη θαλπωρή, στη ζεστασιά,
στα δάκρυα
που λίμναζαν σε κάμπους και σε βράχια,
το δίποδο
ξεχώριζε γιατί λογάριαζε και έφτιαχνε
όπλα από
πέτρινα κομμάτια,
κι ύστερα
απ' τη Γένεση, στις άγραφες περγαμηνές
του
παντογνώστη Πλάστη,
πήρε μολύβι
κι έγραψε με πορφυρό μελάνι
στα βέβηλα
κατάστιχα, πως "ό,τι θέλει κάνει",
γυρίζει και ξερνοβολά
φωτιά, μίσος, κακία,
ανασκαλεύει
μνήματα, τρώει τους άταφους νεκρούς,
γυναίκες,
άντρες και παιδιά ξεσκίζει με μανία
για να
πουλήσει στον Μολώχ τ' ανθρώπινα στοιχεία,
δεν έχω
πατρίδα, δεν έχω σημαία,
ο λάκκος που
άνοιξε σφυρίζει μοιραία,
δεν βρίσκω
άνθρωπο, μαζί ταξιδιώτη
σ' ένα
ταξίδι για κάθε "προδότη",
βραδιάζει
στον πλανήτη,
η νύχτα
είναι 'δω, απλώνει βαριά,
το πέπλο της
σκεπάζει
ανθρώπινα
ουρλιαχτά,
γιατί τα
παιδιά μου να ζουν στο σκοτάδι,
γιατί να μη
νοιώσουν τ' ανθρώπινο χάδι,
γιατί της
ψυχής μου οι Πύλες ανοίγουν
και μέσα το
Ψύχος διαρκώς φυλακίζουν,
γιατί μαύρα
σκότη ξανά μας τυλίγουν,
γιατί οι
ζωές μας αρχίζουν και λήγουν
εκεί που
διαρκώς, κάποιοι άλλοι προστάζουν,
πως άθλιες θα’ναι
και αίμα θα στάζουν,
γιατί τόσες
έγνοιες τις πλάτες μας βαραίνουν
πως γι αλλού
ξεκινάμε κι αλλού μας πηγαίνουν,
γιατί τα
ξερόκλαδα να καίνε τα δάση,
γιατί να μη
ζούμε,
γιατί να
πεθαίνουμε
στη πρώτη,
του φεγγαριού τη σχάση,
δεν έχω
μητέρα, δεν είμαι κληρονόμος
αυτού που
προστάζει ο ανθρώπινος νόμος,
δεν έχω
πατέρα, δεν είμαι σατράπης,
στο σύμπαν
αγναντεύω, αιώνιος διαβάτης,
κι αν
κάποιος σιγά ψιθυρίσει τ' όνομά μου,
αν κάποιος
από λάθος γυρίσει σιμά μου,
τα όνειρα
πού'χα, τον κόσμο που έπλασα
βαθιά στα
όνειρά μου,
αν κι εγώ
δεν ορίζω,
κληρονομιά τον
χαρίζω,
σ' εσάς τα
παιδιά μου.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου