γονατιστός
σε μια γωνιά, της θλίψης είδα τη σκιά
σε τούτο τον
πλανήτη,
το χέρι
άπλωνα μπροστά, ζητούσα λόγια αληθινά,
αρνήθηκα τη
μοναξιά, ζήταγα μια βοήθεια,
μα όσοι με
αντίκριζαν, με χλεύαζαν, μακριά τραβάγαν τα παιδιά,
η αποστροφή τους, βόλια καυτά, με βάραγε στα στήθια
κι έλεγαν
λόγια κάλπικα που φάνταζαν στη νάρκη μου
σα μια
νυχτιά ολόκαπνη δίχως αποσπερίτη,
φαντάστηκα
πως έκλαιγα στο βάθος ενός βούρκου
που διαρκώς
με τράβαγε, με ρούφαγε
έσβηνε μέσα
μου, σκληρά, το φως των πεταλούδων,
την αγρυπνία
του έρωτα, το πέταγμα αγριοπουλιών,
τον μύθο των
παππούδων,
την πρώτη
στάλα της αυγής, το νέκταρ της κυψέλης,
του θυμαριού
τη μυρωδιά, την όψη της Νεφέλης,
σκαλί-σκαλί
ανέβαινα με κόμπους στο λαιμό μου,
απ' του
ερέβους τη φωλιά, στα βήματα του Ορφέα,
τρέμοντας μη
ξελογιαστώ και πίσω μου γυρίσω,
μη δω την
όψη του κακού και ξανανέβω στον αφρό
στη γη να
θησαυρίσω,
μη το μυαλό
μου ξεβραστεί στα βράχια ενός κόσμου
που λαχταρά
και ζει κρυφά μόνο για το "δικό μου",
εκάθησα
κατάχαμα, απόρησα και κοίταξα ένα κόσμο,
πόσο μισεί,
αδιαφορεί, λαίμαργα τρώει και πετά
στο
χωνευτήρι το τρανό,
όπου όλοι θα
βρεθούμε,
τις σάρκες
του αδύνατου, του άρρωστου τη θαλπωρή,
του ξένου
την αβάσταχτη ερημιά, την κολασμένη του ψυχή,
του άνεργου
και του φτωχού τη θλίψη που θα δούμε
σαν άγριο
αντιφέγγισμα
στο χάος σα
βρεθούμε,
σε χαμηλές
συχνότητες ψίθυροι μας τσακίζουν,
μας λεν πως
μάτια δεν μας έδωσαν το φως για να θωρούμε,
η αδικία κι
η κλεψιά, ο φθόνος και το μίσος
είναι τα
μόνα θαύματα που στέκουν για να δούμε,
μήτε αυτιά
για τις κραυγές που διαρκώς ακούμε,
μήτε στόματα
για να ζήσουμε και στοχασμούς να πούμε
παρά μόνο
για να στοιβάζουμε
μέσα μας,
σκουπίδια όπου βρούμε,
σ' εκείνες
τις συχνότητες λαλούνε οι θρησκείες
που ολημερίς
δοξάζουνε αυτόν που υπηρετούνε,
εδώ ειν' ο
παράδεισος,
αυτό το θείο
μέρος,
γι αυτό κι
οι αρχιερείς με σάβανα γυρνάνε,
ψοφίμια
τρώνε και γλεντούν, τους τάφους δεν κοιτάνε
και τη φωτιά
που πονηρά γλύφει τους νέους καταραμένους
λατρεύουν,
ψέματα ξερνούν
κι ολότελα
το αγνοούν
πως με
σαγήνη κι ηδονή τους εαυτούς τους
έστησε στον
τοίχο της εκτέλεσης, σφιχτ' αλυσοδεμένους,
ξένος στους
ξένους, πρόσφυγας, για πάντα μετανάστης
εκεί που όλα
βαλτώνουνε, σαπίζουν, μεταλλάσσονται
οχιές
πλημμύρισαν τη γη, πλάσματα που σπαράσσονται,
κι ο ψεύτικος
παράδεισος
που αγνοεί ο
Πλάστης,
χυμένα απ’
τα δοχεία τους λάβαρα και εικόνες,
λόγια που
άναβαν φωτιά, που έδειχναν στην καταχνιά
ο Άνθρωπος
βαστά γερά
κόντρα σε
παγερούς χειμώνες,
στον οχετό
σκορπίσανε, άνθρωποι τα βρωμίσανε
λουλούδια
δεν ανθίσανε
κι οι λύκοι
στήσανε φωλιές στους τωρινούς αιώνες,
ω πένα, το
μελάνι σου κοκκίνισε απ’ το αίμα
λόγια
θανάτου γράφονται, αστοί αυτοσαρκάζονται,
χιλιάδες
θυσιάζονται,
στα μέλαθρα
του Μαμωνά,
λατρεύοντας
τον βάκιλο μιας χάρτινης πανώλης,
ω άνθρωπε τη
φύση σου παράτησες για λίγα ακόμη
κυβικά,
σερβίτσια
πορσελάνινα, χρυσαφικά, παλάτια
και δεν
θωρείς που περπατείς δίχως να έχεις μάτια,
ω του
θανάτου όργανα, συχνότητες κρυμμένες,
μονοδιάστατα
αρμέγετε
ψυχές
άδειες, ελεεινές, παντοτινά χαμένες,
συχνότητες του
ερέβους,
σας ξέρω,
σας συνάντησα,
σας
αντιπάλεψα κι εγώ
γνωρίζοντας
τον όλεθρο
που βιαστικά
ετοιμάζετε, Δεύτερης Παρουσίας,
ποντάρετε
στα άλογα, στα έλλογα, στη διαρκή απουσία
μοναδικού
κληροδοτήματος,
χαρίσματος,
ανθρώπινου ιδιώματος,
πανάρχαιου
μας κτήματος,
της
ανθρώπινης ουσίας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου